εισφέρω: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ποταμοὺς τινας διαβάντες ἐν μεγίστῃ παρεγινόμεθα κώμῃ → and having crossed some rivers we reached a very large village

Source
(10)
 
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[εἰσφέρω]])<br /><b>1.</b> [[φέρνω]], [[τοποθετώ]] [[μέσα]]<br /><b>2.</b> [[συνεισφέρω]], [[παρέχω]] και εγώ [[κάτι]] («χρήματα πρὸς τὸν πόλεμον εἰσενεγκεῑν τοὺς πολίτας», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[βοηθώ]], [[συντελώ]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[παρουσιάζω]], [[απεικονίζω]]<br /><b>2.</b> [[ρέπω]], [[κλίνω]] σε [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εισέρχομαι]]<br /><b>2.</b> (στην Αθήνα) [[πληρώνω]] την «[[εισφορά]]»<br /><b>3.</b> [[επιφέρω]], [[προξενώ]] [[δεινά]]<br /><b>4.</b> [[εισάγω]], [[προτείνω]]<br /><b>5.</b> [[φέρνω]] [[μαζί]] μου, [[παρασύρω]]<br /><b>6.</b> [[εισάγω]] για τον εαυτό μου<br /><b>7.</b> [[εισηγούμαι]] [[κάτι]] καινούργιο<br /><b>8.</b> [[κοινολογώ]], λέω<br /><b>9.</b> [[ορμώ]]<br /><b>10.</b> (για πολιτικές πράξεις) [[υποβάλλω]] σε [[κρίση]], [[προτείνω]]<br /><b>11.</b> [[διορίζω]], [[προτείνω]] διορισμό<br /><b>12.</b> <b>μέσ.</b> (για ενέργειες, καταστάσεις <b>κ.λπ.</b>) [[δείχνω]], [[φανερώνω]].
|mltxt=(AM [[εἰσφέρω]])<br /><b>1.</b> [[φέρνω]], [[τοποθετώ]] [[μέσα]]<br /><b>2.</b> [[συνεισφέρω]], [[παρέχω]] και εγώ [[κάτι]] («χρήματα πρὸς τὸν πόλεμον εἰσενεγκεῖν τοὺς πολίτας», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[βοηθώ]], [[συντελώ]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[παρουσιάζω]], [[απεικονίζω]]<br /><b>2.</b> [[ρέπω]], [[κλίνω]] σε [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εισέρχομαι]]<br /><b>2.</b> (στην Αθήνα) [[πληρώνω]] την «[[εισφορά]]»<br /><b>3.</b> [[επιφέρω]], [[προξενώ]] [[δεινά]]<br /><b>4.</b> [[εισάγω]], [[προτείνω]]<br /><b>5.</b> [[φέρνω]] [[μαζί]] μου, [[παρασύρω]]<br /><b>6.</b> [[εισάγω]] για τον εαυτό μου<br /><b>7.</b> [[εισηγούμαι]] [[κάτι]] καινούργιο<br /><b>8.</b> [[κοινολογώ]], λέω<br /><b>9.</b> [[ορμώ]]<br /><b>10.</b> (για πολιτικές πράξεις) [[υποβάλλω]] σε [[κρίση]], [[προτείνω]]<br /><b>11.</b> [[διορίζω]], [[προτείνω]] διορισμό<br /><b>12.</b> <b>μέσ.</b> (για ενέργειες, καταστάσεις <b>κ.λπ.</b>) [[δείχνω]], [[φανερώνω]].
}}
}}

Latest revision as of 20:20, 26 March 2021

Greek Monolingual

(AM εἰσφέρω)
1. φέρνω, τοποθετώ μέσα
2. συνεισφέρω, παρέχω και εγώ κάτι («χρήματα πρὸς τὸν πόλεμον εἰσενεγκεῖν τοὺς πολίτας», Πλούτ.)
νεοελλ.
βοηθώ, συντελώ
μσν.
1. παρουσιάζω, απεικονίζω
2. ρέπω, κλίνω σε κάτι
αρχ.
1. εισέρχομαι
2. (στην Αθήνα) πληρώνω την «εισφορά»
3. επιφέρω, προξενώ δεινά
4. εισάγω, προτείνω
5. φέρνω μαζί μου, παρασύρω
6. εισάγω για τον εαυτό μου
7. εισηγούμαι κάτι καινούργιο
8. κοινολογώ, λέω
9. ορμώ
10. (για πολιτικές πράξεις) υποβάλλω σε κρίση, προτείνω
11. διορίζω, προτείνω διορισμό
12. μέσ. (για ενέργειες, καταστάσεις κ.λπ.) δείχνω, φανερώνω.