κασίδα: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ’ οὔτε πολλὰ τραύματ’ ἐν στέρνοις λαβὼν θνῄσκει τις, εἰ μὴ τέρμα συντρέχοι βίου, οὔτ’ ἐν στέγῃ τις ἥμενος παρ’ ἑστίᾳ φεύγει τι μᾶλλον τὸν πεπρωμένον μόρον → But a man will not die, even though he has been wounded repeatedly in the chest, should the appointed end of his life not have caught up with him; nor can one who sits beside his hearth at home escape his destined death any the more

Source
(19)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[κασσίδα]] και [[κατσίδα]], ἡ (Μ κασ[σ]ίδα)<br />[[κοινή]] [[ονομασία]] της νόσου αχώρ ή [[άχωρ]], μολυσματική [[αρρώστια]] του τριχωτού του δέρματος του κεφαλιού<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «το γαρούφαλο στ' [[αφτί]] κι η [[κασίδα]] στην [[κορφή]]» — για φτωχούς που ζητούν [[μεγαλεία]]<br />β) «τον τρώει η [[κασίδα]] του» — επιζητεί να πάθει κάποιο [[κακό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> μεγεθ. του μσν. <i>κασσίδ</i>-<i>ιον</i> (υποκορ. του <i>κασσίς</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>καλάθ</i>-<i>α</i>: <i>καλάθ</i>-<i>ιον</i>)].
|mltxt=και [[κασσίδα]] και [[κατσίδα]], ἡ (Μ κασ[σ]ίδα)<br />[[κοινή]] [[ονομασία]] της νόσου αχώρ ή [[άχωρ]], μολυσματική [[αρρώστια]] του τριχωτού του δέρματος του κεφαλιού<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «το γαρούφαλο στ' [[αφτί]] κι η [[κασίδα]] στην [[κορφή]]» — για φτωχούς που ζητούν [[μεγαλεία]]<br />β) «τον τρώει η [[κασίδα]] του» — επιζητεί να πάθει κάποιο [[κακό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> μεγεθ. του μσν. <i>κασσίδ</i>-<i>ιον</i> (υποκορ. του <i>κασσίς</i>), [[πρβλ]]. <i>καλάθ</i>-<i>α</i>: <i>καλάθ</i>-<i>ιον</i>)].
}}
}}

Latest revision as of 13:10, 23 August 2021

Greek Monolingual

και κασσίδα και κατσίδα, ἡ (Μ κασ[σ]ίδα)
κοινή ονομασία της νόσου αχώρ ή άχωρ, μολυσματική αρρώστια του τριχωτού του δέρματος του κεφαλιού
νεοελλ.
φρ. α) «το γαρούφαλο στ' αφτί κι η κασίδα στην κορφή» — για φτωχούς που ζητούν μεγαλεία
β) «τον τρώει η κασίδα του» — επιζητεί να πάθει κάποιο κακό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγεθ. του μσν. κασσίδ-ιον (υποκορ. του κασσίς), πρβλ. καλάθ-α: καλάθ-ιον)].