πάροχος: Difference between revisions

From LSJ

ἵνα οὖν μηδ' ἐν τούτῳ δῷ αὐτοῖς λαβήν (Photius, Fragments on the Epistle to the Romans 483.26) → so that he doesn't give them even here a handle (= an opportunity for refutation)

Source
(31)
mNo edit summary
 
(24 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=parochos
|Transliteration C=parochos
|Beta Code=pa/roxos
|Beta Code=pa/roxos
|Definition=(A), ὁ, (ὄχος) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">one who sits beside</b> another <b class="b2">in a chariot</b>, Hsch., Suid.; esp. of the groomsman in wedding ceremonies, hence of Ἔρως, Ζηνὸς π. γάμων τῆς τε . . Ἥρας <span class="bibl">Ar.<span class="title">Av.</span>1740</span> ; π. καὶ νυμφαγωγὸς συμπαρέστη <span class="bibl">Luc.<span class="title">Herod.</span>5</span>.</span><br /><span class="bld">πάροχος</span> (B), ὁ, (παρέχω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">provider</b>, c. gen., <span class="bibl">Porph.<span class="title">Abst.</span>2.12</span> (pl.) : gloss on [[πρόξενος]], Sch.<span class="bibl">Ar.<span class="title">Pl.</span>182</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b3">π., οἱ</b>, in the Roman provinces, <b class="b2">those who supplied public officers</b> with necessaries, Hor.<span class="title">Sat.</span>1.5.46, cf. <span class="title">IG</span>5(1).209.30 (Sparta, i B.C.) : metaph., <span class="bibl">Cic.<span class="title">Att.</span>13.2a</span>.<span class="bibl">2</span>.</span>
|Definition=(A), ὁ, ([[ὄχος]]) [[one who sits beside another in a chariot]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]], Suid.; especially of the groomsman in wedding ceremonies, hence of Ἔρως, Ζηνὸς π. γάμων τῆς τε… Ἥρας [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Birds|Av.]]''1740; π. καὶ νυμφαγωγὸς συμπαρέστη Luc.''Herod.''5.<br /><br />(B), ὁ, ([[παρέχω]])<br><span class="bld">A</span> [[provider]], c. gen., Porph.''Abst.''2.12 (pl.): gloss on [[πρόξενος]], Sch.Ar.''Pl.''182.<br><span class="bld">II</span> πάροχοι, οἱ, in the Roman provinces, [[those who supplied public officers with necessaries]], Hor.''Sat.''1.5.46, cf. ''IG''5(1).209.30 (Sparta, i B.C.): metaph., Cic.''Att.''13.2a.2.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0528.png Seite 528]] darreichend, gebend, bes. ὁ [[πάροχος]], der auf dem Marsche den Kriegern das Nöthige giebt, der die Kosten wozu hergiebt, Sp. ὁ, der mit auf dem Wagen Sitzende, Mitfahrende, bes. der [[παράνυμφος]], VLL. erkl. παράπομπος u. ä., Ar. Av. 1740 u. Sp., wie Luc.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0528.png Seite 528]] [[darreichend]], [[gebend]], bes. ὁ [[πάροχος]], der auf dem Marsche den Kriegern das Nöthige giebt, der die Kosten wozu hergiebt, Sp. ὁ, der mit auf dem Wagen Sitzende, Mitfahrende, bes. der [[παράνυμφος]], VLL. erkl. παράπομπος u. ä., Ar. Av. 1740 u. Sp., wie Luc.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) : [[fournisseur de vivres aux agents qui voyageaient pour le service public]].<br />'''Étymologie:''' [[παρέχω]].
}}
{{elnl
|elnltext=πάρ-οχος -ου, ὁ [[bruidsjonker]]:. Ζηνὸς πάροχος γάμων bruidsjonker bij het huwelijk van Zeus Aristoph. Av. 1740.
}}
{{elru
|elrutext='''πάροχος:''' ὁ и ἡ [[едущий рядом в колеснице]] (о дружке) Arph., Luc.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πάροχος''': ὁ, ([[ὄχος]]) ὁ καθήμενος πλησίον ἑτέρου ἐπὶ ὀχήματος, ὁ παροχούμενος, Σουΐδ., Ἡσύχιος· «πάροχοι λέγονται καὶ οἱ παράνυμφοι, παρὰ τὸ παροχεῖσθαι τοῖς νυμφίοις· ἐπ’ ὀχήματος γὰρ τὰς νύμφας ἦγον» Σουΐδ., Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 1740, Φώτ., [[ὅθεν]] ὁ Ἔρως καλεῖται «Ζηνὸς [[πάροχος]] γάμων», ὁ δ’ ἀμφιθαλὴς Ἔρως [[χρυσόπτερος]] ἡνίας εὔθυνε παλιντόνους, Ζηνὸς [[πάροχος]] γάμων τῆς τ’ εὐδαίμονος Ἥρας Ἀριστοφ. Ὄρν. 1737· [[πάροχος]] δὲ καὶ νυμφαγωγὸς Ἡφαιστίων παρέστη δᾷδα καιομένην ἔχων Λουκ. Ἡρόδοτος 5. 2) π. [[ἵππος]] = [[παρήορος]], Εὐαγρ. Ἐκκλ. Ἱστ. 6. 4.
|lstext='''πάροχος''': ὁ, ([[ὄχος]]) ὁ καθήμενος πλησίον ἑτέρου ἐπὶ ὀχήματος, ὁ παροχούμενος, Σουΐδ., Ἡσύχιος· «πάροχοι λέγονται καὶ οἱ παράνυμφοι, παρὰ τὸ παροχεῖσθαι τοῖς νυμφίοις· ἐπ’ ὀχήματος γὰρ τὰς νύμφας ἦγον» Σουΐδ., Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 1740, Φώτ., [[ὅθεν]] ὁ Ἔρως καλεῖται «Ζηνὸς [[πάροχος]] γάμων», ὁ δ’ ἀμφιθαλὴς Ἔρως [[χρυσόπτερος]] ἡνίας εὔθυνε παλιντόνους, Ζηνὸς [[πάροχος]] γάμων τῆς τ’ εὐδαίμονος Ἥρας Ἀριστοφ. Ὄρν. 1737· [[πάροχος]] δὲ καὶ νυμφαγωγὸς Ἡφαιστίων παρέστη δᾷδα καιομένην ἔχων Λουκ. Ἡρόδοτος 5. 2) π. [[ἵππος]] = [[παρήορος]], Εὐαγρ. Ἐκκλ. Ἱστ. 6. 4.
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=<span class="bld">2</span>ου () :<br />fournisseur de vivres aux agents qui voyageaient pour le service public.<br />'''Étymologie:''' [[παρέχω]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />ό ΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που κάθεται [[δίπλα]] σε άλλον στο [[κάθισμα]] οχήματος<br /><b>2.</b> ο [[παράνυμφος]], ο [[κουμπάρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ὄχος]] «όχημα, [[άρμα]] ([[πρβλ]]. [[έποχος]])].<br /> <b>(II)</b><br />-ον, ΜΑ [[παρέχω]]<br />[[χορηγός]], [[προμηθευτής]], [[δωρητής]] («ἀρετὴν καὶ τὸν ταύτης πάροχον Θεόν», Ωριγ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πρόξενος]], [[εκπρόσωπος]] πόλης-κράτους<br /><b>2.</b> (στην αρχ. [[Ρώμη]]) (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ πάροχοι</i><br />αυτοί που χορηγούσαν στους περιοδεύοντες δημόσιους λειτουργούς τα απαραίτητα εφόδια<br /><b>3.</b> αυτός που φιλοξενεί κάποιον περαστικό, κάποιον ταξιδιώτη.
}}
{{lsm
|lsmtext='''πάροχος:''' ὁ, αυτός που βρίσκεται δίπλα σε άλλον μέσα σε [[άρμα]], αυτός που ακολουθεί τους μελλόνυμφους (βλ. [[παράνυμφος]]), σε Αριστοφ.
}}
}}
{{grml
{{mdlsj
|mltxt=<b>(I)</b><br />ό ΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που κάθεται [[δίπλα]] σε άλλον στο [[κάθισμα]] οχήματος<br /><b>2.</b> ο [[παράνυμφος]], ο [[κουμπάρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ὄχος]] «όχημα, [[άρμα]] (<b>πρβλ.</b> <i>έπ</i>-<i>οχος</i>)].———————— <b>(II)</b><br />-ον, ΜΑ [[παρέχω]]<br />[[χορηγός]], [[προμηθευτής]], [[δωρητής]] («ἀρετὴν καὶ τὸν ταύτης πάροχον Θεόν», Ωριγ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πρόξενος]], [[εκπρόσωπος]] πόλης-κράτους<br /><b>2.</b> (στην αρχ. [[Ρώμη]]) (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ πάροχοι</i><br />αυτοί που χορηγούσαν στους περιοδεύοντες δημόσιους λειτουργούς τα απαραίτητα εφόδια<br /><b>3.</b> αυτός που φιλοξενεί κάποιον περαστικό, κάποιον ταξιδιώτη.
|mdlsjtxt=πάρ-οχος, ,<br />one who goes [[beside]] [[another]] in a [[chariot]], one who attends the [[bridegroom]] (v. παράνυμφοσ), Ar.
}}
}}

Latest revision as of 14:00, 1 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάροχος Medium diacritics: πάροχος Low diacritics: πάροχος Capitals: ΠΑΡΟΧΟΣ
Transliteration A: párochos Transliteration B: parochos Transliteration C: parochos Beta Code: pa/roxos

English (LSJ)

(A), ὁ, (ὄχος) one who sits beside another in a chariot, Hsch., Suid.; especially of the groomsman in wedding ceremonies, hence of Ἔρως, Ζηνὸς π. γάμων τῆς τε… Ἥρας Ar.Av.1740; π. καὶ νυμφαγωγὸς συμπαρέστη Luc.Herod.5.

(B), ὁ, (παρέχω)
A provider, c. gen., Porph.Abst.2.12 (pl.): gloss on πρόξενος, Sch.Ar.Pl.182.
II πάροχοι, οἱ, in the Roman provinces, those who supplied public officers with necessaries, Hor.Sat.1.5.46, cf. IG5(1).209.30 (Sparta, i B.C.): metaph., Cic.Att.13.2a.2.

German (Pape)

[Seite 528] darreichend, gebend, bes. ὁ πάροχος, der auf dem Marsche den Kriegern das Nöthige giebt, der die Kosten wozu hergiebt, Sp. ὁ, der mit auf dem Wagen Sitzende, Mitfahrende, bes. der παράνυμφος, VLL. erkl. παράπομπος u. ä., Ar. Av. 1740 u. Sp., wie Luc.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) : fournisseur de vivres aux agents qui voyageaient pour le service public.
Étymologie: παρέχω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πάρ-οχος -ου, ὁ bruidsjonker:. Ζηνὸς πάροχος γάμων bruidsjonker bij het huwelijk van Zeus Aristoph. Av. 1740.

Russian (Dvoretsky)

πάροχος: ὁ и ἡ едущий рядом в колеснице (о дружке) Arph., Luc.

Greek (Liddell-Scott)

πάροχος: ὁ, (ὄχος) ὁ καθήμενος πλησίον ἑτέρου ἐπὶ ὀχήματος, ὁ παροχούμενος, Σουΐδ., Ἡσύχιος· «πάροχοι λέγονται καὶ οἱ παράνυμφοι, παρὰ τὸ παροχεῖσθαι τοῖς νυμφίοις· ἐπ’ ὀχήματος γὰρ τὰς νύμφας ἦγον» Σουΐδ., Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 1740, Φώτ., ὅθεν ὁ Ἔρως καλεῖται «Ζηνὸς πάροχος γάμων», ὁ δ’ ἀμφιθαλὴς Ἔρως χρυσόπτερος ἡνίας εὔθυνε παλιντόνους, Ζηνὸς πάροχος γάμων τῆς τ’ εὐδαίμονος Ἥρας Ἀριστοφ. Ὄρν. 1737· πάροχος δὲ καὶ νυμφαγωγὸς Ἡφαιστίων παρέστη δᾷδα καιομένην ἔχων Λουκ. Ἡρόδοτος 5. 2) π. ἵππος = παρήορος, Εὐαγρ. Ἐκκλ. Ἱστ. 6. 4.

Greek Monolingual

(I)
ό ΜΑ
1. αυτός που κάθεται δίπλα σε άλλον στο κάθισμα οχήματος
2. ο παράνυμφος, ο κουμπάρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ὄχος «όχημα, άρμα (πρβλ. έποχος)].
(II)
-ον, ΜΑ παρέχω
χορηγός, προμηθευτής, δωρητής («ἀρετὴν καὶ τὸν ταύτης πάροχον Θεόν», Ωριγ.)
αρχ.
1. πρόξενος, εκπρόσωπος πόλης-κράτους
2. (στην αρχ. Ρώμη) (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ πάροχοι
αυτοί που χορηγούσαν στους περιοδεύοντες δημόσιους λειτουργούς τα απαραίτητα εφόδια
3. αυτός που φιλοξενεί κάποιον περαστικό, κάποιον ταξιδιώτη.

Greek Monotonic

πάροχος: ὁ, αυτός που βρίσκεται δίπλα σε άλλον μέσα σε άρμα, αυτός που ακολουθεί τους μελλόνυμφους (βλ. παράνυμφος), σε Αριστοφ.

Middle Liddell

πάρ-οχος, ὁ,
one who goes beside another in a chariot, one who attends the bridegroom (v. παράνυμφοσ), Ar.