ὠμογέρων: Difference between revisions

From LSJ

χρώμεθα γὰρ πολιτείᾳ οὐ ζηλούσῃ τοὺς τῶν πέλας νόμους → we live under a form of government which does not emulate the institutions of our neighbours

Source
(Autenrieth)
(47c)
Line 18: Line 18:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=([[ὠμός]], cf. cruda senectus): [[fresh]], [[vigorous]] [[old]] [[man]], Il. 23.791†.
|auten=([[ὠμός]], cf. cruda senectus): [[fresh]], [[vigorous]] [[old]] [[man]], Il. 23.791†.
}}
{{grml
|mltxt=-οντος, ὁ, ΜΑ<br />αυτός που έχει γεράσει πρόωρα<br /><b>μσν.</b><br /><b>ως επίθ.</b> (για βοστρύχους) αυτός που έχει ασπρίσει πρόωρα<br /><b>αρχ.</b><br />[[ακμαίος]], [[ζωηρός]] [[γέροντας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὠμός]] <span style="color: red;">+</span> [[γέρων]].
}}
}}

Revision as of 06:15, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠμογέρων Medium diacritics: ὠμογέρων Low diacritics: ωμογέρων Capitals: ΩΜΟΓΕΡΩΝ
Transliteration A: ōmogérōn Transliteration B: ōmogerōn Transliteration C: omogeron Beta Code: w)moge/rwn

English (LSJ)

οντος, ὁ, ἡ,

   A a fresh, active old man, Il.23.791, Megasth. ap. Arr.Ind.9.7 (pl.), AP7.363.9, Gal.6.379, cf. Hsch.    II one untimely old, as expl. of the Ep. ὠμὸν γῆρας (v. ὠμός 11.3), EM821.48: so as Adj., βόστρυχος ὠ. AP5.263 (Paul.Sil.).

Greek (Liddell-Scott)

ὠμογέρων: -οντος, ὁ, ὁ ἔτι ἀκμαῖος γέρων μὲν ἀλλὰ ζωηρὸς ἔτι, Ἰλ. Ψ. 791, Μεγασθ. ἐν Ἀρρ. Ἰνδ. 9. 7 (Ἀποσπ. 23 Μūller), Ἀνθ. Π. 7. 3631, Γαλην. 6. 379· ― πρβλ. τὸ τοῦ Οὐεργιλ. cruda viridisque senectus. II. ὁ προώρως γηράσας, μόνον παρὰ Γραμματ., ἕνεκα ἡμαρτημένης ἑρμηνείας τοῦ Ἐπικοῦ ὠμόν γῆρας (ἴδε ὠμὸς ΙΙ. 3)· ― ἀλλ’ ὡς ἐπίθ. ἔχει τὴν σημασίαν ταύτην, οἷον βόστρυχος ὠμ. Ἀνθ. Π. 5. 264. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ὠμογέρων· οἱ μὲν τὸν ἀρξάμενον γηράσκειν, ἔτι δὲ ἰσχύοντα· οἱ δὲ τὸν μὴ λευκαινόμενον τὴν κεφαλὴν, ὄντα δὲ πρεσβύτην».

French (Bailly abrégé)

οντος (ὁ) :
1 vieillard encore vert;
2 vieux avant l’âge.
Étymologie: ὠμός, γέρων.

English (Autenrieth)

(ὠμός, cf. cruda senectus): fresh, vigorous old man, Il. 23.791†.

Greek Monolingual

-οντος, ὁ, ΜΑ
αυτός που έχει γεράσει πρόωρα
μσν.
ως επίθ. (για βοστρύχους) αυτός που έχει ασπρίσει πρόωρα
αρχ.
ακμαίος, ζωηρός γέροντας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + γέρων.