απλός: Difference between revisions
κακὸς μὲν γὰρ ἑκὼν οὐδείς → no one is voluntarily wicked, no one is voluntarily bad
(5) |
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (AM | |mltxt=-ή, -ό (AM ἁπλοῦς, -ῆ, -οῦν, Α κ. ἀπλόος -η, -ον)·)<br /><b>1.</b> [[μονός]]<br /><b>2.</b> [[ανεπιτήδευτος]], [[απέριττος]]<br /><b>3.</b> (για πρόσωπα) [[ειλικρινής]], [[άδολος]], [[ευθύς]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εύκολος]], ευκολονόητος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[απόλυτος]], [[πλήρης]], [[απεριόριστος]]<br /><b>2.</b> [[καθαρός]], [[αμιγής]]<br /><b>3.</b> [[ανεύθυνος]], [[αναρμόδιος]]<br /><b>4.</b> [[γενικός]], [[αόριστος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για σύνθετο που προέρχεται από <i>sm</i> -<i>pl</i> -<i>o</i> -<i>s</i> (το αρχικό <i>α</i>- <span style="color: red;"><</span> <i>sm</i> -, πρβλ. <i>ἅμα</i>, <i>εἷς</i>) και συνδέεται με το λατ. <i>simplus</i>, <i>simplex</i>. Το β' συνθ. της λ., του οποίου έμμεση [[μαρτυρία]] αποτελεί το ομηρ. [[απλοΐς]], απαντά ήδη στα ομηρ. [[διπλόος]], <i>διπλήν</i> κ.λπ. Είναι δύσκολο να εκληφθούν ως αρχικοί οι τ. [[απλός]], [[διπλός]], οι οποίοι μαρτυρούνται αργότερα, συνδεόμενοι με τα λατ. <i>simplus</i>, <i>duplus</i> (γοτθ. <i>tweifls</i> «[[αμφιβολία]]»), στους οποίους εμπεριέχεται [[ρίζα]] <i>pl</i>- που απαντά [[επίσης]] στα λατ. <i>simplex</i>, <i>plecto</i>, ελλ. [[πλέκω]] κ.λπ. Ο Kretschmer θεωρεί το -<i>πλοος</i> [[προϊόν]] παρετυμολογίας από το [[πλόος]] <span style="color: red;"><</span> [[πλέω]], [[οπότε]] το -[[πλος]] θα εκληφθεί [[είτε]] ως [[ριζικό]] όνομα [[είτε]] ως παράγωγο ρήματος. Η αρχαία [[προέλευση]] της λ. θα μπορούσε να στηριχθεί στην Κρητική τοπική <i>διπλει</i>, <i>διπλη</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[απλοϊκός]], [[απλότητα]], [[απλούς]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[απλοΐς]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[απλουστεύω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[απλοσχήμων]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[απλογραφία]], [[απλοελληνικός]], [[απλολογία]], [[απλοποιώ]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 19:55, 13 June 2022
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἁπλοῦς, -ῆ, -οῦν, Α κ. ἀπλόος -η, -ον)·)
1. μονός
2. ανεπιτήδευτος, απέριττος
3. (για πρόσωπα) ειλικρινής, άδολος, ευθύς
νεοελλ.
εύκολος, ευκολονόητος
αρχ.
1. απόλυτος, πλήρης, απεριόριστος
2. καθαρός, αμιγής
3. ανεύθυνος, αναρμόδιος
4. γενικός, αόριστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για σύνθετο που προέρχεται από sm -pl -o -s (το αρχικό α- < sm -, πρβλ. ἅμα, εἷς) και συνδέεται με το λατ. simplus, simplex. Το β' συνθ. της λ., του οποίου έμμεση μαρτυρία αποτελεί το ομηρ. απλοΐς, απαντά ήδη στα ομηρ. διπλόος, διπλήν κ.λπ. Είναι δύσκολο να εκληφθούν ως αρχικοί οι τ. απλός, διπλός, οι οποίοι μαρτυρούνται αργότερα, συνδεόμενοι με τα λατ. simplus, duplus (γοτθ. tweifls «αμφιβολία»), στους οποίους εμπεριέχεται ρίζα pl- που απαντά επίσης στα λατ. simplex, plecto, ελλ. πλέκω κ.λπ. Ο Kretschmer θεωρεί το -πλοος προϊόν παρετυμολογίας από το πλόος < πλέω, οπότε το -πλος θα εκληφθεί είτε ως ριζικό όνομα είτε ως παράγωγο ρήματος. Η αρχαία προέλευση της λ. θα μπορούσε να στηριχθεί στην Κρητική τοπική διπλει, διπλη.
ΠΑΡ. απλοϊκός, απλότητα, απλούς
αρχ.
απλοΐς
νεοελλ.
απλουστεύω.
ΣΥΝΘ. αρχ. απλοσχήμων
νεοελλ.
απλογραφία, απλοελληνικός, απλολογία, απλοποιώ].