εξεγείρω: Difference between revisions
From LSJ
τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses
(12) |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM [[ἐξεγείρω]]) [[εγείρω]]<br /><b>1.</b> [[σηκώνω]] κάποιον, τον [[κάνω]] να σηκωθεί από τη [[θέση]] του ή από τον ύπνο<br /><b>2.</b> [[διεγείρω]], [[προκαλώ]] («[[μέλλων]] δὲ μέγαν ἐξεγείρειν πόλεμον»)<br /><b>3.</b> [[εξοργίζω]], [[προκαλώ]] [[αγανάκτηση]] («τα νέα [[μέτρα]] εξήγειραν τους πολίτες»)<br /><b>4.</b> [[ξεσηκώνω]] κάποιον [[εναντίον]] άλλου<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[ανασταίνω]] («οὐδεὶς θανόντας ἐξεγείρει | |mltxt=(AM [[ἐξεγείρω]]) [[εγείρω]]<br /><b>1.</b> [[σηκώνω]] κάποιον, τον [[κάνω]] να σηκωθεί από τη [[θέση]] του ή από τον ύπνο<br /><b>2.</b> [[διεγείρω]], [[προκαλώ]] («[[μέλλων]] δὲ μέγαν ἐξεγείρειν πόλεμον»)<br /><b>3.</b> [[εξοργίζω]], [[προκαλώ]] [[αγανάκτηση]] («τα νέα [[μέτρα]] εξήγειραν τους πολίτες»)<br /><b>4.</b> [[ξεσηκώνω]] κάποιον [[εναντίον]] άλλου<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[ανασταίνω]] («οὐδεὶς θανόντας ἐξεγείρει τοῦ τάφου»)<br /><b>μσν.</b><br />[[παρακαλώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μέσ.</b> <i>ἐξεγείρομαι</i><br />σηκώνομαι όρθιος<br /><b>2.</b> (για [[φωτιά]]) [[αναζωπυρώνω]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:23, 15 February 2019
Greek Monolingual
(AM ἐξεγείρω) εγείρω
1. σηκώνω κάποιον, τον κάνω να σηκωθεί από τη θέση του ή από τον ύπνο
2. διεγείρω, προκαλώ («μέλλων δὲ μέγαν ἐξεγείρειν πόλεμον»)
3. εξοργίζω, προκαλώ αγανάκτηση («τα νέα μέτρα εξήγειραν τους πολίτες»)
4. ξεσηκώνω κάποιον εναντίον άλλου
αρχ.-μσν.
ανασταίνω («οὐδεὶς θανόντας ἐξεγείρει τοῦ τάφου»)
μσν.
παρακαλώ
αρχ.
1. μέσ. ἐξεγείρομαι
σηκώνομαι όρθιος
2. (για φωτιά) αναζωπυρώνω.