κελαινώπας: Difference between revisions

From LSJ

Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir

Menander, Monostichoi, 190
(20)
m (LSJ1 replacement)
 
(14 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kelainopas
|Transliteration C=kelainopas
|Beta Code=kelainw/pas
|Beta Code=kelainw/pas
|Definition=α, ὁ, (ὤψ) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">black-faced</b>: hence, <b class="b2">gloomy</b>, θυμός <span class="bibl">S.<span class="title">Aj.</span> 955</span> (lyr.):—fem. κελαιν-ῶπις νεφέλα <span class="bibl">Pi.<span class="title">P.</span>1.7</span>:—also κελαιν-ωπός, ή, όν, Hdn. Gr.<span class="bibl">1.188</span>.</span>
|Definition=α, ὁ, ([[ὤψ]]) [[black-faced]]: hence, [[gloomy]], θυμός [[Sophocles|S.]]''[[Ajax|Aj.]]'' 955 (lyr.):—fem. [[κελαινῶπις]] νεφέλα Pi.''P.''1.7:—also [[κελαινωπός]], ή, όν, Hdn. Gr.1.188.
}}
{{bailly
|btext=α;<br /><i>adj. m. dor.</i><br />[[à l'aspect sombre]], [[impénétrable]].<br />'''Étymologie:''' [[κελαινός]], [[ὤψ]].
}}
{{elnl
|elnltext=κελαινώπας -α &#91;[[κελαινός]], [[ὤψ]]] Dor., met donker gezicht, somber:. κελαινώπας θυμός somber gemoed Soph. Ai. 955.
}}
{{grml
|mltxt=[[κελαινώπας]], ὁ, θηλ. [[κελαινῶπις]] (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει σκοτεινή όψη<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[φοβερός]], [[άγριος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κελαινός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ώπας</i> / <i>ῶπις</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ὤψ</i>, <i>ὠπός</i> «όψη»), [[πρβλ]]. <i>ασκαλ</i>-<i>ώπας</i> / <i>γλαυκ</i>-<i>ῶπις</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κελαινώπας:''' -α, ὁ (ὤψ), αυτός που έχει μαύρο [[πρόσωπο]], [[μελαψός]], [[ζοφερός]], [[ανήλιαγος]], σε Σοφ.· θηλ. [[κελαινῶπις]], σε Πίνδ.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κελαινώπας''': α, ὁ, (ὢψ) μέλαιναν ἔχων τὴν ὄψιν, τὴν μορφήν, [[μέλας]], [[φοβερός]], θυμὸς (Σχολ. «κεκρυμμένος καὶ [[δόλιος]] θυμὸς ἢ καὶ [[βαθυγνώμων]]») Σοφ. Αἴ. 954· θηλ., κελαινῶπις νεφέλα Πινδ. Π. 1. 31. Ὡσαύτως κελαινωπός, ή, όν, ἐν Ἀρκαδ. σ. 67. 10.
|lstext='''κελαινώπας''': α, ὁ, (ὢψ) μέλαιναν ἔχων τὴν ὄψιν, τὴν μορφήν, [[μέλας]], [[φοβερός]], θυμὸς (Σχολ. «κεκρυμμένος καὶ [[δόλιος]] θυμὸς ἢ καὶ [[βαθυγνώμων]]») Σοφ. Αἴ. 954· θηλ., κελαινῶπις νεφέλα Πινδ. Π. 1. 31. Ὡσαύτως κελαινωπός, ή, όν, ἐν Ἀρκαδ. σ. 67. 10.
}}
}}
{{bailly
{{mdlsj
|btext=α;<br /><i>adj. m. dor.</i><br />à l’aspect sombre, impénétrable.<br />'''Étymologie:''' [[κελαινός]], [[ὤψ]].
|mdlsjtxt=[ὤψ]<br />[[black]]-faced, [[swarthy]], [[gloomy]], Soph.: fem., [[κελαινῶπις]] Pind.
}}
{{grml
|mltxt=[[κελαινώπας]], ὁ, θηλ. [[κελαινῶπις]] (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει σκοτεινή όψη<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[φοβερός]], [[άγριος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κελαινός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ώπας</i> / <i>ῶπις</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ὤψ</i>, <i>ὠπός</i> «όψη»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ασκαλ</i>-<i>ώπας</i> / <i>γλαυκ</i>-<i>ῶπις</i>].
}}
}}

Latest revision as of 11:03, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κελαινώπας Medium diacritics: κελαινώπας Low diacritics: κελαινώπας Capitals: ΚΕΛΑΙΝΩΠΑΣ
Transliteration A: kelainṓpas Transliteration B: kelainōpas Transliteration C: kelainopas Beta Code: kelainw/pas

English (LSJ)

α, ὁ, (ὤψ) black-faced: hence, gloomy, θυμός S.Aj. 955 (lyr.):—fem. κελαινῶπις νεφέλα Pi.P.1.7:—also κελαινωπός, ή, όν, Hdn. Gr.1.188.

French (Bailly abrégé)

α;
adj. m. dor.
à l'aspect sombre, impénétrable.
Étymologie: κελαινός, ὤψ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κελαινώπας -α [κελαινός, ὤψ] Dor., met donker gezicht, somber:. κελαινώπας θυμός somber gemoed Soph. Ai. 955.

Greek Monolingual

κελαινώπας, ὁ, θηλ. κελαινῶπις (Α)
1. αυτός που έχει σκοτεινή όψη
2. μτφ. φοβερός, άγριος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κελαινός + -ώπας / ῶπις (< ὤψ, ὠπός «όψη»), πρβλ. ασκαλ-ώπας / γλαυκ-ῶπις].

Greek Monotonic

κελαινώπας: -α, ὁ (ὤψ), αυτός που έχει μαύρο πρόσωπο, μελαψός, ζοφερός, ανήλιαγος, σε Σοφ.· θηλ. κελαινῶπις, σε Πίνδ.

Greek (Liddell-Scott)

κελαινώπας: α, ὁ, (ὢψ) μέλαιναν ἔχων τὴν ὄψιν, τὴν μορφήν, μέλας, φοβερός, θυμὸς (Σχολ. «κεκρυμμένος καὶ δόλιος θυμὸς ἢ καὶ βαθυγνώμων») Σοφ. Αἴ. 954· θηλ., κελαινῶπις νεφέλα Πινδ. Π. 1. 31. Ὡσαύτως κελαινωπός, ή, όν, ἐν Ἀρκαδ. σ. 67. 10.

Middle Liddell

[ὤψ]
black-faced, swarthy, gloomy, Soph.: fem., κελαινῶπις Pind.