εὐσπλαγχνία: Difference between revisions
μήτε δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement until you have heard a speech on both sides
(15) |
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=") |
||
(15 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=efsplagchnia | |Transliteration C=efsplagchnia | ||
|Beta Code=eu)splagxni/a | |Beta Code=eu)splagxni/a | ||
|Definition=ἡ, < | |Definition=ἡ, [[good heart]], [[clemency]], [[compassion]], [[firmness]], [[boldness]], [[courage]], E.''Rh.''192, ''PMasp.''97''D''69 (vi A.D.). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />[[courage]].<br />'''Étymologie:''' [[εὔσπλαγχνος]]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ἡ,<br><b class="num">1</b> <i>[[Herzhaftigkeit]], Mut</i>, Eur. <i>Rhes</i>. 192.<br><b class="num">2</b> <i>[[Mitleid]]</i>, erst Sp. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὐσπλαγχνία:''' ἡ [[мужество]], [[твердость]] Eur. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐσπλαγχνία''': ἡ, καλὴ καρδία, γενναιοψυχία, [[σταθερότης]], Εὐρ. Ρῆσ. 192. ΙΙ. [[εὐσπλαγχνία]] ὡς καὶ νῦν, [[συμπάθεια]], [[οἶκτος]], Ἰωάνν. Μαλαλ. σ. 482, 11, κλ. | |lstext='''εὐσπλαγχνία''': ἡ, καλὴ καρδία, γενναιοψυχία, [[σταθερότης]], Εὐρ. Ρῆσ. 192. ΙΙ. [[εὐσπλαγχνία]] ὡς καὶ νῦν, [[συμπάθεια]], [[οἶκτος]], Ἰωάνν. Μαλαλ. σ. 482, 11, κλ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και ευσπλαγχνιά και ευσπλαχνιά και [[σπλαχνιά]], η (ΑΜ [[εὐσπλαγχνία]]<br />Μ και εὐσπλαχνία) [[εύσπλαγχνος]]<br />[[ευγένεια]] και [[λεπτότητα]] συναισθημάτων για τις ταλαιπωρίες τών άλλων, [[διάθεση]] να συμπαρασταθεί [[κανείς]] και να βοηθήσει κάποιον που πάσχει, [[συμπόνια]], [[λύπηση]] (α. «η [[ευσπλαγχνία]] του θεού» β. «κι ως άνθρωποι την ευσπλαγχνιάν [[ουδόλως]] θυμηθήκαν» γ. «[[αλλά]] με λύπην κιόλας κι ευσπλαγχνίαν», Καβάφ.<br />δ. «[[δῶρον]] δέχεσθαι τῆς ἐμῆς εὐσπλαγχνίας», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[συμπάθεια]], [[εύνοια]] («σπλαχνία στους χριστιανούς»)<br /><b>2.</b> [[προσήνεια]]<br /><b>3.</b> [[αγάπη]], [[στοργή]]. | |mltxt=και ευσπλαγχνιά και ευσπλαχνιά και [[σπλαχνιά]], η (ΑΜ [[εὐσπλαγχνία]]<br />Μ και εὐσπλαχνία) [[εύσπλαγχνος]]<br />[[ευγένεια]] και [[λεπτότητα]] συναισθημάτων για τις ταλαιπωρίες τών άλλων, [[διάθεση]] να συμπαρασταθεί [[κανείς]] και να βοηθήσει κάποιον που πάσχει, [[συμπόνια]], [[λύπηση]] (α. «η [[ευσπλαγχνία]] του θεού» β. «κι ως άνθρωποι την ευσπλαγχνιάν [[ουδόλως]] θυμηθήκαν» γ. «[[αλλά]] με λύπην κιόλας κι ευσπλαγχνίαν», Καβάφ.<br />δ. «[[δῶρον]] δέχεσθαι τῆς ἐμῆς εὐσπλαγχνίας», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[συμπάθεια]], [[εύνοια]] («σπλαχνία στους χριστιανούς»)<br /><b>2.</b> [[προσήνεια]]<br /><b>3.</b> [[αγάπη]], [[στοργή]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''εὐσπλαγχνία:''' ἡ, [[καλή]] [[καρδιά]], [[γενναιοψυχία]], [[σταθερότητα]], σε Ευρ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[good]] [[heart]], [[firmness]], Eur. from [[εὔσπλαγχνος]] | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:55, 3 March 2024
English (LSJ)
ἡ, good heart, clemency, compassion, firmness, boldness, courage, E.Rh.192, PMasp.97D69 (vi A.D.).
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
courage.
Étymologie: εὔσπλαγχνος.
German (Pape)
ἡ,
1 Herzhaftigkeit, Mut, Eur. Rhes. 192.
2 Mitleid, erst Sp.
Russian (Dvoretsky)
εὐσπλαγχνία: ἡ мужество, твердость Eur.
Greek (Liddell-Scott)
εὐσπλαγχνία: ἡ, καλὴ καρδία, γενναιοψυχία, σταθερότης, Εὐρ. Ρῆσ. 192. ΙΙ. εὐσπλαγχνία ὡς καὶ νῦν, συμπάθεια, οἶκτος, Ἰωάνν. Μαλαλ. σ. 482, 11, κλ.
Greek Monolingual
και ευσπλαγχνιά και ευσπλαχνιά και σπλαχνιά, η (ΑΜ εὐσπλαγχνία
Μ και εὐσπλαχνία) εύσπλαγχνος
ευγένεια και λεπτότητα συναισθημάτων για τις ταλαιπωρίες τών άλλων, διάθεση να συμπαρασταθεί κανείς και να βοηθήσει κάποιον που πάσχει, συμπόνια, λύπηση (α. «η ευσπλαγχνία του θεού» β. «κι ως άνθρωποι την ευσπλαγχνιάν ουδόλως θυμηθήκαν» γ. «αλλά με λύπην κιόλας κι ευσπλαγχνίαν», Καβάφ.
δ. «δῶρον δέχεσθαι τῆς ἐμῆς εὐσπλαγχνίας», Ευρ.)
νεοελλ.
1. συμπάθεια, εύνοια («σπλαχνία στους χριστιανούς»)
2. προσήνεια
3. αγάπη, στοργή.
Greek Monotonic
εὐσπλαγχνία: ἡ, καλή καρδιά, γενναιοψυχία, σταθερότητα, σε Ευρ.
Middle Liddell
good heart, firmness, Eur. from εὔσπλαγχνος