άγρα: Difference between revisions
From LSJ
καὶ παρὰ δύναμιν τολμηταὶ καὶ παρὰ γνώμην κινδυνευταὶ καὶ ἐν τοῖς δεινοῖς εὐέλπιδες → they are bold beyond their strength, venturesome beyond their better judgment, and sanguine in the face of dangers
(1) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Α [[ἄγρα]])<br />[[καταδίωξη]] και [[σύλληψη]] ζώων, πτηνών κ.λπ., [[θήρα]], [[κυνήγι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[επιδίωξη]], επίμονη [[αναζήτηση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τρόπος]] κυνηγιού<br /><b>2.</b> [[ψάρεμα]]<br /><b>3.</b> [[θήραμα]], [[αλίευμα]], [[λάφυρο]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=η (Α [[ἄγρα]])<br />[[καταδίωξη]] και [[σύλληψη]] ζώων, πτηνών κ.λπ., [[θήρα]], [[κυνήγι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[επιδίωξη]], επίμονη [[αναζήτηση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τρόπος]] κυνηγιού<br /><b>2.</b> [[ψάρεμα]]<br /><b>3.</b> [[θήραμα]], [[αλίευμα]], [[λάφυρο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Συνδέεται με το ρ. <i>ἀγρῶ</i> <b>βλ. λ.</b>, το σανσκρ. <i>gh</i><i>ā</i><i>se</i> -<i>ajra</i>- (= [[παρακινώ]] σε [[φάγωμα]], [[σπάραγμα]]) και το αρχ. ιρλανδ. <i>ā</i><i>r</i> (= [[ήττα]], [[σφαγή]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀγραῖος]], [[ἀγρεύς]], [[ἀγρεύω]], [[ἀγρότερος]] (Ι), <i>άγρότης</i> (II) [[ἀγρώσσω]], [[ἀγρώστης]], <b>μσν.</b> <i>ἀγράριον</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[βοάγριον]], [[ζωγρέω]], [[θήραγρος]], [[πάναγρος]], [[ποδάγρα]] κ.ά.]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 21:50, 29 December 2020
Greek Monolingual
η (Α ἄγρα)
καταδίωξη και σύλληψη ζώων, πτηνών κ.λπ., θήρα, κυνήγι
νεοελλ.
επιδίωξη, επίμονη αναζήτηση
αρχ.
1. τρόπος κυνηγιού
2. ψάρεμα
3. θήραμα, αλίευμα, λάφυρο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Συνδέεται με το ρ. ἀγρῶ βλ. λ., το σανσκρ. ghāse -ajra- (= παρακινώ σε φάγωμα, σπάραγμα) και το αρχ. ιρλανδ. ār (= ήττα, σφαγή).
ΠΑΡ. αρχ. ἀγραῖος, ἀγρεύς, ἀγρεύω, ἀγρότερος (Ι), άγρότης (II) ἀγρώσσω, ἀγρώστης, μσν. ἀγράριον.
ΣΥΝΘ. βοάγριον, ζωγρέω, θήραγρος, πάναγρος, ποδάγρα κ.ά.].