παροινία: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
(31) |
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
(19 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=paroinia | |Transliteration C=paroinia | ||
|Beta Code=paroini/a | |Beta Code=paroini/a | ||
|Definition=ἡ, | |Definition=ἡ, [[drunken behaviour]], Lys.1.45, X.''Smp.''6.1 sq., Amphis 29, D.10.198, Aeschin. 1.61; π. εἰς γυναῖκα ἐλευθέραν Id.2.4. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0525.png Seite 525]] ἡ, schlechtes Betragen beim Gelage, die schimpfliche Behandlung; schlechte Aufführung wie die eines Trunkenbolds, εὐτελἔς γὰρ [[δεῖπνον]] οὐ ποιεῖ παροινίαν, Ath. X, 421 a; Xen. Conv. 6, 1; Aesch. 1, 61; Dem. 19, 198 u. Folgde. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0525.png Seite 525]] ἡ, schlechtes Betragen beim Gelage, die schimpfliche Behandlung; schlechte Aufführung wie die eines Trunkenbolds, εὐτελἔς γὰρ [[δεῖπνον]] οὐ ποιεῖ παροινίαν, Ath. X, 421 a; Xen. Conv. 6, 1; Aesch. 1, 61; Dem. 19, 198 u. Folgde. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />[[excès auxquels on se porte dans l'ivresse]], [[insulte d'un homme pris de vin]].<br />'''Étymologie:''' [[πάροινος]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=παροινία -ας, ἡ [πάροινος] dronkenschap. mishandeling (onder invloed). | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''παροινία:''' ἡ [[бесчинство в пьяном виде]], [[пьяный разгул]] Lys., Xen., Aeschin. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ἡ, ΜΑ [[πάροινος]]<br /><b>1.</b> η σκαιά και υβριστική [[συμπεριφορά]] του μεθυσμένου, οι κακοί τρόποι, τα [[κακά]] φερσίματά του («εὐτελὲς δεῖπνον οὐ ποιεῖ παροινίαν», Αισχίν.)<br /><b>2.</b> (γενικά) η [[συμπεριφορά]] σκληρού, παράφορου, τρελού ανθρώπου. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''παροινία:''' ἡ, [[συμπεριφορά]] μέθυσου, παράλογη [[συμπεριφορά]], [[μανία]] μέθυσου, [[ευθυμία]] από [[κατάσταση]] μέθης, σε Ξεν. κ.λπ. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παροινία''': ἡ, συμπεριφορὰ μεθύσου, [[κακοτροπία]] καὶ ὑβριστικὸς [[τρόπος]] [[αὐτοῦ]], Λυσ. 96. 1, Ξενοφ. Συμπ. 6, 1 κἑξ., Ἄμφις ἐν «Πανὶ» 1, Αἰσχίν. 9. 19· π. ἐς γυναῖκα ἐλευθέραν ὁ αὐτ. 28. 39. - Καθ’ Ἡσύχιον: «[[παροινία]]· ἡ ἐκ τοῦ οἴνου [[ὕβρις]], καὶ οἱαδήποτε [[ἁμαρτία]]», καὶ «παροινίαι· κρεπάλαι. ὕβρεις ἀπὸ οἴνου». | |lstext='''παροινία''': ἡ, συμπεριφορὰ μεθύσου, [[κακοτροπία]] καὶ ὑβριστικὸς [[τρόπος]] [[αὐτοῦ]], Λυσ. 96. 1, Ξενοφ. Συμπ. 6, 1 κἑξ., Ἄμφις ἐν «Πανὶ» 1, Αἰσχίν. 9. 19· π. ἐς γυναῖκα ἐλευθέραν ὁ αὐτ. 28. 39. - Καθ’ Ἡσύχιον: «[[παροινία]]· ἡ ἐκ τοῦ οἴνου [[ὕβρις]], καὶ οἱαδήποτε [[ἁμαρτία]]», καὶ «παροινίαι· κρεπάλαι. ὕβρεις ἀπὸ οἴνου». | ||
}} | }} | ||
{{ | {{mdlsj | ||
| | |mdlsjtxt=[[drunken]] [[behaviour]], [[drunken]] [[violence]], a [[drunken]] [[frolic]], Xen., etc. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{WoodhouseReversedUncategorized | ||
| | |woodrun=[[drunken behaviour]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:18, 3 March 2024
English (LSJ)
ἡ, drunken behaviour, Lys.1.45, X.Smp.6.1 sq., Amphis 29, D.10.198, Aeschin. 1.61; π. εἰς γυναῖκα ἐλευθέραν Id.2.4.
German (Pape)
[Seite 525] ἡ, schlechtes Betragen beim Gelage, die schimpfliche Behandlung; schlechte Aufführung wie die eines Trunkenbolds, εὐτελἔς γὰρ δεῖπνον οὐ ποιεῖ παροινίαν, Ath. X, 421 a; Xen. Conv. 6, 1; Aesch. 1, 61; Dem. 19, 198 u. Folgde.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
excès auxquels on se porte dans l'ivresse, insulte d'un homme pris de vin.
Étymologie: πάροινος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παροινία -ας, ἡ [πάροινος] dronkenschap. mishandeling (onder invloed).
Russian (Dvoretsky)
παροινία: ἡ бесчинство в пьяном виде, пьяный разгул Lys., Xen., Aeschin.
Greek Monolingual
ἡ, ΜΑ πάροινος
1. η σκαιά και υβριστική συμπεριφορά του μεθυσμένου, οι κακοί τρόποι, τα κακά φερσίματά του («εὐτελὲς δεῖπνον οὐ ποιεῖ παροινίαν», Αισχίν.)
2. (γενικά) η συμπεριφορά σκληρού, παράφορου, τρελού ανθρώπου.
Greek Monotonic
παροινία: ἡ, συμπεριφορά μέθυσου, παράλογη συμπεριφορά, μανία μέθυσου, ευθυμία από κατάσταση μέθης, σε Ξεν. κ.λπ.
Greek (Liddell-Scott)
παροινία: ἡ, συμπεριφορὰ μεθύσου, κακοτροπία καὶ ὑβριστικὸς τρόπος αὐτοῦ, Λυσ. 96. 1, Ξενοφ. Συμπ. 6, 1 κἑξ., Ἄμφις ἐν «Πανὶ» 1, Αἰσχίν. 9. 19· π. ἐς γυναῖκα ἐλευθέραν ὁ αὐτ. 28. 39. - Καθ’ Ἡσύχιον: «παροινία· ἡ ἐκ τοῦ οἴνου ὕβρις, καὶ οἱαδήποτε ἁμαρτία», καὶ «παροινίαι· κρεπάλαι. ὕβρεις ἀπὸ οἴνου».
Middle Liddell
drunken behaviour, drunken violence, a drunken frolic, Xen., etc.