ἄξενος: Difference between revisions
Θεὸν προτίμα, δεύτερον δὲ τοὺς γονεῖς → Post deum habeas parentes proximo loco → Vor allem ehre Gott, die Eltern gleich nach ihm
(3) |
m (Text replacement - "Galician: inhóspito;" to "Galician: inhóspito; German: menschenfeindlich, nicht einladend, nicht gastfreundlich, ungastlich, unwirtlich;") |
||
(26 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=aksenos | |Transliteration C=aksenos | ||
|Beta Code=a)/cenos | |Beta Code=a)/cenos | ||
|Definition=Ion. and poet. ἄξεινος, ον, <span class=" | |Definition=Ion. and ''poet.'' [[ἄξεινος]], ον,<br><span class="bld">A</span> [[inhospitable]], of persons, opp. [[πολύξεινος]], Hes. ''Op.''715; ἀνὴρ ξένοισιν ἄξενος E.''Fr.''736; ἄ. καὶ ἄγριον Pl.''Sph.''217e; of places, ὅρμος S.''Ph.''217 (lyr.); [[γῆ]], [[στέγη]], E.''IT''94, ''Cyc.''91: Comp. and Sup. [[ἀξενώτερος]], [[ἀξενώτατος]], Id.''Alc.''556, ''Med.''1264.<br><span class="bld">II</span> [[Ἄξεινος]] (''[[sc.]]'' [[πόντος]]) the [[Axine]], afterwds. called the [[Euxine]], Pi.''P.''4.203, E. ''Andr.''793 (lyr.); in full, [[πόρος]], [[πόντος]] [[Ἄξεινος]], Id.''IT''253,341. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> ép., jón. [[ἄξεινος]] Hes.<i>Op</i>.715<br /><b class="num">1</b> [[no hospitalario]] de pers. op. [[πολύξεινος]] Hes.<i>Op</i>.715, ἁνὴρ ... ξένοισιν [[ἄξενος]] E.<i>Fr</i>.736<br /><b class="num">•</b>[[no acorde con las leyes de la hospitalidad]], [[incivil]] ἄ. καὶ ἄγριος Pl.<i>Sph</i>.217e, cf. E.<i>Alc</i>.556<br /><b class="num">•</b>de lugares [[inhóspito]] γῆ E.<i>IT</i> 94, στέγη E.<i>Cyc</i>.91, κονίστραι Call.<i>Fr</i>.328, ἤθη Philostr.<i>VA</i> 6.12, οὖρος Nonn.<i>D</i>.5.324, cf. E.<i>Med</i>.1264, Luc.<i>VH</i> 1.35, ναὸς ἄξενον ... ὅρμον puerto sin naves</i> S.<i>Ph</i>.217, ἄ. Φᾶσις Theoc.13.75.<br /><b class="num">2</b> Ἄξεινος (e.d. πόντος) [[el Mar Negro]] del persa <i>aḫšaina</i> ‘[[negro]]’ interpretado como [[inhospitalario]] y llamado más tarde por eufemismo Εὔξεινος [[hospitalario]] ἐπ' Ἀξείνου στόμα ... ἤλυθον Pi.<i>P</i>.4.203, tb. πόντος ἄ. E.<i>IT</i> 341, cf. A.R.2.984, Orph.<i>A</i>.85, Luc.<i>Tox</i>.3, ἄ. πόρος E.<i>IT</i> 253, ἄ. ὑγρά E.<i>Andr</i>.793.<br /><b class="num">3</b> [[que no tiene quien le hospede]] Hsch. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0269.png Seite 269]] ion. u. poet. [[ἄξεινος]], nicht gastfreundlich, unfreundlich gegen Fremde, Hes. O. 713; καὶ [[ἄγριος]] Plat. Soph. 217 e. Auch von Ländern und Meeren, unwirthbar, [[ὅρμος]] Soph. Phil. 217; oft Eur.; Strab. Nach Hesych. auch: der keinen Gastfreund hat, der ihn bewirthen kann. | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />inhospitalier ; périlleux pour les navigateurs.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ξένος]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἄξενος:''' ион. [[ἄξεινος]] 2 негостеприимный ([[μηδὲ]] [[πολύξεινος]] μηδ᾽ [[ἄξεινος]] Hes.; [[ὅρμος]] Soph.; γῆ Eur.): ὁ Ἄξεινος ([[πόντος]]) Pind., Eur. Аксинский понт, т. е. Черное море (впосл. Εὔξεινος [[πόντος]] Эвксинский понт). | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἄξενος''': Ἰων. καὶ ποιητ. [[ἄξεινος]], ον, ἀφιλόξενος, ἐπὶ προσώπων, κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὸ πολύξεινος, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 713· ἀνὴρ ξένοισιν ἄξ. Εὐρ. παρὰ Στοβ. 621. 4· ἄξ. καὶ ἄγριον Πλάτ. Σοφ. 217Ε: ἐπὶ τόπων, [[ὅρμος]] Σοφ. Φ. 217· γῆ, [[στέγη]] Εὐρ. Ι. Τ. 94, Κύκλ. 91: ― Συγκρ. καὶ ὑπερθ. -ώτερος, -ώτατος. ὁ αὐτ. Ἄλκ. 556, Μήδ. 1264. ΙΙ. Ἄξεινος (ἐνν. [[πόντος]]) ὁ μετὰ [[ταῦτα]] κληθεὶς Εὔξεινος (Euxeinus qui nunc Axenus ille fait, Ὀβ.), Πινδ. Π. 4. 362· Ἄξενος ἐν Εὐρ. Ἀνδρ. 794· καὶ μετὰ τῶν οὐσιαστ. [[πόρος]], [[πόντος]] [[ἄξενος]] Εὐρ. Ι. Τ. 253, 341: ― πρβλ. ἐπιδρομή, [[συμπληγάς]]. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἄξενος]], -ον, ιων. κ. ποιητ. [[ἄξεινος]], -ον)<br />[[αφιλόξενος]]<br /><b>αρχ.</b><br />‘Αξεινος (ενν. [[πόντος]])<br />αυτός που ονομάστηκε Εύξεινος κατ' ευφημισμόν ([[Πίνδαρος]], Ευριπίδης). | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἄξενος:''' Ιων. και ποιητ. ἄ-ξεινος, <i>-ον</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[φιλόξενος]], λέγεται για πρόσωπα, σε Ησίοδ., Πλάτ.· λέγεται για τόπους, σε Σοφ., Ευρ.· συγκρ. και υπερθ. <i>-ώτερος</i>, <i>-ώτατος</i>, σε Ευρ. <b>II.Ἄξεινος</b> ή Ἄξενος (ενν. [[πόντος]]), ο Άξενος, μεταγεν. αποκαλούμενος Εύξεινος (Eixeinus [[qui]] [[nunc]] [[Axenus]] [[ille]] fuit, σε Οβίδ.), σε Πίνδ., Ευρ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[inhospitable]], of persons, Hes., Plat.; of places, Soph., Eur.:—comp. and Sup. -ώτερος, -ώτατος, Eur. | |||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[desolate]], [[inhospitable]] | |||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[inhospitable]]=== | |||
Bulgarian: негостоприемен; Catalan: inhòspit; Dutch: [[onherbergzaam]]; French: [[inhospitalier]]; Galician: inhóspito; German: [[menschenfeindlich]], [[nicht einladend]], [[nicht gastfreundlich]], [[ungastlich]], [[unwirtlich]]; Greek: [[αφιλόξενος]]; Ancient Greek: [[ἀλίμενος]], [[ἄμεικτος]], [[ἄμικτος]], [[ἀμιχθαλόεις]], [[ἄξεινος]], [[ἄξενος]], [[ἀπόξενος]], [[ἀφιλόξενος]], [[δύσαυλος]], [[δύσξενος]], [[δύσχορτος]], [[ἐχθρόξενος]], [[κακόξεινος]], [[κακόξενος]], [[μισόξενος]], [[φυγόξενος]]; Irish: ainfhial, danartha, dofháilteach, doicheallach, dothíosach; Latin: [[inhospitalis]]; Malagasy: tsy azo hiainana; Manx: neuoastagh, anoltagh, neuaaghtagh, neuchuirree; Norwegian Bokmål: ugjestmild; Nynorsk: ugjestmild; Old English: uncumlīþe, unġiestlīþe; Polish: niegościnny; Portuguese: [[inóspito]]; Russian: [[негостеприимный]]; Spanish: [[inhóspito]]; Swedish: ogästvänlig | |||
}} | }} |
Latest revision as of 16:54, 3 March 2024
English (LSJ)
Ion. and poet. ἄξεινος, ον,
A inhospitable, of persons, opp. πολύξεινος, Hes. Op.715; ἀνὴρ ξένοισιν ἄξενος E.Fr.736; ἄ. καὶ ἄγριον Pl.Sph.217e; of places, ὅρμος S.Ph.217 (lyr.); γῆ, στέγη, E.IT94, Cyc.91: Comp. and Sup. ἀξενώτερος, ἀξενώτατος, Id.Alc.556, Med.1264.
II Ἄξεινος (sc. πόντος) the Axine, afterwds. called the Euxine, Pi.P.4.203, E. Andr.793 (lyr.); in full, πόρος, πόντος Ἄξεινος, Id.IT253,341.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): ép., jón. ἄξεινος Hes.Op.715
1 no hospitalario de pers. op. πολύξεινος Hes.Op.715, ἁνὴρ ... ξένοισιν ἄξενος E.Fr.736
•no acorde con las leyes de la hospitalidad, incivil ἄ. καὶ ἄγριος Pl.Sph.217e, cf. E.Alc.556
•de lugares inhóspito γῆ E.IT 94, στέγη E.Cyc.91, κονίστραι Call.Fr.328, ἤθη Philostr.VA 6.12, οὖρος Nonn.D.5.324, cf. E.Med.1264, Luc.VH 1.35, ναὸς ἄξενον ... ὅρμον puerto sin naves S.Ph.217, ἄ. Φᾶσις Theoc.13.75.
2 Ἄξεινος (e.d. πόντος) el Mar Negro del persa aḫšaina ‘negro’ interpretado como inhospitalario y llamado más tarde por eufemismo Εὔξεινος hospitalario ἐπ' Ἀξείνου στόμα ... ἤλυθον Pi.P.4.203, tb. πόντος ἄ. E.IT 341, cf. A.R.2.984, Orph.A.85, Luc.Tox.3, ἄ. πόρος E.IT 253, ἄ. ὑγρά E.Andr.793.
3 que no tiene quien le hospede Hsch.
German (Pape)
[Seite 269] ion. u. poet. ἄξεινος, nicht gastfreundlich, unfreundlich gegen Fremde, Hes. O. 713; καὶ ἄγριος Plat. Soph. 217 e. Auch von Ländern und Meeren, unwirthbar, ὅρμος Soph. Phil. 217; oft Eur.; Strab. Nach Hesych. auch: der keinen Gastfreund hat, der ihn bewirthen kann.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
inhospitalier ; périlleux pour les navigateurs.
Étymologie: ἀ, ξένος.
Russian (Dvoretsky)
ἄξενος: ион. ἄξεινος 2 негостеприимный (μηδὲ πολύξεινος μηδ᾽ ἄξεινος Hes.; ὅρμος Soph.; γῆ Eur.): ὁ Ἄξεινος (πόντος) Pind., Eur. Аксинский понт, т. е. Черное море (впосл. Εὔξεινος πόντος Эвксинский понт).
Greek (Liddell-Scott)
ἄξενος: Ἰων. καὶ ποιητ. ἄξεινος, ον, ἀφιλόξενος, ἐπὶ προσώπων, κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὸ πολύξεινος, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 713· ἀνὴρ ξένοισιν ἄξ. Εὐρ. παρὰ Στοβ. 621. 4· ἄξ. καὶ ἄγριον Πλάτ. Σοφ. 217Ε: ἐπὶ τόπων, ὅρμος Σοφ. Φ. 217· γῆ, στέγη Εὐρ. Ι. Τ. 94, Κύκλ. 91: ― Συγκρ. καὶ ὑπερθ. -ώτερος, -ώτατος. ὁ αὐτ. Ἄλκ. 556, Μήδ. 1264. ΙΙ. Ἄξεινος (ἐνν. πόντος) ὁ μετὰ ταῦτα κληθεὶς Εὔξεινος (Euxeinus qui nunc Axenus ille fait, Ὀβ.), Πινδ. Π. 4. 362· Ἄξενος ἐν Εὐρ. Ἀνδρ. 794· καὶ μετὰ τῶν οὐσιαστ. πόρος, πόντος ἄξενος Εὐρ. Ι. Τ. 253, 341: ― πρβλ. ἐπιδρομή, συμπληγάς.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἄξενος, -ον, ιων. κ. ποιητ. ἄξεινος, -ον)
αφιλόξενος
αρχ.
‘Αξεινος (ενν. πόντος)
αυτός που ονομάστηκε Εύξεινος κατ' ευφημισμόν (Πίνδαρος, Ευριπίδης).
Greek Monotonic
ἄξενος: Ιων. και ποιητ. ἄ-ξεινος, -ον,
I. φιλόξενος, λέγεται για πρόσωπα, σε Ησίοδ., Πλάτ.· λέγεται για τόπους, σε Σοφ., Ευρ.· συγκρ. και υπερθ. -ώτερος, -ώτατος, σε Ευρ. II.Ἄξεινος ή Ἄξενος (ενν. πόντος), ο Άξενος, μεταγεν. αποκαλούμενος Εύξεινος (Eixeinus qui nunc Axenus ille fuit, σε Οβίδ.), σε Πίνδ., Ευρ.
Middle Liddell
inhospitable, of persons, Hes., Plat.; of places, Soph., Eur.:—comp. and Sup. -ώτερος, -ώτατος, Eur.
English (Woodhouse)
Translations
inhospitable
Bulgarian: негостоприемен; Catalan: inhòspit; Dutch: onherbergzaam; French: inhospitalier; Galician: inhóspito; German: menschenfeindlich, nicht einladend, nicht gastfreundlich, ungastlich, unwirtlich; Greek: αφιλόξενος; Ancient Greek: ἀλίμενος, ἄμεικτος, ἄμικτος, ἀμιχθαλόεις, ἄξεινος, ἄξενος, ἀπόξενος, ἀφιλόξενος, δύσαυλος, δύσξενος, δύσχορτος, ἐχθρόξενος, κακόξεινος, κακόξενος, μισόξενος, φυγόξενος; Irish: ainfhial, danartha, dofháilteach, doicheallach, dothíosach; Latin: inhospitalis; Malagasy: tsy azo hiainana; Manx: neuoastagh, anoltagh, neuaaghtagh, neuchuirree; Norwegian Bokmål: ugjestmild; Nynorsk: ugjestmild; Old English: uncumlīþe, unġiestlīþe; Polish: niegościnny; Portuguese: inóspito; Russian: негостеприимный; Spanish: inhóspito; Swedish: ogästvänlig