θεοφιλής: Difference between revisions
κορυδός ἐν ἀμούσοις φθέγγεται → a lark sings amid the songless | in the land of the blind, the one-eyed man is king | in the country of the blind, the one-eyed man is king | in the valley of the blind, the one-eyed man is king
(17) |
mNo edit summary |
||
(31 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=theofilis | |Transliteration C=theofilis | ||
|Beta Code=qeofilh/s | |Beta Code=qeofilh/s | ||
|Definition= | |Definition=θεοφιλές, ([[φιλέω]])<br><span class="bld">A</span> [[dear to the gods]], [[highly favoured]], of persons, [[Herodotus|Hdt.]]1.87, Democr.217, Pl.''R.''382e, ''Phlb.''39e, etc.; of [[Moses]], Ph.2.218 (Sup.); as [[honorary]] [[epithet]] in Egypt, ''Sammelb.''421 (Sup.), al.; also, of places, etc., πόλις Pi.''I.''6(5).66; Ἄργος B.10.60; πόλιν… θεοφιλεστάτην Eup.307; χώρα A.''Eu.''869 (Sup.); τύχαι Id.''Fr.''350.3; ἑορτή Ar.''Ra.''446; μοῖρα X. ''Ap.''32; [[ἐπιτήδευμα]] lsoc.8.35 (Comp.), cf. Pl.''Euthphr.''7a; <b class="b3">θεοφιλές [ἐστιν] εἰ</b>… [[it is a mark of divine favour]], if... Plu.2.30f. Adv. [[θεοφιλῶς]] = [[in a manner dear to the gods]], [[with love of the gods]], [[θεοφιλῶς πράττειν]] = to [[act as the gods will]], Pl.''Alc.''1.134d: Comp. <b class="b3">θεοφιλέστερον</b>, διαβεβιωκέναι Isoc.9.70.<br><span class="bld">II</span> Act., [[loving God]], Ph.2.415, Luc. ''JTr.''47 (Sup.), Agath.3.13, ''Cod.Just.''1.1.5.4 (Sup.). Adv. ἡ πόλις οὐ μόνον [[θεοφιλῶς]] ἀλλὰ καὶ [[φιλανθρώπως]] ἔσχεν Isoc.4.29, cf. Poll.1.22. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1198.png Seite 1198]] ές, gottgeliebt; [[χώρα]] θεοφιλεστάτη Aesch. Eum. 869; [[πόλις]] Pind. I. 5, 62; [[ἑορτή]] Ar. Ran. 443; in Prosa, Plat. Menex. 166 c Rep. II, 382 e u. Folgde; [[μοῖρα]], d. i. glückselig, Xen. Apol. 32. – Adv., θεοφιλῶς ἔχειν Isocr. 4, 29. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1198.png Seite 1198]] ές, [[gottgeliebt]]; [[χώρα]] θεοφιλεστάτη Aesch. Eum. 869; [[πόλις]] Pind. I. 5, 62; [[ἑορτή]] Ar. Ran. 443; in Prosa, Plat. Menex. 166 c Rep. II, 382 e u. Folgde; [[μοῖρα]], d. i. [[glückselig]], Xen. Apol. 32. – Adv., [[θεοφιλῶς]] ἔχειν Isocr. 4, 29. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> [[aimé des dieux]], [[cher aux dieux]];<br /><b>2</b> [[fortuné]], [[heureux]];<br /><i>Cp.</i> θεοφιλέστερος, <i>Sp.</i> θεοφιλέστατος.<br />'''Étymologie:''' [[θεός]], [[φιλέω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''θεοφῐλής:'''<br /><b class="num">1</b> [[любезный богам]] или [[угодный богам]] ([[πόλις]] Pind.; [[χώρα]] Aesch.; [[ἑορτή]] Arph.; [[ἀνήρ]] Plat., Arst., Plut.; [[πομπή]] Plut.);<br /><b class="num">2</b> [[счастливый]], [[блаженный]] (τύχαι Aesch.; [[μοῖρα]] Xen.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θεοφῐλής''': -ές, ([[φιλέω]]) ἀγαπητὸς τοῖς θεοῖς, τὸ τοῦ Ὁρατίου Diis carus, Ἡρόδ. 1. | |lstext='''θεοφῐλής''': -ές, ([[φιλέω]]) ἀγαπητὸς τοῖς θεοῖς, τὸ τοῦ Ὁρατίου Diis carus, Ἡρόδ. 1. 87· [[πόλις]] Πίνδ. Ι. 6 (5). 96· ἀντίθετ. τῷ [[θεομισής]], πόλιν... θεοφιλεστάτην Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 13· [[χώρα]] Αἰσχύλ. Εὐμ. 869 (ἐν τῷ ὑπερθ.)· τύχαι ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 281· ἑορτὴ Ἀριστοφ. Βατρ. 443· [[μοῖρα]] Ξεν. Ἀπολ. 32· [[ἐπιτήδευμα]] Ἰσοκρ. 166C (ἐν τῷ συγκρ.), πρβλ. Πλάτ. Εὐθύφρ. 7Α· ἐπὶ προσώπων, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 382Ε, κ. ἀλλ.: - θεοφιλές ἐστιν, εἰ..., [[σημεῖον]] θείας εὐνοίας εἶνε ἄν..., Πλούτ. 2. 30F. - Ἐπίρρ., θεοφιλῶς [[πράττω]], ἐνεργῶ ὡς οἱ θεοὶ φιλοῦσιν ἢ θέλουσι, Πλάτ. Ἀλκ. 1. 134D. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 322. | ||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=<b>θεοφῐλής | |sltr=<b>θεοφῐλής</b> [[loved]] by [[heaven]] τάνδε πόλιν θεοφιλῆ ναίοισι Aigina (I. 6.66) | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές (AM [[θεοφιλής]], -ές)<br />αυτός τον οποίο αγαπά ο [[θεός]] («οὐδεὶς τῶν ἀνοήτων καὶ μαινομένων [[θεοφιλής]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>(υπερθ.)</b> <i>θεοφιλέστατος</i><br />[[προσωνυμία]] χωροεπισκόπων και αρχιμανδριτών ή βασιλέων<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που αγαπά τον θεό. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>θεοφιλῶς</i> (AM)<br /><b>1.</b> με τρόπο αγαπητό στον θεό ή στους θεούς<br /><b>2.</b> με [[αγάπη]] [[προς]] τους θεούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θεο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φιλής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φίλος]]), | |mltxt=-ές (AM [[θεοφιλής]], -ές)<br />αυτός τον οποίο αγαπά ο [[θεός]] («οὐδεὶς τῶν ἀνοήτων καὶ μαινομένων [[θεοφιλής]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>(υπερθ.)</b> <i>θεοφιλέστατος</i><br />[[προσωνυμία]] χωροεπισκόπων και αρχιμανδριτών ή βασιλέων<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που αγαπά τον θεό. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>θεοφιλῶς</i> (AM)<br /><b>1.</b> με τρόπο αγαπητό στον θεό ή στους θεούς<br /><b>2.</b> με [[αγάπη]] [[προς]] τους θεούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θεο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φιλής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φίλος]]), [[πρβλ]]. [[δημοφιλής]], [[προσφιλής]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''θεοφῐλής:''' ές ([[φίλος]]), [[αγαπητός]] στους θεούς, ο εξαιρετικά ευνοημένος, σε Ηρόδ., Πίνδ., Αττ.· επίρρ., [[θεοφιλῶς]] πράττειν, [[πράττω]] σύμφωνα με τη [[βούληση]] των θεών, σε Πλάτ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=θεο-φῐλής, ές [[φίλος]]<br />[[dear]] to the gods, [[highly]] favoured, Hdt., Pind., Attic adv., [[θεοφιλῶς]] πράττειν to act as the gods [[will]], Plat. | |||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[dear to the gods]], [[loved by God]], [[loved by the gods]] | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:47, 28 February 2024
English (LSJ)
θεοφιλές, (φιλέω)
A dear to the gods, highly favoured, of persons, Hdt.1.87, Democr.217, Pl.R.382e, Phlb.39e, etc.; of Moses, Ph.2.218 (Sup.); as honorary epithet in Egypt, Sammelb.421 (Sup.), al.; also, of places, etc., πόλις Pi.I.6(5).66; Ἄργος B.10.60; πόλιν… θεοφιλεστάτην Eup.307; χώρα A.Eu.869 (Sup.); τύχαι Id.Fr.350.3; ἑορτή Ar.Ra.446; μοῖρα X. Ap.32; ἐπιτήδευμα lsoc.8.35 (Comp.), cf. Pl.Euthphr.7a; θεοφιλές [ἐστιν] εἰ… it is a mark of divine favour, if... Plu.2.30f. Adv. θεοφιλῶς = in a manner dear to the gods, with love of the gods, θεοφιλῶς πράττειν = to act as the gods will, Pl.Alc.1.134d: Comp. θεοφιλέστερον, διαβεβιωκέναι Isoc.9.70.
II Act., loving God, Ph.2.415, Luc. JTr.47 (Sup.), Agath.3.13, Cod.Just.1.1.5.4 (Sup.). Adv. ἡ πόλις οὐ μόνον θεοφιλῶς ἀλλὰ καὶ φιλανθρώπως ἔσχεν Isoc.4.29, cf. Poll.1.22.
German (Pape)
[Seite 1198] ές, gottgeliebt; χώρα θεοφιλεστάτη Aesch. Eum. 869; πόλις Pind. I. 5, 62; ἑορτή Ar. Ran. 443; in Prosa, Plat. Menex. 166 c Rep. II, 382 e u. Folgde; μοῖρα, d. i. glückselig, Xen. Apol. 32. – Adv., θεοφιλῶς ἔχειν Isocr. 4, 29.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 aimé des dieux, cher aux dieux;
2 fortuné, heureux;
Cp. θεοφιλέστερος, Sp. θεοφιλέστατος.
Étymologie: θεός, φιλέω.
Russian (Dvoretsky)
θεοφῐλής:
1 любезный богам или угодный богам (πόλις Pind.; χώρα Aesch.; ἑορτή Arph.; ἀνήρ Plat., Arst., Plut.; πομπή Plut.);
2 счастливый, блаженный (τύχαι Aesch.; μοῖρα Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
θεοφῐλής: -ές, (φιλέω) ἀγαπητὸς τοῖς θεοῖς, τὸ τοῦ Ὁρατίου Diis carus, Ἡρόδ. 1. 87· πόλις Πίνδ. Ι. 6 (5). 96· ἀντίθετ. τῷ θεομισής, πόλιν... θεοφιλεστάτην Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 13· χώρα Αἰσχύλ. Εὐμ. 869 (ἐν τῷ ὑπερθ.)· τύχαι ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 281· ἑορτὴ Ἀριστοφ. Βατρ. 443· μοῖρα Ξεν. Ἀπολ. 32· ἐπιτήδευμα Ἰσοκρ. 166C (ἐν τῷ συγκρ.), πρβλ. Πλάτ. Εὐθύφρ. 7Α· ἐπὶ προσώπων, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 382Ε, κ. ἀλλ.: - θεοφιλές ἐστιν, εἰ..., σημεῖον θείας εὐνοίας εἶνε ἄν..., Πλούτ. 2. 30F. - Ἐπίρρ., θεοφιλῶς πράττω, ἐνεργῶ ὡς οἱ θεοὶ φιλοῦσιν ἢ θέλουσι, Πλάτ. Ἀλκ. 1. 134D. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 322.
English (Slater)
θεοφῐλής loved by heaven τάνδε πόλιν θεοφιλῆ ναίοισι Aigina (I. 6.66)
Greek Monolingual
-ές (AM θεοφιλής, -ές)
αυτός τον οποίο αγαπά ο θεός («οὐδεὶς τῶν ἀνοήτων καὶ μαινομένων θεοφιλής», Πλάτ.)
νεοελλ.-μσν.
(υπερθ.) θεοφιλέστατος
προσωνυμία χωροεπισκόπων και αρχιμανδριτών ή βασιλέων
αρχ.
αυτός που αγαπά τον θεό.
επίρρ...
θεοφιλῶς (AM)
1. με τρόπο αγαπητό στον θεό ή στους θεούς
2. με αγάπη προς τους θεούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -φιλής (< φίλος), πρβλ. δημοφιλής, προσφιλής].
Greek Monotonic
θεοφῐλής: ές (φίλος), αγαπητός στους θεούς, ο εξαιρετικά ευνοημένος, σε Ηρόδ., Πίνδ., Αττ.· επίρρ., θεοφιλῶς πράττειν, πράττω σύμφωνα με τη βούληση των θεών, σε Πλάτ.
Middle Liddell
θεο-φῐλής, ές φίλος
dear to the gods, highly favoured, Hdt., Pind., Attic adv., θεοφιλῶς πράττειν to act as the gods will, Plat.