ἐπιγουνίς: Difference between revisions

From LSJ

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92
(13)
m (Text replacement - "Theil" to "Teil")
 
(19 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=epigounis
|Transliteration C=epigounis
|Beta Code=e)pigouni/s
|Beta Code=e)pigouni/s
|Definition=ίδος, ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">part above the knee, great muscle of the thigh</b>, taken as a sign of strength and vigour, <b class="b3">κεν . . μεγάλην ἐπιγουνίδα θεῖτο</b> he would grow a stout <b class="b2">thigh-muscle</b>, <span class="bibl">Od.17.225</span>; οἵην ἐπιγουνίδα φαίνει <span class="bibl">18.74</span>,cf. <span class="bibl">Theoc. 26.34</span>, <span class="bibl">Alciphr.3.19</span>, <span class="bibl">Philostr.<span class="title">Im.</span>2.24</span>; prob. in this sense in <span class="bibl">A.R.3.875</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span>. = [[ἐπιγονατίς]], <b class="b2">knee-pan</b>, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Art.</span>70</span>,<span class="bibl">77</span>, <span class="bibl">Philostr.<span class="title">Gym.</span>35</span>; <b class="b2">knee</b>, <span class="bibl">Arat.254</span>,<span class="bibl">614</span>.</span>
|Definition=-ίδος, ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[part above the knee]], [[great muscle of the thigh]], taken as a sign of strength and vigour, <b class="b3">κεν.. μεγάλην ἐπιγουνίδα θεῖτο</b> he would grow a stout [[thigh-muscle]], Od.17.225; οἵην ἐπιγουνίδα φαίνει 18.74,cf. Theoc. 26.34, Alciphr.3.19, Philostr.''Im.''2.24; prob. in this sense in A.R.3.875.<br><span class="bld">II</span>. = [[ἐπιγονατίς]], [[knee-pan]], Hp.''Art.''70,77, Philostr.''Gym.''35; [[knee]], Arat.254,614.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0933.png Seite 933]] ίδος, ἡ, der Theil oberhalb des Kniees, Lende, Od. 17, 225. 18, 74; Theocr. 26, 34 u. Sp. – Bei Hippocr. = [[ἐπιγονατίς]], Kniescheibe. – Bei Ap. Rh. 3, 375 u. a. sp. D., wie Paul. Sil. 7 (V, 255), das Knie selbst.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0933.png Seite 933]] ίδος, ἡ, der Teil oberhalb des Kniees, Lende, Od. 17, 225. 18, 74; Theocr. 26, 34 u. Sp. – Bei Hippocr. = [[ἐπιγονατίς]], Kniescheibe. – Bei Ap. Rh. 3, 375 u. a. sp. D., wie Paul. Sil. 7 (V, 255), das Knie selbst.
}}
{{bailly
|btext=ίδος (ἡ) :<br />[[cuisse]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[γόνυ]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιγουνίς:''' ίδος ἡ<br /><b class="num">1</b> [[верхняя часть ноги]], [[бедро]] Hom., Theocr., Luc.;<br /><b class="num">2</b> [[колено]] (ἐπιγουνίδος [[ἄχρι]] χιτῶνα ζωσαμένη Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπιγουνίς''': -ίδος, ἡ (γόνυ) τὸ [[ὑπεράνω]] τοῦ γόνατος [[μέρος]], ὁ [[μέγας]] μῦς τοῦ μηροῦ, θεωρούμενος ὡς [[σημεῖον]] ἰσχύος καὶ ἀκμῆς, καί κεν ὀρὸν πίνων μεγάλην ἐπιγουνίδα θεῖτο, ἤθελε κάμῃ στιβαρούς μηρούς, Ὀδ. Ρ. 225· οἵην ἐκ ῥακέων ὁ [[γέρων]] ἐπιγουνίδα φαίνει Σ. 74, πρβλ. 67, Θεόκρ. 26. 34, Λουκ. [[Ἡρακλ]]. 8. Ἀλκίφρων 3. 19. ΙΙ. = [[ἐπιγονατίς]], τὸ ἐπὶ τοῦ ἁρμοῦ τοῦ γόνατος [[ὀστοῦν]], Ἱππ. π. Ἄρθρ. 832· = τὸ γόνυ, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 875.
|lstext='''ἐπιγουνίς''': -ίδος, ἡ (γόνυ) τὸ [[ὑπεράνω]] τοῦ γόνατος [[μέρος]], ὁ [[μέγας]] μῦς τοῦ μηροῦ, θεωρούμενος ὡς [[σημεῖον]] ἰσχύος καὶ ἀκμῆς, καί κεν ὀρὸν πίνων μεγάλην ἐπιγουνίδα θεῖτο, ἤθελε κάμῃ στιβαρούς μηρούς, Ὀδ. Ρ. 225· οἵην ἐκ ῥακέων ὁ [[γέρων]] ἐπιγουνίδα φαίνει Σ. 74, πρβλ. 67, Θεόκρ. 26. 34, Λουκ. Ἡρακλ. 8. Ἀλκίφρων 3. 19. ΙΙ. = [[ἐπιγονατίς]], τὸ ἐπὶ τοῦ ἁρμοῦ τοῦ γόνατος [[ὀστοῦν]], Ἱππ. π. Ἄρθρ. 832· = τὸ γόνυ, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 875.
}}
{{bailly
|btext=ίδος (ἡ) :<br />cuisse.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[γόνυ]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 24: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπιγουνίς]], η (Α)<br /><b>1.</b> μυς του μηρού [[πάνω]] από το [[γόνατο]]<br /><b>2.</b> [[επιγονατίδα]]<br /><b>3.</b> [[γόνατο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[γουν]]-<i>ίς</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>γούνυ</i>, ιων. παράλλ. τ. του [[γόνυ]])].
|mltxt=[[ἐπιγουνίς]], η (Α)<br /><b>1.</b> μυς του μηρού [[πάνω]] από το [[γόνατο]]<br /><b>2.</b> [[επιγονατίδα]]<br /><b>3.</b> [[γόνατο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[γουν]]-<i>ίς</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>γούνυ</i>, ιων. παράλλ. τ. του [[γόνυ]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιγουνίς:''' -ίδος, ἡ ([[γόνυ]]), [[μέρος]] πάνω από το [[γόνατο]], ο [[μέγας]] μυς του μηρού, μεγάλην ἐπιγουνίδα [[θεῖτο]], θα ανέπτυσσε έναν δυνατό μηριαίο μυ, σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἐπι-γουνίς, ίδος [[γόνυ]]<br />the [[part]] [[above]] the [[knee]], the [[great]] [[muscle]] of the [[thigh]], μεγάλην ἐπιγουνίδα [[θεῖτο]] he would [[grow]] a [[stout]] [[thigh]]-[[muscle]], Od.
}}
}}

Latest revision as of 07:45, 10 April 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιγουνίς Medium diacritics: ἐπιγουνίς Low diacritics: επιγουνίς Capitals: ΕΠΙΓΟΥΝΙΣ
Transliteration A: epigounís Transliteration B: epigounis Transliteration C: epigounis Beta Code: e)pigouni/s

English (LSJ)

-ίδος, ἡ,
A part above the knee, great muscle of the thigh, taken as a sign of strength and vigour, κεν.. μεγάλην ἐπιγουνίδα θεῖτο he would grow a stout thigh-muscle, Od.17.225; οἵην ἐπιγουνίδα φαίνει 18.74,cf. Theoc. 26.34, Alciphr.3.19, Philostr.Im.2.24; prob. in this sense in A.R.3.875.
II. = ἐπιγονατίς, knee-pan, Hp.Art.70,77, Philostr.Gym.35; knee, Arat.254,614.

German (Pape)

[Seite 933] ίδος, ἡ, der Teil oberhalb des Kniees, Lende, Od. 17, 225. 18, 74; Theocr. 26, 34 u. Sp. – Bei Hippocr. = ἐπιγονατίς, Kniescheibe. – Bei Ap. Rh. 3, 375 u. a. sp. D., wie Paul. Sil. 7 (V, 255), das Knie selbst.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
cuisse.
Étymologie: ἐπί, γόνυ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιγουνίς: ίδος ἡ
1 верхняя часть ноги, бедро Hom., Theocr., Luc.;
2 колено (ἐπιγουνίδος ἄχρι χιτῶνα ζωσαμένη Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιγουνίς: -ίδος, ἡ (γόνυ) τὸ ὑπεράνω τοῦ γόνατος μέρος, ὁ μέγας μῦς τοῦ μηροῦ, θεωρούμενος ὡς σημεῖον ἰσχύος καὶ ἀκμῆς, καί κεν ὀρὸν πίνων μεγάλην ἐπιγουνίδα θεῖτο, ἤθελε κάμῃ στιβαρούς μηρούς, Ὀδ. Ρ. 225· οἵην ἐκ ῥακέων ὁ γέρων ἐπιγουνίδα φαίνει Σ. 74, πρβλ. 67, Θεόκρ. 26. 34, Λουκ. Ἡρακλ. 8. Ἀλκίφρων 3. 19. ΙΙ. = ἐπιγονατίς, τὸ ἐπὶ τοῦ ἁρμοῦ τοῦ γόνατος ὀστοῦν, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 832· = τὸ γόνυ, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 875.

English (Autenrieth)

ίδος (γόνυ, ‘above the knee’): thigh; μεγάλην ἐπιγουνίδα θεῖτο, ‘grow a stout thigh,’ Od. 17.225. (Od.)

Greek Monolingual

ἐπιγουνίς, η (Α)
1. μυς του μηρού πάνω από το γόνατο
2. επιγονατίδα
3. γόνατο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + γουν-ίς (< γούνυ, ιων. παράλλ. τ. του γόνυ)].

Greek Monotonic

ἐπιγουνίς: -ίδος, ἡ (γόνυ), μέρος πάνω από το γόνατο, ο μέγας μυς του μηρού, μεγάλην ἐπιγουνίδα θεῖτο, θα ανέπτυσσε έναν δυνατό μηριαίο μυ, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

ἐπι-γουνίς, ίδος γόνυ
the part above the knee, the great muscle of the thigh, μεγάλην ἐπιγουνίδα θεῖτο he would grow a stout thigh-muscle, Od.