ἀλωπεκίς: Difference between revisions

From LSJ

εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming

Source
(2)
m (Text replacement - "X.''Cyn.''" to "X.''Cyn.''")
 
(18 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=alopekis
|Transliteration C=alopekis
|Beta Code=a)lwpeki/s
|Beta Code=a)lwpeki/s
|Definition=ίδος, ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">mongrel between fox and dog</b>, = [[κυναλώπηξ]], <span class="bibl">X.<span class="title">Cyn.</span>3.1</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">fox-skin cap</b>, <span class="bibl">X.<span class="title">An.</span> 7.4.4</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span> kind of <b class="b2">grape</b>, so-called from its colour, <span class="bibl">Plin.<span class="title">HN</span> 14.42</span>.</span>
|Definition=-ίδος, ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[mongrel between fox and dog]], = [[κυναλώπηξ]], [[Xenophon|X.]]''[[Cynegeticus|Cyn.]]''3.1.<br><span class="bld">II</span> [[fox-skin cap]], X.''An.'' 7.4.4.<br><span class="bld">III</span> kind of [[grape]], so-called from its colour, Plin.''HN'' 14.42.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ίδος, ἡ<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br /><b class="num">1</b> tipo de perro laconio que por su aspecto se consideraba producto del cruce entre perro y zorro, X.<i>Cyn</i>.3.1, Hsch., <i>EM</i> 988.<br /><b class="num">2</b> [[alopecis]] cierta clase de uva, Plin.<i>HN</i> 14.42.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0113.png Seite 113]] ίδος, ἡ, 1) ein Bastard von Fuchs und Hund, Xen. Cyn. 3, 1; Poll. 5, 38. – 2) ein Fuchsbalg, Fuchsfell, als Kopfbedeckung bei den Thrakern, Xen. Anab. 7, 4, 4. – 3) eine Art Weinstöcke, Plin. 14, 4.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0113.png Seite 113]] ίδος, ἡ, 1) ein Bastard von Fuchs und Hund, Xen. Cyn. 3, 1; Poll. 5, 38. – 2) ein Fuchsbalg, Fuchsfell, als Kopfbedeckung bei den Thrakern, Xen. Anab. 7, 4, 4. – 3) eine Art Weinstöcke, Plin. 14, 4.
}}
{{bailly
|btext=ίδος (ἡ) :<br /><i>s.e.</i> [[δορά]];<br />[[casquette en peau de renard]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀλώπηξ]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀλωπεκίς:''' ίδος (ᾰ) ἡ<br /><b class="num">1</b> [[лисья шапка]] (у фракийцев) Xen.;<br /><b class="num">2</b> [[помесь лисы с собакой]] Xen.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀλωπεκίς''': -ίδος, ἡ, νόθον [[ζῷον]] μικτοῦ γένους ἐκ κυνὸς καὶ ἀλώπεκος, = [[κυναλώπηξ]], Ξεν. Κυν. 3, 1. ΙΙ. [[κάλυμμα]] τῆς κεφαλῆς ἐκ δέρματος ἀλώπεκος, Ξεν. Ἀν. 7. 4, 4. ΙΙΙ. [[εἶδος]] ἀμπέλου, ἧς οἱ βότρυες ὁμοιάζουσιν οὐρᾷ ἀλώπεκος, Πλιν. Φυσ. Ἱστ. 14. 4, 9.
|lstext='''ἀλωπεκίς''': -ίδος, ἡ, νόθον [[ζῷον]] μικτοῦ γένους ἐκ κυνὸς καὶ ἀλώπεκος, = [[κυναλώπηξ]], Ξεν. Κυν. 3, 1. ΙΙ. [[κάλυμμα]] τῆς κεφαλῆς ἐκ δέρματος ἀλώπεκος, Ξεν. Ἀν. 7. 4, 4. ΙΙΙ. [[εἶδος]] ἀμπέλου, ἧς οἱ βότρυες ὁμοιάζουσιν οὐρᾷ ἀλώπεκος, Πλιν. Φυσ. Ἱστ. 14. 4, 9.
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=ίδος () :<br /><i>s.e.</i> [[δορά]];<br />casquette en peau de renard.<br />'''Étymologie:''' [[ἀλώπηξ]].
|mltxt=ἀλωπεκὶς (-ίδος), η (Α)<br /><b>1.</b> νόθο [[γέννημα]] από [[σκύλο]] και [[αλεπού]] ([[αλλιώς]] [[κυναλώπηξ]])<br /><b>2.</b> [[κάλυμμα]] του κεφαλιού από [[δέρμα]] αλεπούς, που χρησιμοποιούσαν αρχικά οι Θράκες και αργότερα και οι Έλληνες<br /><b>3.</b> [[είδος]] αμπελιού που τα τσαμπιά του έχουν το [[σχήμα]] της ουράς αλεπούς, [[αλεπίτσα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀλωπεκ</i>-, θ. της λ. [[ἀλώπηξ]] <span style="color: red;">+</span> παραγ. κατάλ. -<i>ίς</i>].
}}
}}
{{DGE
{{lsm
|dgtxt=-ίδος, ἡ<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br /><b class="num">1</b> tipo de perro laconio que por su aspecto se consideraba producto del cruce entre perro y zorro, X.<i>Cyn</i>.3.1, Hsch., <i>EM</i> 988.<br /><b class="num">2</b> [[alopecis]] cierta clase de uva, Plin.<i>HN</i> 14.42.
|lsmtext='''ἀλωπεκίς:''' -ίδος, ἡ I. = [[κυναλώπηξ]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[κάλυμμα]] του κεφαλιού από [[δέρμα]] αλεπούς, στον ίδ.
}}
}}
{{grml
{{mdlsj
|mltxt=ἀλωπεκὶς (-[[ίδος]]), η (Α)<br /><b>1.</b> νόθο [[γέννημα]] από [[σκύλο]] και [[αλεπού]] ([[αλλιώς]] [[κυναλώπηξ]])<br /><b>2.</b> [[κάλυμμα]] του κεφαλιού από [[δέρμα]] αλεπούς, που χρησιμοποιούσαν αρχικά οι Θράκες και αργότερα και οι Έλληνες<br /><b>3.</b> [[είδος]] αμπελιού που τα τσαμπιά του έχουν το [[σχήμα]] της ουράς αλεπούς, [[αλεπίτσα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀλωπεκ</i>-, θ. της λ. [[ἀλώπηξ]] <span style="color: red;">+</span> παραγ. κατάλ. -<i>ίς</i>].
|mdlsjtxt=<b class="num">I.</b> = [[κυναλώπηξ]], Xen.<br /><b class="num">II.</b> a foxskin cap, Xen.
}}
}}
{{lsm
{{WoodhouseReversedUncategorized
|lsmtext='''ἀλωπεκίς:''' -[[ίδος]], ἡ I. = [[κυναλώπηξ]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[κάλυμμα]] του κεφαλιού από [[δέρμα]] αλεπούς, στον ίδ.
|woodrun=[[cap of fox-skin]], [[fox-cub]]
}}
}}

Latest revision as of 11:56, 7 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλωπεκίς Medium diacritics: ἀλωπεκίς Low diacritics: αλωπεκίς Capitals: ΑΛΩΠΕΚΙΣ
Transliteration A: alōpekís Transliteration B: alōpekis Transliteration C: alopekis Beta Code: a)lwpeki/s

English (LSJ)

-ίδος, ἡ,
A mongrel between fox and dog, = κυναλώπηξ, X.Cyn.3.1.
II fox-skin cap, X.An. 7.4.4.
III kind of grape, so-called from its colour, Plin.HN 14.42.

Spanish (DGE)

-ίδος, ἡ
• Prosodia: [ᾰ-]
1 tipo de perro laconio que por su aspecto se consideraba producto del cruce entre perro y zorro, X.Cyn.3.1, Hsch., EM 988.
2 alopecis cierta clase de uva, Plin.HN 14.42.

German (Pape)

[Seite 113] ίδος, ἡ, 1) ein Bastard von Fuchs und Hund, Xen. Cyn. 3, 1; Poll. 5, 38. – 2) ein Fuchsbalg, Fuchsfell, als Kopfbedeckung bei den Thrakern, Xen. Anab. 7, 4, 4. – 3) eine Art Weinstöcke, Plin. 14, 4.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
s.e. δορά;
casquette en peau de renard.
Étymologie: ἀλώπηξ.

Russian (Dvoretsky)

ἀλωπεκίς: ίδος (ᾰ) ἡ
1 лисья шапка (у фракийцев) Xen.;
2 помесь лисы с собакой Xen.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλωπεκίς: -ίδος, ἡ, νόθον ζῷον μικτοῦ γένους ἐκ κυνὸς καὶ ἀλώπεκος, = κυναλώπηξ, Ξεν. Κυν. 3, 1. ΙΙ. κάλυμμα τῆς κεφαλῆς ἐκ δέρματος ἀλώπεκος, Ξεν. Ἀν. 7. 4, 4. ΙΙΙ. εἶδος ἀμπέλου, ἧς οἱ βότρυες ὁμοιάζουσιν οὐρᾷ ἀλώπεκος, Πλιν. Φυσ. Ἱστ. 14. 4, 9.

Greek Monolingual

ἀλωπεκὶς (-ίδος), η (Α)
1. νόθο γέννημα από σκύλο και αλεπού (αλλιώς κυναλώπηξ)
2. κάλυμμα του κεφαλιού από δέρμα αλεπούς, που χρησιμοποιούσαν αρχικά οι Θράκες και αργότερα και οι Έλληνες
3. είδος αμπελιού που τα τσαμπιά του έχουν το σχήμα της ουράς αλεπούς, αλεπίτσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλωπεκ-, θ. της λ. ἀλώπηξ + παραγ. κατάλ. -ίς].

Greek Monotonic

ἀλωπεκίς: -ίδος, ἡ I. = κυναλώπηξ, σε Ξεν.
II. κάλυμμα του κεφαλιού από δέρμα αλεπούς, στον ίδ.

Middle Liddell

I. = κυναλώπηξ, Xen.
II. a foxskin cap, Xen.

English (Woodhouse)

cap of fox-skin, fox-cub

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)