δικαιώνω: Difference between revisions
From LSJ
ἐγώ εἰμι τὸ ἄλφα καὶ τὸ ὦ, ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος, ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος → I am the Alpha and the Omega, the first and the last, the beginning and the end
(9) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[δικιώνω]] (AM δικαιῶ, | |mltxt=και [[δικιώνω]] (AM [[δικαιῶ]], [[δικαιόω]] Μ και [[δικαιώνω]]) [[δίκαιος]]<br /><b>1.</b> [[αναγνωρίζω]], [[θεωρώ]] [[κάτι]] ή κάποιον ως [[δίκαιο]]<br /><b>2.</b> [[δικαιολογώ]], [[υπερασπίζω]]<br /><b>3.</b> [[απονέμω]] [[δικαιοσύνη]], [[δικάζω]]<br /><b>4.</b> [[απαλλάσσω]] από [[κατηγορία]]<br /><b>5.</b> <b>παθ.</b> <b>εκκλ.</b> απολυτρώνομαι, απαλλάσσομαι από τις αμαρτίες<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>παθ.</b><br /><b>1.</b> <i>δικαιώνομαι</i><br />εκ τών υστέρων αποδεικνύεται ότι ήταν σωστές οι προβλέψεις μου<br /><b>2.</b> <i>δικαιούμαι</i><br />έχω νόμιμο [[δικαίωμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[νομίζω]] κατάλληλο, έχω [[αξίωση]], [[απαιτώ]] [[κάτι]] ως [[δίκαιο]]<br /><b>2.</b> [[συναινώ]], [[επιτρέπω]]<br /><b>3.</b> [[καταδικάζω]]<br /><b>4.</b> [[κολάζω]], [[τιμωρώ]]<br /><b>5.</b> [[εκφέρω]] [[κρίση]]<br /><b>6.</b> <b>μέσ.</b> [[απονέμω]] [[δικαιοσύνη]]<br /><b>7.</b> <b>παθ.</b> [[βρίσκω]] το δίκιο μου. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:22, 22 March 2023
Greek Monolingual
και δικιώνω (AM δικαιῶ, δικαιόω Μ και δικαιώνω) δίκαιος
1. αναγνωρίζω, θεωρώ κάτι ή κάποιον ως δίκαιο
2. δικαιολογώ, υπερασπίζω
3. απονέμω δικαιοσύνη, δικάζω
4. απαλλάσσω από κατηγορία
5. παθ. εκκλ. απολυτρώνομαι, απαλλάσσομαι από τις αμαρτίες
νεοελλ.
παθ.
1. δικαιώνομαι
εκ τών υστέρων αποδεικνύεται ότι ήταν σωστές οι προβλέψεις μου
2. δικαιούμαι
έχω νόμιμο δικαίωμα
αρχ.
1. νομίζω κατάλληλο, έχω αξίωση, απαιτώ κάτι ως δίκαιο
2. συναινώ, επιτρέπω
3. καταδικάζω
4. κολάζω, τιμωρώ
5. εκφέρω κρίση
6. μέσ. απονέμω δικαιοσύνη
7. παθ. βρίσκω το δίκιο μου.