νείκος: Difference between revisions

From LSJ

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
(26)
 
m (Text replacement - "νεῑ" to "νεῖ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=νεῑκος, τὸ (Α)<br /><b>1.</b> [[έριδα]], [[φιλονικία]] («οὐδὲν ἔτι [[πλέον]] ἐγένετο τούτων ἐς νεῑκος φέρον Ἴωσι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[λογομαχία]], ύβρη («Αἶαν νεῑκος ἄριστε, κακοφραδές», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[δικαστικός]] [[αγώνας]], [[διαφορά]], [[φιλονικία]] σε [[δίκη]] («κρίνων νείκεα [[πολλά]] δικαζομένων αἰζηῶν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>4.</b> [[διαταραχή]] τών σχέσεων [[μεταξύ]] εθνών, [[πόλεμος]]<br /><b>5.</b> η [[προσφυγή]] στην [[εξουσία]]<br />β. [[μάχη]], [[συμπλοκή]], [[αγώνας]]<br /><b>7.</b> η [[αιτία]] της έριδας<br /><b>8.</b> (στη [[φιλοσοφία]] του Εμπεδοκλέους) η μία από τις δύο δημιουργούς δυνάμεις του κόσμου (νεῑκος<br />[[φιλότης]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Ανάγεται πιθ. σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>n</i><i>ē</i><i>ik</i>-, «[[επιπίπτω]] [[εξορμώ]]», [[οπότε]] συνδέεται με ΙΕ τ., όπως λιθουαν. <i>ap</i>-<i>nikti</i>, <i>su</i>-<i>nikti</i> «[[επιπίπτω]]», και λεττον. <i>nikns</i> «[[βίαιος]]». Απίθανη η συγγένειά του με το [[νίκη]].
|mltxt=νεῖκος, τὸ (Α)<br /><b>1.</b> [[έριδα]], [[φιλονικία]] («οὐδὲν ἔτι [[πλέον]] ἐγένετο τούτων ἐς νεῖκος φέρον Ἴωσι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[λογομαχία]], ύβρη («Αἶαν νεῖκος ἄριστε, κακοφραδές», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[δικαστικός]] [[αγώνας]], [[διαφορά]], [[φιλονικία]] σε [[δίκη]] («κρίνων νείκεα [[πολλά]] δικαζομένων αἰζηῶν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>4.</b> [[διαταραχή]] τών σχέσεων [[μεταξύ]] εθνών, [[πόλεμος]]<br /><b>5.</b> η [[προσφυγή]] στην [[εξουσία]]<br />β. [[μάχη]], [[συμπλοκή]], [[αγώνας]]<br /><b>7.</b> η [[αιτία]] της έριδας<br /><b>8.</b> (στη [[φιλοσοφία]] του Εμπεδοκλέους) η μία από τις δύο δημιουργούς δυνάμεις του κόσμου (νεῖκος<br />[[φιλότης]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Ανάγεται πιθ. σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>n</i><i>ē</i><i>ik</i>-, «[[επιπίπτω]] [[εξορμώ]]», [[οπότε]] συνδέεται με ΙΕ τ., όπως λιθουαν. <i>ap</i>-<i>nikti</i>, <i>su</i>-<i>nikti</i> «[[επιπίπτω]]», και λεττον. <i>nikns</i> «[[βίαιος]]». Απίθανη η συγγένειά του με το [[νίκη]].
}}
}}

Latest revision as of 08:00, 27 May 2022

Greek Monolingual

νεῖκος, τὸ (Α)
1. έριδα, φιλονικία («οὐδὲν ἔτι πλέον ἐγένετο τούτων ἐς νεῖκος φέρον Ἴωσι», Ηρόδ.)
2. λογομαχία, ύβρη («Αἶαν νεῖκος ἄριστε, κακοφραδές», Ομ. Ιλ.)
3. δικαστικός αγώνας, διαφορά, φιλονικία σε δίκη («κρίνων νείκεα πολλά δικαζομένων αἰζηῶν», Ομ. Οδ.)
4. διαταραχή τών σχέσεων μεταξύ εθνών, πόλεμος
5. η προσφυγή στην εξουσία
β. μάχη, συμπλοκή, αγώνας
7. η αιτία της έριδας
8. (στη φιλοσοφία του Εμπεδοκλέους) η μία από τις δύο δημιουργούς δυνάμεις του κόσμου (νεῖκος
φιλότης).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ανάγεται πιθ. σε ΙΕ ρίζα nēik-, «επιπίπτω εξορμώ», οπότε συνδέεται με ΙΕ τ., όπως λιθουαν. ap-nikti, su-nikti «επιπίπτω», και λεττον. nikns «βίαιος». Απίθανη η συγγένειά του με το νίκη.