εἴποτε: Difference between revisions

From LSJ

τὴν οἴησιν ἔλεγε προκοπῆς ἐγκοπήν → he used to say, Opinion forming is the stoppage of progress

Source
(10)
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
 
(19 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eipote
|Transliteration C=eipote
|Beta Code=ei)/pote
|Beta Code=ei)/pote
|Definition=or εἴ ποτε, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">if ever</b>, <span class="bibl">Il.1.39</span>; strengthd. <b class="b3">εἴ ποτε δή</b> ib.<span class="bibl">503</span>: used in asking a favour of any one, to call something to his mind, for <b class="b3">εἴποτ' ἔην γε</b>, i.e. <b class="b2">as surely as</b> he was. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> indirect, <b class="b2">if</b> or <b class="b2">whether ever</b>, <span class="bibl">Il.2.97</span>, etc.</span>
|Definition=or [[εἴ ποτε]],<br><span class="bld">A</span> [[if ever]], Il.1.39; strengthened <b class="b3">εἴ ποτε δή</b> ib.503: used in asking a favour of any one, to call something to his mind, for <b class="b3">εἴποτ' ἔην γε</b>, i.e. [[as surely as]] he was.<br><span class="bld">II</span> indirect, [[if]] or [[whether ever]], Il.2.97, etc.
}}
}}
{{ls
{{DGE
|lstext='''εἴποτε''': ἢ εἴ ποτε, ἐάν ποτε, ἐὰν καμμίαν φοράν, Λατ. siquando, εἴ ποτέ τοι χαρίεντ’ ἐπὶ νηὸν ἔρεψα Ἰλ. Α. 39· [[μετὰ]] τοῦ δὴ [[χάριν]] πλείονος ἐμφάσεως, Ζεῦ πάτερ, [[εἴποτε]] δή σε μετ’ ἀθανάτοισιν ὄνησα [[αὐτόθι]] 503· [[εἶναι]] δὲ ἐν χρήσει [[ὅταν]] τις ζητῇ [[χάριν]] [[παρά]] τινος καὶ ὑπομιμνήσκῃ αὐτὸν [[περί]] τινος· ἡ δὲ Ὁμηρικὴ [[φράσις]] εἴ ποτ’ ἔην γε ἐκφράζει ἀλγεινὴν ἀνάμνησιν ἀγαθοῦ ὑπάρξαντός ποτε, ἀλλὰ μὴ ὑπάρχοντος πλέον, δαὴρ αὐτ’ ἐμὸς ἕσκε κυνώπιδος, εἴποτ’ ἔην γε, «καὶ [[ἀνδράδελφος]] δὴ ἐμὸς ὑπῆρχε τῆς κυνοπροσώπου, [[εἴπερ]] ποτὲ ἦν» (Θ. Γαζῆς), ἢ ἐὰν ἔπρεπε νὰ τὸν ὀνομάσω ποτὲ τοιοῦτον, Ἰλ. Γ.180. Αλλ’ οἱ παλαιοὶ διέφερον ὡς πρὸς τὴν σημασίαν τῆς φράσεως ταύτης. Πρβλ. Wolf ἐν τόπῳ, Ἕρμαννον Vig. Append XI, καὶ εἶδε Ἰλ. Λ. 762, Ω. 426, Ὀδ. Ο. 268, Κ. 315, Ω. 289. Περὶ τῆς ἐλλεπτικῆς χρήσεως τοῦ [[εἴποτε]] ἴδε ἐν λ. εἰ. Α. VI. 4. ε. ΙΙ. ἐν πλαγίῳ λόγῳ, κήρυκες βοόωντες ἐρήτυον, εἴποτ’ ἀϋτῆς σχοίατ’, «[[ὅπως]] ἂν τῆς βοῆς ἐπισχοῖεν ἑαυτοὺς» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Β. 97, κτλ.
|dgtxt=conj.<br /><b class="num">1</b> cond. [[si alguna vez]], [[si acaso]] esp. c. opt., equiv. a una temp. [[cuando]], [[cada vez que]] ὕδωρ δ' ἔπινεν ... πλὴν εἴ. διψήσας περιφλεγῶς ὄξος αἰτήσειεν bebía agua, salvo si alguna vez, por tener muchísima sed, pedía vinagre</i> Plu.<i>Cat.Ma</i>.1, εἴ. εὕροι Ἐρασίστρατος Gal.11.247, εἴ. Κελτοὶ βουλεύοιντο Polyaen.7.50.23, διετέλει, εἴ. πρὸς αὐτὴν παρεγένετο, τὰς μελαίνας αὐτοῦ τρίχας περιαιρουμένη Aesop.31, καὶ πολλάκις ἀνεβόα εἴ. λαθεῖν ἠδύνατο y, muchas veces gritaba, cuando podía pasar inadvertida</i> X.Eph.4.5.3, cf. Zen.5.9, Arr.<i>An</i>.1.3.6, Ael.<i>VH</i> 9.3.<br /><b class="num">2</b> interr. indir. [[si alguna vez]], [[si acaso]] ἠρώτων, εἴποτ' αὐτὸς ἐποίησεν αὐτήν Gal.2.645.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=v. [[εἰ]].
|btext=v. [[εἰ]].
}}
}}
{{DGE
{{pape
|dgtxt=conj.<br /><b class="num">1</b> cond. [[si alguna vez]], [[si acaso]] esp. c. opt., equiv. a una temp. [[cuando]], [[cada vez que]] ὕδωρ δ' ἔπινεν ... πλὴν εἴ. διψήσας περιφλεγῶς ὄξος αἰτήσειεν bebía agua, salvo si alguna vez, por tener muchísima sed, pedía vinagre</i> Plu.<i>Cat.Ma</i>.1, εἴ. εὕροι Ἐρασίστρατος Gal.11.247, εἴ. Κελτοὶ βουλεύοιντο Polyaen.7.50.23, διετέλει, εἴ. πρὸς αὐτὴν παρεγένετο, τὰς μελαίνας [[αὐτοῦ]] τρίχας περιαιρουμένη Aesop.31, καὶ πολλάκις ἀνεβόα εἴ. λαθεῖν ἠδύνατο y, muchas veces gritaba, cuando podía pasar inadvertida</i> X.Eph.4.5.3, cf. Zen.5.9, Arr.<i>An</i>.1.3.6, Ael.<i>VH</i> 9.3.<br /><b class="num">2</b> interr. indir. [[si alguna vez]], [[si acaso]] ἠρώτων, εἴποτ' αὐτὸς ἐποίησεν αὐτήν Gal.2.645.
|ptext=<b class="num">1</b> <i>wenn [[irgend]] [[einmal]], wenn je</i>, Hom. <i>Il</i>. 1.39 und A.; [[εἴποτε]] δή, <i>Il</i>. 1.503.<br><b class="num">2</b> <i>ob [[einmal]], Il</i>. 2.97 und [[sonst]]. – Die hom. Vrbdg εἴποτ' [[ἔην]] γε ist [[entweder]] (die [[natürlichste]] [[Erklärung]]) eine wehmütige [[Erinnerung]] an das, was [[vordem]] war, δαὴρ αὖτ' ἐμὸς [[ἔσκε]], εἴποτ' [[ἔην]] γε, <i>Il</i>. 3.180, er war mein [[Schwager]], <i>wenn er es [[einst]] war</i>, ach, er ist es [[leider]] nicht mehr, od. ein [[Wunsch]], <i>wenn er es doch noch wäre !</i> Nach [[Hermann]] = <i>wenn er je [[gewesen]] ist, was er [[jetzt]] nicht mehr ist</i>; vgl. <i>Il</i>. 11.761, 24.426, <i>Od</i>. 15.268, 19.315, 24.289.
}}
{{elru
|elrutext='''εἴποτε:''' чаще εἴ ποτε<br /><b class="num">1</b> [[если]] (бы) когда-л.;<br /><b class="num">2</b> в косв. вопросах ли, не … ли когда-л ….
}}
{{ls
|lstext='''εἴποτε''': ἢ εἴ ποτε, ἐάν ποτε, ἐὰν καμμίαν φοράν, Λατ. siquando, εἴ ποτέ τοι χαρίεντ’ ἐπὶ νηὸν ἔρεψα Ἰλ. Α. 39· μετὰ τοῦ δὴ [[χάριν]] πλείονος ἐμφάσεως, Ζεῦ πάτερ, [[εἴποτε]] δή σε μετ’ ἀθανάτοισιν ὄνησα [[αὐτόθι]] 503· [[εἶναι]] δὲ ἐν χρήσει [[ὅταν]] τις ζητῇ [[χάριν]] [[παρά]] τινος καὶ ὑπομιμνήσκῃ αὐτὸν [[περί]] τινος· ἡ δὲ Ὁμηρικὴ [[φράσις]] εἴ ποτ’ ἔην γε ἐκφράζει ἀλγεινὴν ἀνάμνησιν ἀγαθοῦ ὑπάρξαντός ποτε, ἀλλὰ μὴ ὑπάρχοντος πλέον, δαὴρ αὐτ’ ἐμὸς ἕσκε κυνώπιδος, εἴποτ’ ἔην γε, «καὶ [[ἀνδράδελφος]] δὴ ἐμὸς ὑπῆρχε τῆς κυνοπροσώπου, [[εἴπερ]] ποτὲ ἦν» (Θ. Γαζῆς), ἢ ἐὰν ἔπρεπε νὰ τὸν ὀνομάσω ποτὲ τοιοῦτον, Ἰλ. Γ.180. Αλλ’ οἱ παλαιοὶ διέφερον ὡς πρὸς τὴν σημασίαν τῆς φράσεως ταύτης. Πρβλ. Wolf ἐν τόπῳ, Ἕρμαννον Vig. Append XI, καὶ εἶδε Ἰλ. Λ. 762, Ω. 426, Ὀδ. Ο. 268, Κ. 315, Ω. 289. Περὶ τῆς ἐλλεπτικῆς χρήσεως τοῦ [[εἴποτε]] ἴδε ἐν λ. εἰ. Α. VI. 4. ε. ΙΙ. ἐν πλαγίῳ λόγῳ, κήρυκες βοόωντες ἐρήτυον, εἴποτ’ ἀϋτῆς σχοίατ’, «[[ὅπως]] ἂν τῆς βοῆς ἐπισχοῖεν ἑαυτοὺς» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Β. 97, κτλ.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εἴποτε]] και εἴ ποτε (Α)<br /><b>1.</b> εάν [[ποτέ]], εάν [[καμιά]] [[φορά]]<br /><b>2.</b> «[[εἴπερ]] [[ποτέ]]» — περισσότερο από [[κάθε]] [[άλλη]] [[φορά]].
|mltxt=[[εἴποτε]] και εἴ ποτε (Α)<br /><b>1.</b> εάν [[ποτέ]], εάν [[καμιά]] [[φορά]]<br /><b>2.</b> «[[εἴπερ]] [[ποτέ]]» — περισσότερο από [[κάθε]] [[άλλη]] [[φορά]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εἴποτε:'''<b class="num">I.</b> εάν [[ποτέ]], Λατ. si-[[quando]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">II.</b> στον πλάγιο λόγο, εάν [[ποτέ]], στο ίδ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<b class="num">I.</b> if [[ever]], Lat. si-[[quando]], Hom.<br /><b class="num">II.</b> [[indirect]], if or [[whether]] [[ever]], Hom.
}}
}}

Latest revision as of 11:54, 3 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἴποτε Medium diacritics: εἴποτε Low diacritics: είποτε Capitals: ΕΙΠΟΤΕ
Transliteration A: eípote Transliteration B: eipote Transliteration C: eipote Beta Code: ei)/pote

English (LSJ)

or εἴ ποτε,
A if ever, Il.1.39; strengthened εἴ ποτε δή ib.503: used in asking a favour of any one, to call something to his mind, for εἴποτ' ἔην γε, i.e. as surely as he was.
II indirect, if or whether ever, Il.2.97, etc.

Spanish (DGE)

conj.
1 cond. si alguna vez, si acaso esp. c. opt., equiv. a una temp. cuando, cada vez que ὕδωρ δ' ἔπινεν ... πλὴν εἴ. διψήσας περιφλεγῶς ὄξος αἰτήσειεν bebía agua, salvo si alguna vez, por tener muchísima sed, pedía vinagre Plu.Cat.Ma.1, εἴ. εὕροι Ἐρασίστρατος Gal.11.247, εἴ. Κελτοὶ βουλεύοιντο Polyaen.7.50.23, διετέλει, εἴ. πρὸς αὐτὴν παρεγένετο, τὰς μελαίνας αὐτοῦ τρίχας περιαιρουμένη Aesop.31, καὶ πολλάκις ἀνεβόα εἴ. λαθεῖν ἠδύνατο y, muchas veces gritaba, cuando podía pasar inadvertida X.Eph.4.5.3, cf. Zen.5.9, Arr.An.1.3.6, Ael.VH 9.3.
2 interr. indir. si alguna vez, si acaso ἠρώτων, εἴποτ' αὐτὸς ἐποίησεν αὐτήν Gal.2.645.

French (Bailly abrégé)

v. εἰ.

German (Pape)

1 wenn irgend einmal, wenn je, Hom. Il. 1.39 und A.; εἴποτε δή, Il. 1.503.
2 ob einmal, Il. 2.97 und sonst. – Die hom. Vrbdg εἴποτ' ἔην γε ist entweder (die natürlichste Erklärung) eine wehmütige Erinnerung an das, was vordem war, δαὴρ αὖτ' ἐμὸς ἔσκε, εἴποτ' ἔην γε, Il. 3.180, er war mein Schwager, wenn er es einst war, ach, er ist es leider nicht mehr, od. ein Wunsch, wenn er es doch noch wäre ! Nach Hermannwenn er je gewesen ist, was er jetzt nicht mehr ist; vgl. Il. 11.761, 24.426, Od. 15.268, 19.315, 24.289.

Russian (Dvoretsky)

εἴποτε: чаще εἴ ποτε
1 если (бы) когда-л.;
2 в косв. вопросах ли, не … ли когда-л ….

Greek (Liddell-Scott)

εἴποτε: ἢ εἴ ποτε, ἐάν ποτε, ἐὰν καμμίαν φοράν, Λατ. siquando, εἴ ποτέ τοι χαρίεντ’ ἐπὶ νηὸν ἔρεψα Ἰλ. Α. 39· μετὰ τοῦ δὴ χάριν πλείονος ἐμφάσεως, Ζεῦ πάτερ, εἴποτε δή σε μετ’ ἀθανάτοισιν ὄνησα αὐτόθι 503· εἶναι δὲ ἐν χρήσει ὅταν τις ζητῇ χάριν παρά τινος καὶ ὑπομιμνήσκῃ αὐτὸν περί τινος· ἡ δὲ Ὁμηρικὴ φράσις εἴ ποτ’ ἔην γε ἐκφράζει ἀλγεινὴν ἀνάμνησιν ἀγαθοῦ ὑπάρξαντός ποτε, ἀλλὰ μὴ ὑπάρχοντος πλέον, δαὴρ αὐτ’ ἐμὸς ἕσκε κυνώπιδος, εἴποτ’ ἔην γε, «καὶ ἀνδράδελφος δὴ ἐμὸς ὑπῆρχε τῆς κυνοπροσώπου, εἴπερ ποτὲ ἦν» (Θ. Γαζῆς), ἢ ἐὰν ἔπρεπε νὰ τὸν ὀνομάσω ποτὲ τοιοῦτον, Ἰλ. Γ.180. Αλλ’ οἱ παλαιοὶ διέφερον ὡς πρὸς τὴν σημασίαν τῆς φράσεως ταύτης. Πρβλ. Wolf ἐν τόπῳ, Ἕρμαννον Vig. Append XI, καὶ εἶδε Ἰλ. Λ. 762, Ω. 426, Ὀδ. Ο. 268, Κ. 315, Ω. 289. Περὶ τῆς ἐλλεπτικῆς χρήσεως τοῦ εἴποτε ἴδε ἐν λ. εἰ. Α. VI. 4. ε. ΙΙ. ἐν πλαγίῳ λόγῳ, κήρυκες βοόωντες ἐρήτυον, εἴποτ’ ἀϋτῆς σχοίατ’, «ὅπως ἂν τῆς βοῆς ἐπισχοῖεν ἑαυτοὺς» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Β. 97, κτλ.

Greek Monolingual

εἴποτε και εἴ ποτε (Α)
1. εάν ποτέ, εάν καμιά φορά
2. «εἴπερ ποτέ» — περισσότερο από κάθε άλλη φορά.

Greek Monotonic

εἴποτε:I. εάν ποτέ, Λατ. si-quando, σε Όμηρ.
II. στον πλάγιο λόγο, εάν ποτέ, στο ίδ.

Middle Liddell

I. if ever, Lat. si-quando, Hom.
II. indirect, if or whether ever, Hom.