τραγῳδικός: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, γέγονα χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον → though I speak with the tongues of men and of angels and have not charity I am become as sounding brass or a tinkling cymbal

Source
(41)
m (LSJ1 replacement)
 
(14 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 7: Line 7:
|Transliteration B=tragōdikos
|Transliteration B=tragōdikos
|Transliteration C=tragodikos
|Transliteration C=tragodikos
|Beta Code=tragw|diko/s
|Beta Code=tragw|diko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">befitting a tragic poet</b> or <b class="b2">tragedy</b>, τραγῳδικὸν βλέπει <span class="bibl">Ar.<span class="title">Pl.</span>424</span>: generally, like [[τραγικός]], τ. χοροί <span class="bibl">Id.<span class="title">Th.</span>391</span> (as cited by Sch.<span class="bibl">Pl.<span class="title">Thg.</span> 127c</span>); τ. θρόνος <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ra.</span>769</span>; <b class="b3">τ. τέχνη</b> ib. <span class="bibl">1495</span> (lyr.); <b class="b3">ὠδυνήθην τραγῳδικόν</b> suffered a <b class="b2">tragic</b> woe, <span class="bibl">Id.<span class="title">Ach.</span>9</span>. Adv. -κῶς <span class="bibl">Eust.632.37</span>.</span>
|Definition=τραγῳδική, τραγῳδικόν, [[befitting a tragic poet]] or [[tragedy]], τραγῳδικὸν βλέπει Ar.''Pl.''424: generally, like [[τραγικός]], τ. χοροί Id.''Th.''391 (as cited by Sch.Pl.''Thg.'' 127c); τ. θρόνος Ar.''Ra.''769; <b class="b3">τ. τέχνη</b> ib. 1495 (lyr.); <b class="b3">ὠδυνήθην τραγῳδικόν</b> suffered a [[tragic]] woe, Id.''Ach.''9. Adv. [[τραγῳδικῶς]] Eust.632.37.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1133.png Seite 1133]] ή, όν, dem tragischen Dichter, der Tragödie gehörig, gemäß, übh. = dem gew. [[τραγικός]]; [[τέχνη]], Ar. Ran. 1491; τραγῳδικὸν βλέπειν, Plut. 424.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1133.png Seite 1133]] ή, όν, dem tragischen Dichter, der Tragödie gehörig, gemäß, übh. = dem gew. [[τραγικός]]; [[τέχνη]], Ar. Ran. 1491; τραγῳδικὸν βλέπειν, Plut. 424.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />[[tragique]].<br />'''Étymologie:''' [[τραγῳδός]].
}}
{{elru
|elrutext='''τρᾰγῳδικός:''' [[трагедийный]], [[трагический]] (χοροί Arph.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τρᾰγῳδικός''': -ή, -όν, ἁρμόζων εἰς τραγικὸν ποιητὴν ἢ εἰς τραγῳδίαν, τραγῳδικὸν βλέπειν Ἀριστοφ. Πλ. 424· [[καθόλου]], ὡς τὸ [[τραγικός]], τρ. χοροὶ ὁ αὐτ. ἐν Ἀχ. 886· τρ. [[θρόνος]] ὁ αὐτ. ἐν Βατρ. 769· τρ. [[τέχνη]] [[αὐτόθι]] 1495· ὠδυνήθην τραγῳδικόν, ὑπέμεινα τραγικὴν ὀδύνην, ὁ αὐτ. ἐν Ἀχ. 9. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Εὐστ. 632. 37.
|lstext='''τρᾰγῳδικός''': -ή, -όν, ἁρμόζων εἰς τραγικὸν ποιητὴν ἢ εἰς τραγῳδίαν, τραγῳδικὸν βλέπειν Ἀριστοφ. Πλ. 424· [[καθόλου]], ὡς τὸ [[τραγικός]], τρ. χοροὶ ὁ αὐτ. ἐν Ἀχ. 886· τρ. [[θρόνος]] ὁ αὐτ. ἐν Βατρ. 769· τρ. [[τέχνη]] [[αὐτόθι]] 1495· ὠδυνήθην τραγῳδικόν, ὑπέμεινα τραγικὴν ὀδύνην, ὁ αὐτ. ἐν Ἀχ. 9. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Εὐστ. 632. 37.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />tragique.<br />'''Étymologie:''' [[τραγῳδός]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στην [[τραγωδία]] ή στον τραγωδό<br /><b>2.</b> [[τραγικός]] («ἦλθες ποθενὴ μὲν τραγωδικοῖς χοροῖς», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ὀδυνῶμαι τραγῳδικόν» — [[δοκιμάζω]] τραγική [[οδύνη]] (<b>Αριστοφ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>τραγωδικῶς</i> Μ<br />με τραγῳδικό τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τραγῳδός]]. Αντί του τ. [[τραγῳδικός]] χρησιμοποιείται [[συνήθως]] ο τ. [[τραγικός]]].
|mltxt=-ή, -όν, Α<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στην [[τραγωδία]] ή στον τραγωδό<br /><b>2.</b> [[τραγικός]] («ἦλθες ποθενὴ μὲν τραγωδικοῖς χοροῖς», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ὀδυνῶμαι τραγῳδικόν» — [[δοκιμάζω]] τραγική [[οδύνη]] (<b>Αριστοφ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>τραγωδικῶς</i> Μ<br />με τραγῳδικό τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τραγῳδός]]. Αντί του τ. [[τραγῳδικός]] χρησιμοποιείται [[συνήθως]] ο τ. [[τραγικός]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τρᾰγῳδικός:''' -ή, -όν, αυτός που αρμόζει σε τραγικό ποιητή ή σε [[τραγωδία]], <i>χοροί</i>, σε Ηρόδ., Αριστοφ.· <i>τραγῳδικὸν βλέπειν</i>, [[φαίνομαι]] [[τραγικός]], σε Αριστοφ.· <i>ὠδυνήθην τραγῳδικόν</i>, υπέμεινα τραγική [[οδύνη]], στον ίδ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τρᾰγῳδικός, ή, όν<br />[[befitting]] [[tragedy]], χοροί Hdt., Ar.; τραγῳδικὸν βλέπειν to [[look]] [[tragic]], Ar.; ὠδυνήθην τραγῳδικόν suffered a [[tragic]] woe, Ar.
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[tragic]], [[connected with tragedy]]
}}
}}

Latest revision as of 10:33, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρᾰγῳδικός Medium diacritics: τραγῳδικός Low diacritics: τραγωδικός Capitals: ΤΡΑΓΩΔΙΚΟΣ
Transliteration A: tragōidikós Transliteration B: tragōdikos Transliteration C: tragodikos Beta Code: tragw|diko/s

English (LSJ)

τραγῳδική, τραγῳδικόν, befitting a tragic poet or tragedy, τραγῳδικὸν βλέπει Ar.Pl.424: generally, like τραγικός, τ. χοροί Id.Th.391 (as cited by Sch.Pl.Thg. 127c); τ. θρόνος Ar.Ra.769; τ. τέχνη ib. 1495 (lyr.); ὠδυνήθην τραγῳδικόν suffered a tragic woe, Id.Ach.9. Adv. τραγῳδικῶς Eust.632.37.

German (Pape)

[Seite 1133] ή, όν, dem tragischen Dichter, der Tragödie gehörig, gemäß, übh. = dem gew. τραγικός; τέχνη, Ar. Ran. 1491; τραγῳδικὸν βλέπειν, Plut. 424.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
tragique.
Étymologie: τραγῳδός.

Russian (Dvoretsky)

τρᾰγῳδικός: трагедийный, трагический (χοροί Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

τρᾰγῳδικός: -ή, -όν, ἁρμόζων εἰς τραγικὸν ποιητὴν ἢ εἰς τραγῳδίαν, τραγῳδικὸν βλέπειν Ἀριστοφ. Πλ. 424· καθόλου, ὡς τὸ τραγικός, τρ. χοροὶ ὁ αὐτ. ἐν Ἀχ. 886· τρ. θρόνος ὁ αὐτ. ἐν Βατρ. 769· τρ. τέχνη αὐτόθι 1495· ὠδυνήθην τραγῳδικόν, ὑπέμεινα τραγικὴν ὀδύνην, ὁ αὐτ. ἐν Ἀχ. 9. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Εὐστ. 632. 37.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στην τραγωδία ή στον τραγωδό
2. τραγικός («ἦλθες ποθενὴ μὲν τραγωδικοῖς χοροῖς», Αριστοφ.)
3. φρ. «ὀδυνῶμαι τραγῳδικόν» — δοκιμάζω τραγική οδύνη (Αριστοφ.).
επίρρ...
τραγωδικῶς Μ
με τραγῳδικό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τραγῳδός. Αντί του τ. τραγῳδικός χρησιμοποιείται συνήθως ο τ. τραγικός].

Greek Monotonic

τρᾰγῳδικός: -ή, -όν, αυτός που αρμόζει σε τραγικό ποιητή ή σε τραγωδία, χοροί, σε Ηρόδ., Αριστοφ.· τραγῳδικὸν βλέπειν, φαίνομαι τραγικός, σε Αριστοφ.· ὠδυνήθην τραγῳδικόν, υπέμεινα τραγική οδύνη, στον ίδ.

Middle Liddell

τρᾰγῳδικός, ή, όν
befitting tragedy, χοροί Hdt., Ar.; τραγῳδικὸν βλέπειν to look tragic, Ar.; ὠδυνήθην τραγῳδικόν suffered a tragic woe, Ar.

English (Woodhouse)

tragic, connected with tragedy

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)