ὠλεσίοικος: Difference between revisions

From LSJ

παραβλύζειν τοῦ οἴνου ἐν τῷ ὕπνωdisgorge wine in one's sleep, belch a bit of wine in one's sleep

Source
(13)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(21 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=olesioikos
|Transliteration C=olesioikos
|Beta Code=w)lesi/oikos
|Beta Code=w)lesi/oikos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">destroying the house</b>, <b class="b3">τὰν ὠ. θεόν</b> (sc. <b class="b3">Ἐρινύν</b>) <span class="bibl">A.<span class="title">Th.</span>720</span> (lyr.); ἀνάστασιν ὠλεσίοικον <span class="bibl">Orph.<span class="title">Fr.</span>285.26</span>; <b class="b3">ἁρπαγαὶ ὠ</b>. ib.<span class="bibl">58</span>; written <b class="b3">ὀλεσ-</b> in <span class="bibl">Lib. <span class="title">Decl.</span>26.32</span> codd. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">squandering one's substance</b>, <span class="bibl">Com.Adesp. 1200</span>.</span>
|Definition=ὠλεσίοικον,<br><span class="bld">A</span> [[destroying the house]], <b class="b3">τὰν ὠ. θεόν</b> (''[[sc.]]'' [[Ἐρινύν]]) A.''Th.''720 (lyr.); ἀνάστασιν ὠλεσίοικον Orph.''Fr.''285.26; <b class="b3">ἁρπαγαὶ ὠ.</b> ib.58; written <b class="b3">ὀλεσ-</b> in Lib. ''Decl.''26.32 codd.<br><span class="bld">II</span> [[squandering one's substance]], Com.Adesp. 1200.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> [[qui perd les maisons]], [[les familles]];<br /><b>2</b> [[qui ruine une maison par ses dépenses]].<br />'''Étymologie:''' [[ὄλλυμι]], [[οἶκος]].
}}
{{pape
|ptext=<i>das Haus, die [[Familie]] [[zerstörend]], zu Grunde [[richtend]]</i>, Aesch. <i>Spt</i>. 702; – <i>das [[Vermögen]] [[verderbend]], [[verschwendend]]</i>, Sp., wie Liban.; vgl. <i>B.A</i>. 318.
}}
{{elru
|elrutext='''ὠλεσίοικος:''' [[несущий разрушение дому или роду]] (ἁ [[θεός]] = [[Ἐρινύς]] Aesch.).
}}
{{ls
|lstext='''ὠλεσίοικος''': -ον, ὁ τὸν οἶκον καταστρέφων, τὰν ὠλ. θεὸν (ἐξυπακ. Ἐρινὺν) Αἰσχύλ. Θήβ. 720· ― τοῦτο δὲ [[ἀναγνωστέον]] ἀντὶ ὀλεσ-, παρὰ Λιβαν. 4. 143, πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 701. ΙΙ. ὁ διασκορπίζων τὴν [[ἑαυτοῦ]] περιουσίαν, [[οἰκοφθόρος]], ἄσωτος, Α. Β. 318, Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=και [[ὀλεσίοικος]], -ον, ΜΑ<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> αυτός που καταστρέφει το [[σπίτι]] του, την οικογένειά του<br /><b>2.</b> αυτός που διασπαθίζει, που κατασπαταλά την [[περιουσία]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]] (<b>βλ. λ.</b> [[τέρπω]]) <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ὀλεσι</i>- του [[ὄλλυμι]] «[[καταστρέφω]]» ([[πρβλ]]. <i>ἀπόλεσις</i>, <i>ὤλεσα</i>) <span style="color: red;">+</span> [[οἶκος]] ([[πρβλ]]. [[σωσίοικος]]). Ο [[μακρός]] [[φωνηεντισμός]] <i>ω</i>- του τ. <i>ὠλεσί</i>-<i>οικος</i> οφείλεται πιθ. σε [[διευθέτηση]] μετρικών αναγκών].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὠλεσίοικος:''' -ον, αυτός που καταστρέφει το [[σπίτι]] του, σε Αισχύλ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὠλεσί-οικος, ον,<br />[[destroying]] the [[house]], Aesch.
}}
}}

Latest revision as of 10:34, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠλεσίοικος Medium diacritics: ὠλεσίοικος Low diacritics: ωλεσίοικος Capitals: ΩΛΕΣΙΟΙΚΟΣ
Transliteration A: ōlesíoikos Transliteration B: ōlesioikos Transliteration C: olesioikos Beta Code: w)lesi/oikos

English (LSJ)

ὠλεσίοικον,
A destroying the house, τὰν ὠ. θεόν (sc. Ἐρινύν) A.Th.720 (lyr.); ἀνάστασιν ὠλεσίοικον Orph.Fr.285.26; ἁρπαγαὶ ὠ. ib.58; written ὀλεσ- in Lib. Decl.26.32 codd.
II squandering one's substance, Com.Adesp. 1200.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui perd les maisons, les familles;
2 qui ruine une maison par ses dépenses.
Étymologie: ὄλλυμι, οἶκος.

German (Pape)

das Haus, die Familie zerstörend, zu Grunde richtend, Aesch. Spt. 702; – das Vermögen verderbend, verschwendend, Sp., wie Liban.; vgl. B.A. 318.

Russian (Dvoretsky)

ὠλεσίοικος: несущий разрушение дому или роду (ἁ θεός = Ἐρινύς Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

ὠλεσίοικος: -ον, ὁ τὸν οἶκον καταστρέφων, τὰν ὠλ. θεὸν (ἐξυπακ. Ἐρινὺν) Αἰσχύλ. Θήβ. 720· ― τοῦτο δὲ ἀναγνωστέον ἀντὶ ὀλεσ-, παρὰ Λιβαν. 4. 143, πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 701. ΙΙ. ὁ διασκορπίζων τὴν ἑαυτοῦ περιουσίαν, οἰκοφθόρος, ἄσωτος, Α. Β. 318, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

και ὀλεσίοικος, -ον, ΜΑ
(ποιητ. τ.)
1. αυτός που καταστρέφει το σπίτι του, την οικογένειά του
2. αυτός που διασπαθίζει, που κατασπαταλά την περιουσία του.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος (βλ. λ. τέρπω) < θ. ὀλεσι- του ὄλλυμι «καταστρέφω» (πρβλ. ἀπόλεσις, ὤλεσα) + οἶκος (πρβλ. σωσίοικος). Ο μακρός φωνηεντισμός ω- του τ. ὠλεσί-οικος οφείλεται πιθ. σε διευθέτηση μετρικών αναγκών].

Greek Monotonic

ὠλεσίοικος: -ον, αυτός που καταστρέφει το σπίτι του, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

ὠλεσί-οικος, ον,
destroying the house, Aesch.