κατεφίσταμαι: Difference between revisions

From LSJ
(20)
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
 
(16 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katefistamai
|Transliteration C=katefistamai
|Beta Code=katefi/stamai
|Beta Code=katefi/stamai
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">rise up against</b>, in aor.Act., κατεπέστησαν τῷ Παύλῳ <span class="bibl"><span class="title">Act.Ap.</span>18.12</span>.</span>
|Definition=[[rise up against]], in aor.Act., κατεπέστησαν τῷ Παύλῳ ''Act.Ap.''18.12.
}}
{{bailly
|btext=[[se soulever contre]], τινι.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], ἐφίσταμαι.
}}
{{elnl
|elnltext=κατ-εφίσταμαι in opstand komen:. κατεπέστησαν ὁμοθυμαδὸν οἱ Ιουδαῖοι τῷ Παύλῳ eensgezind keerden de Joden zich tegen Paulus NT Act. Ap. 18.12.
}}
{{elru
|elrutext='''κατεφίσταμαι:''' (aor. 2 [[κατεπέστην]]) восставать, нападать (τινι NT).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κατεφίσταμαι''': μέσ. μετ’ ἀορ. β΄ κατεπέστην, ἐγείρομαι [[ἐναντίον]] τινός, Πράξ. Ἀποστ. ιη΄, 12.
|lstext='''κατεφίσταμαι''': μέσ. μετ’ ἀορ. β΄ κατεπέστην, ἐγείρομαι [[ἐναντίον]] τινός, Πράξ. Ἀποστ. ιη΄, 12.
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=se soulever contre, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], ἐφίσταμαι.
|mltxt=[[κατεφίσταμαι]] (Α)<br />εξεγείρομαι [[εναντίον]] κάποιου («κατεπέστησαν... οἱ Ἰουδαῖοι τῷ Παύλῳ», ΚΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ἐφίσταμαι</i> «[[επέρχομαι]], [[αντίκειμαι]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κατεφίσταμαι:''' Παθ., με Ενεργ. αορ. βʹ, σηκώνομαι [[εναντίον]] κάποιου, σε Καινή Διαθήκη
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=Pass., with aor2 act. to [[rise]] up [[against]], NTest.
}}
}}
{{grml
{{Chinese
|mltxt=[[κατεφίσταμαι]] (Α)<br />εξεγείρομαι [[εναντίον]] κάποιου («κατεπέστησαν... οἱ Ἰουδαῑοι τῷ Παύλῳ», ΚΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ἐφίσταμαι</i> «[[επέρχομαι]], [[αντίκειμαι]]»].
|sngr='''原文音譯''':katef⋯sthmi 卡特-誒弗-衣士帖米<br />'''詞類次數''':動詞(1)<br />'''原文字根''':向下-在上-站<br />'''字義溯源''':起來攻擊,攻擊,急進攻擊;由([[κατά]] / [[καθεῖς]] / [[καθημέραν]] / [[κατακύπτω]])*=下,按照)與([[ἐφίστημι]])=在側)組成;而 ([[ἐφίστημι]])又由([[ἐπί]])*=在⋯上)與([[ἵστημι]])*=站)組成<br />'''出現次數''':總共(1);徒(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 攻擊(1) 徒18:12
}}
}}

Latest revision as of 11:20, 3 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατεφίσταμαι Medium diacritics: κατεφίσταμαι Low diacritics: κατεφίσταμαι Capitals: ΚΑΤΕΦΙΣΤΑΜΑΙ
Transliteration A: katephístamai Transliteration B: katephistamai Transliteration C: katefistamai Beta Code: katefi/stamai

English (LSJ)

rise up against, in aor.Act., κατεπέστησαν τῷ Παύλῳ Act.Ap.18.12.

French (Bailly abrégé)

se soulever contre, τινι.
Étymologie: κατά, ἐφίσταμαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατ-εφίσταμαι in opstand komen:. κατεπέστησαν ὁμοθυμαδὸν οἱ Ιουδαῖοι τῷ Παύλῳ eensgezind keerden de Joden zich tegen Paulus NT Act. Ap. 18.12.

Russian (Dvoretsky)

κατεφίσταμαι: (aor. 2 κατεπέστην) восставать, нападать (τινι NT).

Greek (Liddell-Scott)

κατεφίσταμαι: μέσ. μετ’ ἀορ. β΄ κατεπέστην, ἐγείρομαι ἐναντίον τινός, Πράξ. Ἀποστ. ιη΄, 12.

Greek Monolingual

κατεφίσταμαι (Α)
εξεγείρομαι εναντίον κάποιου («κατεπέστησαν... οἱ Ἰουδαῖοι τῷ Παύλῳ», ΚΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἐφίσταμαι «επέρχομαι, αντίκειμαι»].

Greek Monotonic

κατεφίσταμαι: Παθ., με Ενεργ. αορ. βʹ, σηκώνομαι εναντίον κάποιου, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

Pass., with aor2 act. to rise up against, NTest.

Chinese

原文音譯:katef⋯sthmi 卡特-誒弗-衣士帖米
詞類次數:動詞(1)
原文字根:向下-在上-站
字義溯源:起來攻擊,攻擊,急進攻擊;由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(ἐφίστημι)=在側)組成;而 (ἐφίστημι)又由(ἐπί)*=在⋯上)與(ἵστημι)*=站)組成
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編
1) 攻擊(1) 徒18:12