τρυγόνα: Difference between revisions
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
(42) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4, $7$9)") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η / [[τρυγών]], -όνος, ΝΜΑ, και [[λόγιος]] τ. [[τρυγών]] Ν<br /><b>1.</b> το [[πτηνό]] [[τρυγόνι]]<br /><b>2.</b> [[κοινή]] [[σήμερα]] [[ονομασία]] τών [[ευρέως]] διαδεδομένων σελάχιων χονδροϊχθύων του γένους δασυάτις της οικογένειας δασυατίδες, τα οποία χαρακτηρίζονται από τις δηλητηριώδεις άκανθες της ουράς τους<br /><b>νεοελλ.</b><br />(μόνον ο τ. [[τρυγόνα]])<br /><b>1.</b> το θηλυκό [[τρυγόνι]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> θωπευτική [[προσφώνηση]] γυναίκας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> άγνωστο [[είδος]] ωοτόκου ζώου<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> «τρυγόνος λαλίστερος» <br />α) λέγεται για πολύ φλύαρο άνθρωπο<br />β) ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «πονηρὰ κατὰ [[τρυγόνα]] ψάλλεις<br />ἐπὶ τῶν μαχθηρῶς καὶ ἐπιπόνως ζώντων. Καὶ γὰρ ἡ [[τρυγών]], [[ἐπειδὰν]] πεινᾷ, [[τότε]] [[μάλιστα]] ψάλλει».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ονοματικός τ. σχηματισμένος παρλλ. [[προς]] το ρ. [[τρύζω]] (<b>βλ. λ.</b> [[τρύζω]]) με [[επίθημα]] -<i>ών</i>, που απαντά και σε άλλες ονομασίες πτηνών ( | |mltxt=η / [[τρυγών]], -όνος, ΝΜΑ, και [[λόγιος]] τ. [[τρυγών]] Ν<br /><b>1.</b> το [[πτηνό]] [[τρυγόνι]]<br /><b>2.</b> [[κοινή]] [[σήμερα]] [[ονομασία]] τών [[ευρέως]] διαδεδομένων σελάχιων χονδροϊχθύων του γένους δασυάτις της οικογένειας δασυατίδες, τα οποία χαρακτηρίζονται από τις δηλητηριώδεις άκανθες της ουράς τους<br /><b>νεοελλ.</b><br />(μόνον ο τ. [[τρυγόνα]])<br /><b>1.</b> το θηλυκό [[τρυγόνι]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> θωπευτική [[προσφώνηση]] γυναίκας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> άγνωστο [[είδος]] ωοτόκου ζώου<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> «τρυγόνος λαλίστερος» <br />α) λέγεται για πολύ φλύαρο άνθρωπο<br />β) ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «πονηρὰ κατὰ [[τρυγόνα]] ψάλλεις<br />ἐπὶ τῶν μαχθηρῶς καὶ ἐπιπόνως ζώντων. Καὶ γὰρ ἡ [[τρυγών]], [[ἐπειδὰν]] πεινᾷ, [[τότε]] [[μάλιστα]] ψάλλει».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ονοματικός τ. σχηματισμένος παρλλ. [[προς]] το ρ. [[τρύζω]] (<b>βλ. λ.</b> [[τρύζω]]) με [[επίθημα]] -<i>ών</i>, που απαντά και σε άλλες ονομασίες πτηνών ([[πρβλ]]. [[ἀηδών]], [[ἀλκυών]]). Η λ. [[τρυγών]] χρησιμοποιήθηκε και για να δηλώσει ένα [[είδος]] ψαριού, [[κατά]] μία [[άποψη]] λόγω του χαρακτηριστικού ήχου που παράγει το [[ψάρι]] αυτό όταν βγαίνει από το [[νερό]]. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], όμως, το δηλητηριώδες και επικίνδυνο αυτό [[ψάρι]] ονομάστηκε [[έτσι]] κατ' ευφημισμόν]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:41, 8 May 2023
Greek Monolingual
η / τρυγών, -όνος, ΝΜΑ, και λόγιος τ. τρυγών Ν
1. το πτηνό τρυγόνι
2. κοινή σήμερα ονομασία τών ευρέως διαδεδομένων σελάχιων χονδροϊχθύων του γένους δασυάτις της οικογένειας δασυατίδες, τα οποία χαρακτηρίζονται από τις δηλητηριώδεις άκανθες της ουράς τους
νεοελλ.
(μόνον ο τ. τρυγόνα)
1. το θηλυκό τρυγόνι
2. μτφ. θωπευτική προσφώνηση γυναίκας
αρχ.
1. άγνωστο είδος ωοτόκου ζώου
2. παροιμ. «τρυγόνος λαλίστερος»
α) λέγεται για πολύ φλύαρο άνθρωπο
β) (κατά το λεξ. Σούδα) «πονηρὰ κατὰ τρυγόνα ψάλλεις
ἐπὶ τῶν μαχθηρῶς καὶ ἐπιπόνως ζώντων. Καὶ γὰρ ἡ τρυγών, ἐπειδὰν πεινᾷ, τότε μάλιστα ψάλλει».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματικός τ. σχηματισμένος παρλλ. προς το ρ. τρύζω (βλ. λ. τρύζω) με επίθημα -ών, που απαντά και σε άλλες ονομασίες πτηνών (πρβλ. ἀηδών, ἀλκυών). Η λ. τρυγών χρησιμοποιήθηκε και για να δηλώσει ένα είδος ψαριού, κατά μία άποψη λόγω του χαρακτηριστικού ήχου που παράγει το ψάρι αυτό όταν βγαίνει από το νερό. Κατ' άλλη άποψη, όμως, το δηλητηριώδες και επικίνδυνο αυτό ψάρι ονομάστηκε έτσι κατ' ευφημισμόν].