κάβουρας: Difference between revisions
Φίλον βέβαιον ἐν κακοῖσι μὴ φοβοῦ → Fidelem amicum ne time in rebus malis → Hab in der Not nicht Angst vor einem treuen Freund
(18) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο<br /><b>1.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] του μικρού θαλάσσιου μαλακόστρακου καρκίνου<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (για άνθρωπο) αργοκίνητος, [[νωθρός]]<br /><b>3.</b> [[εργαλείο]] για [[βίδωμα]] ή [[ξεβίδωμα]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[πάει]] σαν τον κάβουρα» <br />α) [[είναι]] αργοκίνητος<br />β) [[είναι]] [[άνθρωπος]] [[αχαΐρευτος]]<br />γ) (για ενέργειες και καταστάσεις) [[πάει]] στραβά, δεν προκόβει<br /><b>5.</b> <b>παροιμ.</b> α) «τί 'ναι ο [[κάβουρας]], τί 'ναι το [[ζουμί]] του» — για [[λίγα]] σε [[ποσότητα]] και ανεπαρκή πράγματα που δεν έχουν [[καμιά]] [[αξία]]<br />β) «εδώ σέ [[θέλω]] κάβουρα να περπατάς στα κάρβουνα» — για ανθρώπους που αποτολμούν δύσκολη [[ενέργεια]]<br />γ) «νά καβούρους, δος μου [[αλεύρι]]» — για αυτούς που επιχειρούν να ανταλλάξουν [[κάτι]] ευτελές με [[κάτι]] [[άλλο]] αξιόλογο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. μεγεθυντικό του [[καβούρι]] ( | |mltxt=ο<br /><b>1.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] του μικρού θαλάσσιου μαλακόστρακου καρκίνου<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (για άνθρωπο) αργοκίνητος, [[νωθρός]]<br /><b>3.</b> [[εργαλείο]] για [[βίδωμα]] ή [[ξεβίδωμα]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[πάει]] σαν τον κάβουρα» <br />α) [[είναι]] αργοκίνητος<br />β) [[είναι]] [[άνθρωπος]] [[αχαΐρευτος]]<br />γ) (για ενέργειες και καταστάσεις) [[πάει]] στραβά, δεν προκόβει<br /><b>5.</b> <b>παροιμ.</b> α) «τί 'ναι ο [[κάβουρας]], τί 'ναι το [[ζουμί]] του» — για [[λίγα]] σε [[ποσότητα]] και ανεπαρκή πράγματα που δεν έχουν [[καμιά]] [[αξία]]<br />β) «εδώ σέ [[θέλω]] κάβουρα να περπατάς στα κάρβουνα» — για ανθρώπους που αποτολμούν δύσκολη [[ενέργεια]]<br />γ) «νά καβούρους, δος μου [[αλεύρι]]» — για αυτούς που επιχειρούν να ανταλλάξουν [[κάτι]] ευτελές με [[κάτι]] [[άλλο]] αξιόλογο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. μεγεθυντικό του [[καβούρι]] ([[πρβλ]]. [[ποντίκι]]: [[πόντικας]])<br />ή, κατ' άλλους, <span style="color: red;"><</span> αρχ. [[πάγουρος]] υπό την [[επίδραση]] του τ. [[κάραβος]] «[[καραβίδα]]» ή απευθείας από το [[κάραβος]] με [[αντιμετάθεση]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:15, 23 August 2021
Greek Monolingual
ο
1. κοινή ονομασία του μικρού θαλάσσιου μαλακόστρακου καρκίνου
2. μτφ. (για άνθρωπο) αργοκίνητος, νωθρός
3. εργαλείο για βίδωμα ή ξεβίδωμα
4. φρ. «πάει σαν τον κάβουρα»
α) είναι αργοκίνητος
β) είναι άνθρωπος αχαΐρευτος
γ) (για ενέργειες και καταστάσεις) πάει στραβά, δεν προκόβει
5. παροιμ. α) «τί 'ναι ο κάβουρας, τί 'ναι το ζουμί του» — για λίγα σε ποσότητα και ανεπαρκή πράγματα που δεν έχουν καμιά αξία
β) «εδώ σέ θέλω κάβουρα να περπατάς στα κάρβουνα» — για ανθρώπους που αποτολμούν δύσκολη ενέργεια
γ) «νά καβούρους, δος μου αλεύρι» — για αυτούς που επιχειρούν να ανταλλάξουν κάτι ευτελές με κάτι άλλο αξιόλογο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. μεγεθυντικό του καβούρι (πρβλ. ποντίκι: πόντικας)
ή, κατ' άλλους, < αρχ. πάγουρος υπό την επίδραση του τ. κάραβος «καραβίδα» ή απευθείας από το κάραβος με αντιμετάθεση].