προωθώ: Difference between revisions

From LSJ

Μί' ἐστὶν ἀρετὴ τἄτοπον φεύγειν ἀεί → Numquam non fugere inepta , et hoc virtutis est → Die einzge Tugend: meiden, was abwegig ist

Menander, Monostichoi, 339
(35)
 
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=προωθῶ, -έω, ΝΜΑ<br />ωθώ, [[σπρώχνω]] [[προς]] τα [[εμπρός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> α) [[βοηθώ]] κάποιον να προοδεύσει, να προαχθεί, [[συντελώ]] στην ιεραρχική εξέλιξή του («υπάρχουν φήμες ότι τήν προωθεί ο [[διευθυντής]] της»)<br />β) (σχετικά με ζητήματα, υποθέσεις) [[επισπεύδω]] την ευνοϊκή, [[συνήθως]], [[εξέλιξη]] («ο [[υπουργός]] προώθησε τον διάλογο τών δύο χωρών»)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>προωθούμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />α) <b>στρ.</b> [[προελαύνω]] καταλαμβάνοντας [[νέες]] θέσεις [[προς]] την [[κατεύθυνση]] του εχθρού<br />β) <b>μτφ.</b> i) (<b>για πρόσ.</b>) [[ανέρχομαι]] σε ανώτερη ιεραρχική [[κλίμακα]], προάγομαι, [[προοδεύω]]<br />ii) (για υποθέσεις) [[προχωρώ]] [[προς]] ευνοϊκή [[λύση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ([[κυρίως]] ως όρος [[παλαιστικός]]) ωθώ [[προς]] τα [[πίσω]] ή ωθώ [[μακριά]], [[απωθώ]] («προωθεῑν [[ὀπίσω]]», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «προωθῶ ἐμαυτὸν» — [[ορμώ]] [[προς]] τα [[εμπρός]], [[εφορμώ]].
|mltxt=προωθῶ, -έω, ΝΜΑ<br />ωθώ, [[σπρώχνω]] [[προς]] τα [[εμπρός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> α) [[βοηθώ]] κάποιον να προοδεύσει, να προαχθεί, [[συντελώ]] στην ιεραρχική εξέλιξή του («υπάρχουν φήμες ότι τήν προωθεί ο [[διευθυντής]] της»)<br />β) (σχετικά με ζητήματα, υποθέσεις) [[επισπεύδω]] την ευνοϊκή, [[συνήθως]], [[εξέλιξη]] («ο [[υπουργός]] προώθησε τον διάλογο τών δύο χωρών»)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>προωθούμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />α) <b>στρ.</b> [[προελαύνω]] καταλαμβάνοντας [[νέες]] θέσεις [[προς]] την [[κατεύθυνση]] του εχθρού<br />β) <b>μτφ.</b> i) (<b>για πρόσ.</b>) [[ανέρχομαι]] σε ανώτερη ιεραρχική [[κλίμακα]], προάγομαι, [[προοδεύω]]<br />ii) (για υποθέσεις) [[προχωρώ]] [[προς]] ευνοϊκή [[λύση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ([[κυρίως]] ως όρος [[παλαιστικός]]) ωθώ [[προς]] τα [[πίσω]] ή ωθώ [[μακριά]], [[απωθώ]] («προωθεῖν [[ὀπίσω]]», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «προωθῶ ἐμαυτὸν» — [[ορμώ]] [[προς]] τα [[εμπρός]], [[εφορμώ]].
}}
}}

Latest revision as of 20:25, 26 March 2021

Greek Monolingual

προωθῶ, -έω, ΝΜΑ
ωθώ, σπρώχνω προς τα εμπρός
νεοελλ.
1. μτφ. α) βοηθώ κάποιον να προοδεύσει, να προαχθεί, συντελώ στην ιεραρχική εξέλιξή του («υπάρχουν φήμες ότι τήν προωθεί ο διευθυντής της»)
β) (σχετικά με ζητήματα, υποθέσεις) επισπεύδω την ευνοϊκή, συνήθως, εξέλιξη («ο υπουργός προώθησε τον διάλογο τών δύο χωρών»)
2. μέσ. προωθούμαι, -έομαι
α) στρ. προελαύνω καταλαμβάνοντας νέες θέσεις προς την κατεύθυνση του εχθρού
β) μτφ. i) (για πρόσ.) ανέρχομαι σε ανώτερη ιεραρχική κλίμακα, προάγομαι, προοδεύω
ii) (για υποθέσεις) προχωρώ προς ευνοϊκή λύση
αρχ.
1. (κυρίως ως όρος παλαιστικός) ωθώ προς τα πίσω ή ωθώ μακριά, απωθώ («προωθεῖν ὀπίσω», Ιπποκρ.)
2. φρ. «προωθῶ ἐμαυτὸν» — ορμώ προς τα εμπρός, εφορμώ.