χειρότερος: Difference between revisions

From LSJ

διαφέρει δὲ ἡ κωμῳδία τῆς τραγῳδίας, ὅτι ἡ μὲν κωμῳδία ἀπὸ γέλωτος εἰς γέλωτα καταλήγει, ἡ δὲ τραγῳδία ἀπὸ θρήνου εἰς θρῆνον → comedy is different from tragedy, because comedy tapers off from laughter into laughter, but tragedy from lament into lament

Source
(46)
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=cheiroteros
|Transliteration C=cheiroteros
|Beta Code=xeiro/teros
|Beta Code=xeiro/teros
|Definition=η, ον, Ep. for <b class="b3">χείρων</b>, <span class="bibl">Il.15.513</span>, <span class="bibl">20.436</span>, <span class="bibl">Hes.<span class="title">Op.</span>127</span>, <span class="bibl">Parm.8.24</span>, etc.
|Definition=η, ον, Ep. for [[χείρων]], Il.15.513, 20.436, Hes.''Op.''127, Parm.8.24, etc.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1346.png Seite 1346]] poet. comp. = [[χείρων]], Hom. u. Hes.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1346.png Seite 1346]] poet. comp. = [[χείρων]], Hom. u. Hes.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br /><i>c.</i> [[χείρων]].
}}
{{elru
|elrutext='''χειρότερος:''' эп. = [[χείρων]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''χειρότερος''': -α, -ον, Ἐπικ. ἀντὶ [[χείρων]], ὑπ’ ἀνδράσι χειροτέροισιν Ἰλ. Ο. 513, Υ. 436, Ἡσίοδ., κλπ.
|lstext='''χειρότερος''': -α, -ον, Ἐπικ. ἀντὶ [[χείρων]], ὑπ’ ἀνδράσι χειροτέροισιν Ἰλ. Ο. 513, Υ. 436, Ἡσίοδ., κλπ.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br /><i>c.</i> [[χείρων]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 24: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[χειρότερος]], -[[τέρα]], -ον, ΝΜΑ, και [[χερότερος]] Ν, και τ. [[χερειότερος]] Α<br />πιο [[κακός]], κατώτερης αξίας ή ποιότητας, πιο [[δυσάρεστος]] ή [[ανεπιθύμητος]] (α. «ο [[ένας]] [[κακός]] κι ο [[άλλος]] [[χειρότερος]]» β. «ὑπ' ἀνδράσι χειροτέροισιν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «τόσο το χειρότερο» — [[ακόμη]] [[χειρότερα]]<br />β) «όποιος δεν δει τα [[χειρότερα]] δεν θυμάται τα καλύτερα» — η σωστή [[εκτίμηση]] μιας κατάστασης γίνεται όταν τα πράγματα χειροτερέψουν. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[χειρότερα]] Ν<br /><b>1.</b> πιο [[κακά]], πιο άσχημα, σε χαμηλότερη [[αξία]] ή [[ποιότητα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «και μη [[χειρότερα]]» — [[έκφραση]] σχετλιασμού για [[κάτι]] πολύ δυσάρεστο ή πολύ περίεργο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[χείρων]].
|mltxt=-η, -ο / [[χειρότερος]], -[[τέρα]], -ον, ΝΜΑ, και [[χερότερος]] Ν, και τ. [[χερειότερος]] Α<br />πιο [[κακός]], κατώτερης αξίας ή ποιότητας, πιο [[δυσάρεστος]] ή [[ανεπιθύμητος]] (α. «ο [[ένας]] [[κακός]] κι ο [[άλλος]] [[χειρότερος]]» β. «ὑπ' ἀνδράσι χειροτέροισιν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «τόσο το χειρότερο» — [[ακόμη]] [[χειρότερα]]<br />β) «όποιος δεν δει τα [[χειρότερα]] δεν θυμάται τα καλύτερα» — η σωστή [[εκτίμηση]] μιας κατάστασης γίνεται όταν τα πράγματα χειροτερέψουν. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[χειρότερα]] Ν<br /><b>1.</b> πιο [[κακά]], πιο άσχημα, σε χαμηλότερη [[αξία]] ή [[ποιότητα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «και μη [[χειρότερα]]» — [[έκφραση]] σχετλιασμού για [[κάτι]] πολύ δυσάρεστο ή πολύ περίεργο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[χείρων]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''χειρότερος:''' -α, -ον, Επικ. αντί [[χείρων]], σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[χειρότερος]], η, ον [epic for [[χείρων]], Il., Hes.]
}}
}}

Latest revision as of 11:43, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χειρότερος Medium diacritics: χειρότερος Low diacritics: χειρότερος Capitals: ΧΕΙΡΟΤΕΡΟΣ
Transliteration A: cheiróteros Transliteration B: cheiroteros Transliteration C: cheiroteros Beta Code: xeiro/teros

English (LSJ)

η, ον, Ep. for χείρων, Il.15.513, 20.436, Hes.Op.127, Parm.8.24, etc.

German (Pape)

[Seite 1346] poet. comp. = χείρων, Hom. u. Hes.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
c. χείρων.

Russian (Dvoretsky)

χειρότερος: эп. = χείρων.

Greek (Liddell-Scott)

χειρότερος: -α, -ον, Ἐπικ. ἀντὶ χείρων, ὑπ’ ἀνδράσι χειροτέροισιν Ἰλ. Ο. 513, Υ. 436, Ἡσίοδ., κλπ.

English (Autenrieth)

= χείρων, Il. 20.436 and Il. 15.513.

Greek Monolingual

-η, -ο / χειρότερος, -τέρα, -ον, ΝΜΑ, και χερότερος Ν, και τ. χερειότερος Α
πιο κακός, κατώτερης αξίας ή ποιότητας, πιο δυσάρεστος ή ανεπιθύμητος (α. «ο ένας κακός κι ο άλλος χειρότερος» β. «ὑπ' ἀνδράσι χειροτέροισιν», Ομ. Ιλ.)
νεοελλ.
φρ. α) «τόσο το χειρότερο» — ακόμη χειρότερα
β) «όποιος δεν δει τα χειρότερα δεν θυμάται τα καλύτερα» — η σωστή εκτίμηση μιας κατάστασης γίνεται όταν τα πράγματα χειροτερέψουν.
επίρρ...
χειρότερα Ν
1. πιο κακά, πιο άσχημα, σε χαμηλότερη αξία ή ποιότητα
2. φρ. «και μη χειρότερα» — έκφραση σχετλιασμού για κάτι πολύ δυσάρεστο ή πολύ περίεργο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. χείρων.

Greek Monotonic

χειρότερος: -α, -ον, Επικ. αντί χείρων, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.

Middle Liddell

χειρότερος, η, ον [epic for χείρων, Il., Hes.]