συνεξανύω: Difference between revisions

From LSJ

στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood

Source
(39)
m (LSJ1 replacement)
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=syneksanyo
|Transliteration C=syneksanyo
|Beta Code=sunecanu/w
|Beta Code=sunecanu/w
|Definition=<span class="bibl">D.Chr.12.43</span>, also συνεξ-ᾰνύτω [ῠ], <span class="bibl">J.<span class="title">BJ</span>5.2.2</span>, Plu. 2.137d,298a:—<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">accomplish together</b>, D.Chr.l.c.; <b class="b2">join in achievement</b>, Plu.2.137d. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">equal in running</b>, ib.298a; <b class="b2">reach safety together with</b>, c. dat., J.l.c. (v.l. [[-ανοίγειν]]).</span>
|Definition=D.Chr.12.43, also [[συνεξανύτω]] [ῠ], J.''BJ''5.2.2, Plu. 2.137d,298a:—<br><span class="bld">A</span> [[accomplish together]], D.Chr.l.c.; [[join in achievement]], Plu.2.137d.<br><span class="bld">II</span> [[equal in running]], ib.298a; [[reach safety together with]], c. dat., J.l.c. ([[varia lectio|v.l.]] -ανοίγειν]).
}}
{{bailly
|btext=<i>c.</i> [[συνεξανύτω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''συνεξᾰνύω''': Ἀττ. -ανύτω [ᾰ], [[ἀνύτω]], ἐκτελῶ, [[φέρω]] εἰς [[πέρας]] [[ὁμοῦ]], Δίων Χρυσ. 1. 395. ΙΙ. [[καταφθάνω]] ἢ εἶμαι [[ἴσος]] ἐν τῷ δρόμῳ, Πλούτ. 2. 137C, 298Α.
|lstext='''συνεξᾰνύω''': Ἀττ. -ανύτω [ᾰ], [[ἀνύτω]], ἐκτελῶ, [[φέρω]] εἰς [[πέρας]] [[ὁμοῦ]], Δίων Χρυσ. 1. 395. ΙΙ. [[καταφθάνω]] ἢ εἶμαι [[ἴσος]] ἐν τῷ δρόμῳ, Πλούτ. 2. 137C, 298Α.
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=<i>c.</i> [[συνεξανύτω]].
|mltxt=και συνεξανύτω Α<br /><b>1.</b> [[φέρνω]] εις [[πέρας]], [[αποπερατώνω]], [[τελειώνω]]<br /><b>2.</b> [[συμβάλλω]] στην [[εκτέλεση]] κάποιου έργου («προσβιαζόμενοι θνητὸν ἀθανάτῳ καὶ γηγενὲς Ὀλυμπίῳ συνεξαμιλλᾶσθαι καὶ συνεξανύτειν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[διατρέχω]] το ίδιο [[διάστημα]] με κάποιον, [[είμαι]] [[ίσος]] στον δρόμο<br /><b>4.</b> (δ. γρφ. στον <b>Ιώσ.</b> [[αντί]] [[συνεξανοίγω]]) [[φθάνω]] [[σώος]] [[μαζί]] με άλλον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐξανύω]] «[[φέρνω]] σε [[πέρας]], [[ολοκληρώνω]]»].
}}
}}
{{grml
{{pape
|mltxt=και συνεξανύτω Α<br /><b>1.</b> [[φέρνω]] εις [[πέρας]], [[αποπερατώνω]], [[τελειώνω]]<br /><b>2.</b> [[συμβάλλω]] στην [[εκτέλεση]] κάποιου έργου («προσβιαζόμενοι θνητὸν ἀθανάτῳ καὶ γηγενὲς Ὀλυμπίῳ συνεξαμιλλᾱσθαι καὶ συνεξανύτειν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[διατρέχω]] το ίδιο [[διάστημα]] με κάποιον, [[είμαι]] [[ίσος]] στον δρόμο<br /><b>4.</b> (δ. γρφ. στον <b>Ιώσ.</b> [[αντί]] [[συνεξανοίγω]]) [[φθάνω]] [[σώος]] [[μαζί]] με άλλον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐξανύω]] «[[φέρνω]] σε [[πέρας]], [[ολοκληρώνω]]»].
|ptext=([[ἀνύω]]), <i>mit, [[zugleich]] [[vollenden]]</i>.
}}
}}

Latest revision as of 10:37, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεξᾰνύω Medium diacritics: συνεξανύω Low diacritics: συνεξανύω Capitals: ΣΥΝΕΞΑΝΥΩ
Transliteration A: synexanýō Transliteration B: synexanyō Transliteration C: syneksanyo Beta Code: sunecanu/w

English (LSJ)

D.Chr.12.43, also συνεξανύτω [ῠ], J.BJ5.2.2, Plu. 2.137d,298a:—
A accomplish together, D.Chr.l.c.; join in achievement, Plu.2.137d.
II equal in running, ib.298a; reach safety together with, c. dat., J.l.c. (v.l. -ανοίγειν]).

French (Bailly abrégé)

c. συνεξανύτω.

Greek (Liddell-Scott)

συνεξᾰνύω: Ἀττ. -ανύτω [ᾰ], ἀνύτω, ἐκτελῶ, φέρω εἰς πέρας ὁμοῦ, Δίων Χρυσ. 1. 395. ΙΙ. καταφθάνω ἢ εἶμαι ἴσος ἐν τῷ δρόμῳ, Πλούτ. 2. 137C, 298Α.

Greek Monolingual

και συνεξανύτω Α
1. φέρνω εις πέρας, αποπερατώνω, τελειώνω
2. συμβάλλω στην εκτέλεση κάποιου έργου («προσβιαζόμενοι θνητὸν ἀθανάτῳ καὶ γηγενὲς Ὀλυμπίῳ συνεξαμιλλᾶσθαι καὶ συνεξανύτειν», Πλούτ.)
3. διατρέχω το ίδιο διάστημα με κάποιον, είμαι ίσος στον δρόμο
4. (δ. γρφ. στον Ιώσ. αντί συνεξανοίγω) φθάνω σώος μαζί με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐξανύω «φέρνω σε πέρας, ολοκληρώνω»].

German (Pape)

(ἀνύω), mit, zugleich vollenden.