ἀνάσιλλος: Difference between revisions

From LSJ

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong

Source
(4)
m (LSJ1 replacement)
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=anasillos
|Transliteration C=anasillos
|Beta Code=a)na/sillos
|Beta Code=a)na/sillos
|Definition=(cf. Hdn. Gr.<span class="bibl">2.446</span>) or ἀνά-σῑλος, ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">with hair brushed up</b> on the forehead as the Parthians wore it, τῷ ἀνασίλλῳ κομᾶν <span class="bibl">Plu. <span class="title">Crass.</span> 24</span>; restored by Sylburg in <span class="bibl">Arist.<span class="title">Phgn.</span>809b24</span>, <span class="bibl">812b35</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">PGrenf.</span>1.10.11</span> (iii B. C.).</span>
|Definition=(cf. Hdn. Gr.2.446) or ἀνά-σῑλος, ον, [[with hair brushed up]] on the forehead as the Parthians wore it, τῷ ἀνασίλλῳ κομᾶν Plu. ''Crass.'' 24; restored by Sylburg in Arist.''Phgn.''809b24, 812b35, cf. ''PGrenf.''1.10.11 (iii B. C.).
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />del pelo [[cortado a cepillo]] τῷ ἀνασίλλῳ κομώντων Plu.<i>Crass</i>.24, Hdn.Gr.2.446, cf. <i>PGrenf</i>.1.10.11 (II a.C.), muy dud. en <i>PPetr</i>.1.12.3, 16.1.4 en <i>BL</i> 1.344 (III a.C.), [[ἀνάσιλλος]] στέφανος Hsch.s.u. [[ἀνασεσιλλῶσθαι]].
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0207.png Seite 207]] od. ἀνάσιλος, ὁ, aufwärtsstehendes, struppiges Haupthaar; so scheint Arist. physiogn. 5, οἷον ἂν ἄσιλον (Bekk.), zu lesen, von dem Haarbüschel über der Stirn des Löwen, aber ibd. 6 hat Bekk. gewiß richtig οἱ τοῦ μετώπου τὸ πρὸς τῇ κεφαλῇ ἀναστεῖλον (A. ἀνάσιλλον) ἔχοντες, ἐλευθέριοι, S. das Vor. Bei Poll. 4, 137 heißt so eine Sklavenlarve aus der Komödie, von dem struppigen Haare so benannt, aber Bekk. hat die v. l. [[ἀνάσιμος]] aufgenommen.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0207.png Seite 207]] od. ἀνάσιλος, ὁ, aufwärtsstehendes, struppiges Haupthaar; so scheint Arist. physiogn. 5, οἷον ἂν ἄσιλον (Bekk.), zu lesen, von dem Haarbüschel über der Stirn des Löwen, aber ibd. 6 hat Bekk. gewiß richtig οἱ τοῦ μετώπου τὸ πρὸς τῇ κεφαλῇ ἀναστεῖλον (A. ἀνάσιλλον) ἔχοντες, ἐλευθέριοι, S. das Vor. Bei Poll. 4, 137 heißt so eine Sklavenlarve aus der Komödie, von dem struppigen Haare so benannt, aber Bekk. hat die [[varia lectio|v.l.]] [[ἀνάσιμος]] aufgenommen.
}}
{{bailly
|btext=<i>ou</i> [[ἀνάσιλος]];<br />ου (ὁ) :<br />[[touffe de cheveux sur le devant de la tête]], [[toupet]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[σιλλός]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνάσιλλος''': ἢ -σῑλος, ὁ, [[μέρος]] τῶν τριχῶν τῆς κεφαλῆς ὠρθωμένων κατὰ τὸ [[μέτωπον]], κατὰ τὴν συνήθειαν τῶν Πάρθων, τῷ ἀνασίλλῳ κομᾶν Πλουτ. Κράσσ. 24: οὕτω δὲ ἐγράφη ἐκ διορθώσεως τοῦ Σολβουργίου ἐν δυσὶ χωρίοις τοῦ Ἀριστ. Φυσιογν., δηλ. ἐν 5. 8, ἀντὶ [[οἷον]] ἂν ἄσιλον, καὶ ἐν 6. 43 ἀντὶ ἀναστεῖλον. Ἴδε σημ. Κοραῆ ἐν τῇ προηγ. λέξει.
|lstext='''ἀνάσιλλος''': ἢ -σῑλος, ὁ, [[μέρος]] τῶν τριχῶν τῆς κεφαλῆς ὠρθωμένων κατὰ τὸ [[μέτωπον]], κατὰ τὴν συνήθειαν τῶν Πάρθων, τῷ ἀνασίλλῳ κομᾶν Πλουτ. Κράσσ. 24: οὕτω δὲ ἐγράφη ἐκ διορθώσεως τοῦ Σολβουργίου ἐν δυσὶ χωρίοις τοῦ Ἀριστ. Φυσιογν., δηλ. ἐν 5. 8, ἀντὶ [[οἷον]] ἂν ἄσιλον, καὶ ἐν 6. 43 ἀντὶ ἀναστεῖλον. Ἴδε σημ. Κοραῆ ἐν τῇ προηγ. λέξει.
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=<i>ou</i> [[ἀνάσιλος]];<br />ου (ὁ) :<br />touffe de cheveux sur le devant de la tête, toupet.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[σιλλός]].
|mltxt=[[ἀνάσιλλος]], ο (Α)<br />[[κόμμωση]], [[κατά]] την οποία τα μαλλιά της κεφαλής στρέφονται [[προς]] την [[κορυφή]] ανορθωμένα σε ιδιότυπη [[κοτσίδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ανα</i>- <span style="color: red;">+</span> [[σίλλος]] «σατυρικό [[ποίημα]] και γενικότερα [[προσβολή]], [[χλευασμός]], [[ειρωνεία]]»].
}}
}}
{{DGE
{{lsm
|dgtxt=-ον<br />del pelo [[cortado a cepillo]] τῷ ἀνασίλλῳ κομώντων Plu.<i>Crass</i>.24, Hdn.Gr.2.446, cf. <i>PGrenf</i>.1.10.11 (II a.C.), muy dud. en <i>PPetr</i>.1.12.3, 16.1.4 en <i>BL</i> 1.344 (III a.C.), [[ἀνάσιλλος]] στέφανος Hsch.s.u. [[ἀνασεσιλλῶσθαι]].
|lsmtext='''ἀνάσιλλος:''' ή -σῖλος, , αυτός που έχει στριμμένα, στριφτά μαλλιά, σε Πλούτ.
}}
}}
{{grml
{{mdlsj
|mltxt=[[ἀνάσιλλος]], ο (Α)<br />[[κόμμωση]], [[κατά]] την οποία τα μαλλιά της κεφαλής στρέφονται [[προς]] την [[κορυφή]] ανορθωμένα σε ιδιότυπη [[κοτσίδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ανα</i>- <span style="color: red;">+</span> [[σίλλος]] «σατυρικό [[ποίημα]] και γενικότερα [[προσβολή]], [[χλευασμός]], [[ειρωνεία]]»].
|mdlsjtxt=[[bristling]] [[hair]], Plut.
}}
}}

Latest revision as of 10:49, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνάσιλλος Medium diacritics: ἀνάσιλλος Low diacritics: ανάσιλλος Capitals: ΑΝΑΣΙΛΛΟΣ
Transliteration A: anásillos Transliteration B: anasillos Transliteration C: anasillos Beta Code: a)na/sillos

English (LSJ)

(cf. Hdn. Gr.2.446) or ἀνά-σῑλος, ον, with hair brushed up on the forehead as the Parthians wore it, τῷ ἀνασίλλῳ κομᾶν Plu. Crass. 24; restored by Sylburg in Arist.Phgn.809b24, 812b35, cf. PGrenf.1.10.11 (iii B. C.).

Spanish (DGE)

-ον
del pelo cortado a cepillo τῷ ἀνασίλλῳ κομώντων Plu.Crass.24, Hdn.Gr.2.446, cf. PGrenf.1.10.11 (II a.C.), muy dud. en PPetr.1.12.3, 16.1.4 en BL 1.344 (III a.C.), ἀνάσιλλος στέφανος Hsch.s.u. ἀνασεσιλλῶσθαι.

German (Pape)

[Seite 207] od. ἀνάσιλος, ὁ, aufwärtsstehendes, struppiges Haupthaar; so scheint Arist. physiogn. 5, οἷον ἂν ἄσιλον (Bekk.), zu lesen, von dem Haarbüschel über der Stirn des Löwen, aber ibd. 6 hat Bekk. gewiß richtig οἱ τοῦ μετώπου τὸ πρὸς τῇ κεφαλῇ ἀναστεῖλον (A. ἀνάσιλλον) ἔχοντες, ἐλευθέριοι, S. das Vor. Bei Poll. 4, 137 heißt so eine Sklavenlarve aus der Komödie, von dem struppigen Haare so benannt, aber Bekk. hat die v.l. ἀνάσιμος aufgenommen.

French (Bailly abrégé)

ou ἀνάσιλος;
ου (ὁ) :
touffe de cheveux sur le devant de la tête, toupet.
Étymologie: ἀνά, σιλλός.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάσιλλος: ἢ -σῑλος, ὁ, μέρος τῶν τριχῶν τῆς κεφαλῆς ὠρθωμένων κατὰ τὸ μέτωπον, κατὰ τὴν συνήθειαν τῶν Πάρθων, τῷ ἀνασίλλῳ κομᾶν Πλουτ. Κράσσ. 24: οὕτω δὲ ἐγράφη ἐκ διορθώσεως τοῦ Σολβουργίου ἐν δυσὶ χωρίοις τοῦ Ἀριστ. Φυσιογν., δηλ. ἐν 5. 8, ἀντὶ οἷον ἂν ἄσιλον, καὶ ἐν 6. 43 ἀντὶ ἀναστεῖλον. Ἴδε σημ. Κοραῆ ἐν τῇ προηγ. λέξει.

Greek Monolingual

ἀνάσιλλος, ο (Α)
κόμμωση, κατά την οποία τα μαλλιά της κεφαλής στρέφονται προς την κορυφή ανορθωμένα σε ιδιότυπη κοτσίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα- + σίλλος «σατυρικό ποίημα και γενικότερα προσβολή, χλευασμός, ειρωνεία»].

Greek Monotonic

ἀνάσιλλος: ή -σῖλος, ὁ, αυτός που έχει στριμμένα, στριφτά μαλλιά, σε Πλούτ.

Middle Liddell

bristling hair, Plut.