ζυγοφόρος: Difference between revisions

From LSJ

χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.

Source
(16)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=ζυγοφόρος
|Medium diacritics=ζυγοφόρος
|Low diacritics=ζυγοφόρος
|Capitals=ΖΥΓΟΦΟΡΟΣ
|Transliteration A=zygophóros
|Transliteration B=zygophoros
|Transliteration C=zygoforos
|Beta Code=zugofo/ros
|Definition=ον, [[bearing the yoke]], [[πῶλος]] E. ''HF'' 121 (lyr., -ηφόρος codd.); [[ἵπποι]] Plu. 2.524a; elsewhere in poet. form [[ζυγηφόρος]].
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1141.png Seite 1141]] = [[ζυγηφόρος]], [[ἵππος]] Plut. cup. div. 2.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1141.png Seite 1141]] = [[ζυγηφόρος]], [[ἵππος]] Plut. cup. div. 2.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[qui porte le joug]].<br />'''Étymologie:''' [[ζυγόν]], [[φέρω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ζῠγοφόρος:''' [[несущий ярмо]], [[подъяремный]] ([[πῶλος]] Eur.; [[ἵππος]] Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ζῠγοφόρος''': -ον, φέρων τὸν [[ζυγόν]], [[πῶλος]] Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 121 (λυρ.)· ἵπποι Πλούτ. 2. 524Α· ἀλλαχοῦ ἐν τῷ ποιητ. τύπῳ [[ζυγηφόρος]], Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 341, Εὐρ. Ρήσ. 303.
|lstext='''ζῠγοφόρος''': -ον, φέρων τὸν [[ζυγόν]], [[πῶλος]] Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 121 (λυρ.)· ἵπποι Πλούτ. 2. 524Α· ἀλλαχοῦ ἐν τῷ ποιητ. τύπῳ [[ζυγηφόρος]], Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 341, Εὐρ. Ρήσ. 303.
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=ος, ον :<br />qui porte le joug.<br />'''Étymologie:''' [[ζυγόν]], [[φέρω]].
|mltxt=[[ζυγοφόρος]], -ον και ποιητ. τ. [[ζυγηφόρος]], -ον (Α)<br />αυτός που βρίσκεται [[κάτω]] από τον [[ζυγό]], που φέρει [[ζυγό]] («ζυγοφόροι ἵπποι», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ζυγό]](<i>ν</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>φορος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]), [[πρβλ]]. [[αγγελιαφόρος]], [[αχθοφόρος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ζῠγοφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που φέρει [[ζυγό]], λέγεται για τα ζώα που έχουν ζευχθεί σε [[ζυγό]], σε Ευρ.
}}
}}
{{grml
{{mdlsj
|mltxt=[[ζυγοφόρος]], -ον και ποιητ. τ. [[ζυγηφόρος]], -ον (Α)<br />αυτός που βρίσκεται [[κάτω]] από τον [[ζυγό]], που φέρει [[ζυγό]] («ζυγοφόροι ἵπποι», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ζυγό]](<i>ν</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>φορος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αγγελια</i>-[[φόρος]], <i>αχθο</i>-[[φόρος]].
|mdlsjtxt=ζῠγο-[[φόρος]], ον [[φέρω]]<br />[[bearing]] the [[yoke]], Eur.
}}
}}

Latest revision as of 13:30, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζυγοφόρος Medium diacritics: ζυγοφόρος Low diacritics: ζυγοφόρος Capitals: ΖΥΓΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: zygophóros Transliteration B: zygophoros Transliteration C: zygoforos Beta Code: zugofo/ros

English (LSJ)

ον, bearing the yoke, πῶλος E. HF 121 (lyr., -ηφόρος codd.); ἵπποι Plu. 2.524a; elsewhere in poet. form ζυγηφόρος.

German (Pape)

[Seite 1141] = ζυγηφόρος, ἵππος Plut. cup. div. 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui porte le joug.
Étymologie: ζυγόν, φέρω.

Russian (Dvoretsky)

ζῠγοφόρος: несущий ярмо, подъяремный (πῶλος Eur.; ἵππος Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ζῠγοφόρος: -ον, φέρων τὸν ζυγόν, πῶλος Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 121 (λυρ.)· ἵπποι Πλούτ. 2. 524Α· ἀλλαχοῦ ἐν τῷ ποιητ. τύπῳ ζυγηφόρος, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 341, Εὐρ. Ρήσ. 303.

Greek Monolingual

ζυγοφόρος, -ον και ποιητ. τ. ζυγηφόρος, -ον (Α)
αυτός που βρίσκεται κάτω από τον ζυγό, που φέρει ζυγό («ζυγοφόροι ἵπποι», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγό(ν) + -φορος (< φέρω), πρβλ. αγγελιαφόρος, αχθοφόρος.

Greek Monotonic

ζῠγοφόρος: -ον (φέρω), αυτός που φέρει ζυγό, λέγεται για τα ζώα που έχουν ζευχθεί σε ζυγό, σε Ευρ.

Middle Liddell

ζῠγο-φόρος, ον φέρω
bearing the yoke, Eur.