ο-: Difference between revisions
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
(28) |
m (Text replacement - "————————" to "<br />") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />ὀ- (Α)<br />αχώριστο αθροιστικό [[πρόθημα]] που, [[κατά]] την επικρατέστερη [[άποψη]], θεωρείται [[αιολικός]] τ. του αθροιστικού <i>ἁ</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>ἁ</i>-[[θρόος]], <i>ἄ</i>-<i>παξ</i><br /><b>βλ. λ.</b> <i>ἀ</i>-[ΙΙ]), από όπου και η [[ψίλωση]] τών ελάχιστων λ. με α' συνθετικό το [[πρόθημα]] αυτό. Τα εν λόγω [[σύνθετα]] μαρτυρούνται στον Όμηρο ή σε γλωσσάρια (<b>πρβλ.</b> <i>ὄ</i>-<i>πατρος</i>, [[ὀπάτριος]], <i>ὀ</i>-<i>γάστριος</i>, <i>ὄ</i>-<i>τριχες</i>, <i>ὄ</i>-<i>γάστωρ</i>, <i>ὄ</i>-<i>ζυγες</i>, <i>ὄ</i>-<i>θροον</i>, <i>ὄ</i>-<i>ξυλον</i>, [[οἰέτης]])]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />ὀ- (Α)<br />αχώριστο αθροιστικό [[πρόθημα]] που, [[κατά]] την επικρατέστερη [[άποψη]], θεωρείται [[αιολικός]] τ. του αθροιστικού <i>ἁ</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>ἁ</i>-[[θρόος]], <i>ἄ</i>-<i>παξ</i><br /><b>βλ. λ.</b> <i>ἀ</i>-[ΙΙ]), από όπου και η [[ψίλωση]] τών ελάχιστων λ. με α' συνθετικό το [[πρόθημα]] αυτό. Τα εν λόγω [[σύνθετα]] μαρτυρούνται στον Όμηρο ή σε γλωσσάρια (<b>πρβλ.</b> <i>ὄ</i>-<i>πατρος</i>, [[ὀπάτριος]], <i>ὀ</i>-<i>γάστριος</i>, <i>ὄ</i>-<i>τριχες</i>, <i>ὄ</i>-<i>γάστωρ</i>, <i>ὄ</i>-<i>ζυγες</i>, <i>ὄ</i>-<i>θροον</i>, <i>ὄ</i>-<i>ξυλον</i>, [[οἰέτης]])].<br /> <b>(II)</b><br />ὀ- (Α)<br />ο τ. <i>ὀ</i>- μαρτυρείται με τη [[μορφή]] προθήματος σε ελάχιστες αβέβαιης ετυμολ. λ. της Αρχαίας Ελληνικής με σημ. «[[σχεδόν]], [[περίπου]], [[μαζί]]» (<b>πρβλ.</b> [[ὀκέλλω]], <i>ὀτρυνω</i>, [[ὄσχος]], [[ὄζος]] και πιθ. στα <i>ὄaρ [[ὄψον]], [[ὄβριμος]], [[ὄτλος]]). Το [[μόριο]] αυτό, αβέβαιης προέλευσης, θα μπορούσε ίσως να συνδεθεί με αρχ. ινδ. <i>ā</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>ā</i>-<i>gam</i>- «[[πλησιάζω]]»), αβεστ. <i>ā</i>-, αρχ. άνω γερμ. <i>ᾱ</i>-, αρχ. σλαβ. <i>ja</i>-. Κατ' άλλους, το [[μόριο]] συνδέεται με το αθροιστικό [[πρόθημα]] <i>ὀ</i>-(Ι) ή θεωρείται, σε ορισμένες [[τουλάχιστον]] λ., ότι λειτουργεί ως [[πρόθεση]]. Αβέβαιη φαίνεται η [[άποψη]] ότι το [[πρόθημα]] <i>ὀ</i>- μαρτυρείται με την εκτεταμένη του [[μορφή]] στα [[ὠρύομαι]], <i>ὠκεανός</i>. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:35, 9 January 2019
Greek Monolingual
(I)
ὀ- (Α)
αχώριστο αθροιστικό πρόθημα που, κατά την επικρατέστερη άποψη, θεωρείται αιολικός τ. του αθροιστικού ἁ- (πρβλ. ἁ-θρόος, ἄ-παξ
βλ. λ. ἀ-[ΙΙ]), από όπου και η ψίλωση τών ελάχιστων λ. με α' συνθετικό το πρόθημα αυτό. Τα εν λόγω σύνθετα μαρτυρούνται στον Όμηρο ή σε γλωσσάρια (πρβλ. ὄ-πατρος, ὀπάτριος, ὀ-γάστριος, ὄ-τριχες, ὄ-γάστωρ, ὄ-ζυγες, ὄ-θροον, ὄ-ξυλον, οἰέτης)].
(II)
ὀ- (Α)
ο τ. ὀ- μαρτυρείται με τη μορφή προθήματος σε ελάχιστες αβέβαιης ετυμολ. λ. της Αρχαίας Ελληνικής με σημ. «σχεδόν, περίπου, μαζί» (πρβλ. ὀκέλλω, ὀτρυνω, ὄσχος, ὄζος και πιθ. στα ὄaρ ὄψον, ὄβριμος, ὄτλος). Το μόριο αυτό, αβέβαιης προέλευσης, θα μπορούσε ίσως να συνδεθεί με αρχ. ινδ. ā- (πρβλ. ā-gam- «πλησιάζω»), αβεστ. ā-, αρχ. άνω γερμ. ᾱ-, αρχ. σλαβ. ja-. Κατ' άλλους, το μόριο συνδέεται με το αθροιστικό πρόθημα ὀ-(Ι) ή θεωρείται, σε ορισμένες τουλάχιστον λ., ότι λειτουργεί ως πρόθεση. Αβέβαιη φαίνεται η άποψη ότι το πρόθημα ὀ- μαρτυρείται με την εκτεταμένη του μορφή στα ὠρύομαι, ὠκεανός.