ἀκοντί: Difference between revisions
From LSJ
ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death
(2) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ἀκοντὶ <b>επίρρ.</b> (Α) [[ἄκων]] ΙΙ]<br />[[χωρίς]] τη [[θέληση]] κάποιου, ακούσια. | |mltxt=ἀκοντὶ <b>επίρρ.</b> (Α) [[ἄκων]] ΙΙ]<br />[[χωρίς]] τη [[θέληση]] κάποιου, ακούσια. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το<br />ξύλινο [[εξάρτημα]] της βάρκας, [[κοντάρι]] με αγκυλωτό [[άκρο]], που χρησιμοποιείται για την ομαλή [[προσέγγιση]] στην [[αποβάθρα]] ή για τους ελιγμούς σε ρηχά νερά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχ. [[ἀκόντιον]], νεοελλ. [[ακόντιο]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:19, 29 September 2017
English (LSJ)
Adv. of ἄκων,
A unwillingly, Plu.Fab.5, Suid.
German (Pape)
[Seite 77] (für ἀεκοντί), ungern, Plut. Fab. 5 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκοντί: [ῑ], ἐπίρρ. τοῦ ἄκων, ἀντὶ ἀεκοντί, Πλουτ. Φάβ. 5, κτλ., ἀλλ’ οὐχὶ παρὰ τοῖς δοκίμοις Ἀττ. (Λοβ. Φρύν. 5).
French (Bailly abrégé)
adv.
malgré soi.
Étymologie: ἄκων².
Spanish (DGE)
adv. de mala gana Plu.Fab.5, Sud.
Greek Monolingual
ἀκοντὶ επίρρ. (Α) ἄκων ΙΙ]
χωρίς τη θέληση κάποιου, ακούσια.
Greek Monolingual
το
ξύλινο εξάρτημα της βάρκας, κοντάρι με αγκυλωτό άκρο, που χρησιμοποιείται για την ομαλή προσέγγιση στην αποβάθρα ή για τους ελιγμούς σε ρηχά νερά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἀκόντιον, νεοελλ. ακόντιο].