συνεστώ: Difference between revisions

From LSJ

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
(39)
mNo edit summary
 
(22 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=synesto
|Transliteration C=synesto
|Beta Code=sunestw/
|Beta Code=sunestw/
|Definition=οῦς, ἡ<b class="b3">, (σύνειμι)</b> <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[συνουσία]] <span class="bibl">11</span>, <b class="b2">living together</b>, ἐν τῇ συνεστοῖ <span class="bibl">Hdt.6.128</span>; cf. <b class="b3">ἀπεστώ, εὐεστώ</b>.</span>
|Definition=συνεστοῦς, ἡ, ([[σύνειμι]]) = [[συνουσία]] ''ΙΙ'', [[living together]], ἐν τῇ συνεστοῖ [[Herodotus|Hdt.]]6.128; cf. [[ἀπεστώ]], [[εὐεστώ]].
}}
{{bailly
|btext=οῦς (ἡ) :<br />[[banquet]], [[festin]].<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἑστία]].
}}
{{elnl
|elnltext=συν-εστώ -οῦς, ἡ het samenzijn.
}}
{{pape
|ptext=ἡ, [[varia lectio|v.l.]] für [[συνεστίη]].
}}
{{elru
|elrutext='''συνεστώ:''' οῦς ἡ [[συνίημι]] [[varia lectio|v.l.]] = [[συνεστίη]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''συνεστώ''': -οῦς, ἡ, ([[σύνειμι]]) = [[συνουσία]] ΙΙ, [[συναναστροφή]], [[συμπόσιον]], [[εὐωχία]], ἐν τῇ συνεστοῖ Ἡρόδ. 6. 128· ― [[οὕτως]] ὁ Schäf. καὶ Schweigh. (ἑπόμενοι τῷ διορθωτῇ ἑνὸς ἀντιγράφου), ἀντὶ συνεστίᾳ, [[ὅπερ]] [[τοὐλάχιστον]] ὤφειλε νὰ ᾖ συνιστίῃ (Ἰων.)· πρβλ. [[ἀπεστώ]], [[εὐεστώ]].
|lstext='''συνεστώ''': -οῦς, ἡ, ([[σύνειμι]]) = [[συνουσία]] ΙΙ, [[συναναστροφή]], [[συμπόσιον]], [[εὐωχία]], ἐν τῇ συνεστοῖ Ἡρόδ. 6. 128· ― [[οὕτως]] ὁ Schäf. καὶ Schweigh. (ἑπόμενοι τῷ διορθωτῇ ἑνὸς ἀντιγράφου), ἀντὶ συνεστίᾳ, [[ὅπερ]] [[τοὐλάχιστον]] ὤφειλε νὰ ᾖ συνιστίῃ (Ἰων.)· πρβλ. [[ἀπεστώ]], [[εὐεστώ]].
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=οῦς () :<br />banquet, festin.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἑστία]].
|mltxt=-οῦς, , Α<br />το να [[είναι]] [[κανείς]] [[μαζί]] με άλλους, η [[συντροφιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐστώ]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ἐστί</i>), δωρ. τ. του [[οὐσία]] ([[πρβλ]]. [[εὐεστώ]])].
}}
}}
{{grml
{{lsm
|mltxt=-οῡς, ἡ, Α<br />το να [[είναι]] [[κανείς]] [[μαζί]] με άλλους, η [[συντροφιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐστώ]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ἐστί</i>), δωρ. τ. του [[οὐσία]] (<b>πρβλ.</b> <i>εὐ</i>-[[εστώ]])].
|lsmtext='''συνεστώ:''' -οῦς, ἡ ([[σύνειμι]]), = [[συνουσία]] II, [[συναναστροφή]], [[ευωχία]], [[συμπόσιο]], σε Ηρόδ.
}}
}}
{{grml
{{mdlsj
|mltxt=-οῡς, ἡ, Α<br />το να [[είναι]] [[κανείς]] [[μαζί]] με άλλους, η [[συντροφιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐστώ]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ἐστί</i>), δωρ. τ. του [[οὐσία]] (<b>πρβλ.</b> <i>εὐ</i>-[[εστώ]])].
|mdlsjtxt=[[συνεστώ]], οῦς, [[σύνειμι]] = [[συνουσία]] II]<br />a [[party]], [[banquet]], Hdt.
}}
}}

Latest revision as of 10:46, 17 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεστώ Medium diacritics: συνεστώ Low diacritics: συνεστώ Capitals: ΣΥΝΕΣΤΩ
Transliteration A: synestṓ Transliteration B: synestō Transliteration C: synesto Beta Code: sunestw/

English (LSJ)

συνεστοῦς, ἡ, (σύνειμι) = συνουσία ΙΙ, living together, ἐν τῇ συνεστοῖ Hdt.6.128; cf. ἀπεστώ, εὐεστώ.

French (Bailly abrégé)

οῦς (ἡ) :
banquet, festin.
Étymologie: σύν, ἑστία.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-εστώ -οῦς, ἡ het samenzijn.

German (Pape)

ἡ, v.l. für συνεστίη.

Russian (Dvoretsky)

συνεστώ: οῦς ἡ συνίημι v.l. = συνεστίη.

Greek (Liddell-Scott)

συνεστώ: -οῦς, ἡ, (σύνειμι) = συνουσία ΙΙ, συναναστροφή, συμπόσιον, εὐωχία, ἐν τῇ συνεστοῖ Ἡρόδ. 6. 128· ― οὕτως ὁ Schäf. καὶ Schweigh. (ἑπόμενοι τῷ διορθωτῇ ἑνὸς ἀντιγράφου), ἀντὶ συνεστίᾳ, ὅπερ τοὐλάχιστον ὤφειλε νὰ ᾖ συνιστίῃ (Ἰων.)· πρβλ. ἀπεστώ, εὐεστώ.

Greek Monolingual

-οῦς, ἡ, Α
το να είναι κανείς μαζί με άλλους, η συντροφιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐστώ (< ἐστί), δωρ. τ. του οὐσία (πρβλ. εὐεστώ)].

Greek Monotonic

συνεστώ: -οῦς, ἡ (σύνειμι), = συνουσία II, συναναστροφή, ευωχία, συμπόσιο, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

συνεστώ, οῦς, σύνειμι = συνουσία II]
a party, banquet, Hdt.