συριγμός: Difference between revisions

From LSJ

ἀνθρωπεία φύσις πολεμία τοῦ προὔχοντος → human nature is hostile to all that is eminent

Source
(6)
m (Text replacement - "Arist.''HA''" to "Arist.''HA''")
 
(19 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=syrigmos
|Transliteration C=syrigmos
|Beta Code=surigmo/s
|Beta Code=surigmo/s
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">shrill piping sound, hissing</b>, as of serpents, <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>536a6</span>, <span class="bibl">Str.9.3.10</span> (pl.); in sign of derision, <span class="bibl">X.<span class="title">Smp.</span>6.5</span>; as a military signal, Aen. Tact.<span class="bibl">24.17</span>; σ. καὶ χλευασμοί <span class="bibl">Plb.30.29.6</span>; <b class="b3">σ. κάλων</b> the <b class="b2">whistling</b> of rigging, <span class="bibl">D.H.<span class="title">Comp.</span>16</span>; of the sound of sibilants, ib.<span class="bibl">14</span>; <b class="b2">hissing</b> in the theatre, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Cic.</span>13</span>; of the cry of elephants, <span class="bibl">Arr.<span class="title">An.</span>5.17.7</span>; <b class="b2">singing in the ears</b>, Dsc.2.78.</span>
|Definition=ὁ, [[shrill piping sound]], [[hissing]], as of serpents, [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''536a6, Str.9.3.10 (pl.); in sign of derision, X.''Smp.''6.5; as a military signal, Aen. Tact.24.17; σ. καὶ χλευασμοί Plb.30.29.6; <b class="b3">σ. κάλων</b> the [[whistling]] of rigging, [[Dionysius of Halicarnassus|D.H.]]''[[De Compositione Verborum|Comp.]]''16; of the sound of sibilants, ib.14; [[hissing]] in the theatre, Plu.''Cic.''13; of the cry of elephants, Arr.''An.''5.17.7; [[singing in the ears]], Dsc.2.78.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1040.png Seite 1040]] ὁ, das Pfeifen, Auspfeifen, Xen. Conv. 6, 5; καὶ [[χλευασμός]], Pol. 30, 20, 6; übh. jeder pfeifende, schwirrende Ton, συριγμὸς κάλων, das Schnurren von der Rolle ablaufender Seile, stridor; auch vom Geschrei des Elephanten; auch das Klingen der Ohren, Ohrenbrausen; Sp., wie Plut. u. Arr.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1040.png Seite 1040]] ὁ, das Pfeifen, Auspfeifen, Xen. Conv. 6, 5; καὶ [[χλευασμός]], Pol. 30, 20, 6; übh. jeder pfeifende, schwirrende Ton, συριγμὸς κάλων, das Schnurren von der Rolle ablaufender Seile, stridor; auch vom Geschrei des Elephanten; auch das Klingen der Ohren, Ohrenbrausen; Sp., wie Plut. u. Arr.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''σῡριγμός''': ὁ, τὸ συρίζειν, σφύριγμα ὡς π. χ. τοῦ ὄφεως, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 9, 9, πρβλ. Στράβ. 422· ἐν τῷ ἑνικῷ, ἐπὶ περιγέλωτος, Ξεν. Συμπ. 6, 5· τοὺς συριγμούς... καὶ τοὺς χλευασμοὺς Πολύβ. 30. 20, 6· σ. κάλων, συριγμὸς τῶν [[σχοινίων]], Λατ. stridor rude?tum, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 14· ἐπὶ τοῦ ἤχου ὃν παράγουσί τινα τῶν γραμμάτων προφερόμενα, [[αὐτόθι]] 14· ἐπὶ τῆς κραυγῆς τῶν ἐλεφάντων, Ἀρρ. Ἀν. 5. 17· βοὴ τῶν ὤτων, Διοσκ. 2. 96.
|btext=οῦ (ὁ) :<br />[[action de siffler par moquerie]].<br />'''Étymologie:''' [[συρίζω]], [[συρίττω]].
}}
{{elnl
|elnltext=σῡριγμός -οῦ, ὁ [συρίζω] gefluit (tijdens applaus). Plut. Cic. 13.3. suizen (van een speer). Luc. 37.32.
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=οῦ () :<br />action de siffler par moquerie.<br />'''Étymologie:''' [[συρίζω]], [[συρίττω]].
|elrutext='''σῡριγμός:''' ὁ<br /><b class="num">1</b> [[насмешливый свист]], [[свистки]], [[освистывание]] Xen., Polyb., Plut.;<br /><b class="num">2</b> [[свист]], [[шипение]] (''[[sc.]]'' τοῦ ὄφεως Arst.).
}}
}}
{{eles
{{eles
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σῡριγμός:''' ὁ ([[συρίζω]]), [[σφύριγμα]], [[συριστικός]] [[ήχος]], όπως αυτός των φιδιών, σε Ξεν.
|lsmtext='''σῡριγμός:''' ὁ ([[συρίζω]]), [[σφύριγμα]], [[συριστικός]] [[ήχος]], όπως αυτός των φιδιών, σε Ξεν.
}}
{{ls
|lstext='''σῡριγμός''': ὁ, τὸ συρίζειν, σφύριγμα ὡς π. χ. τοῦ ὄφεως, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 9, 9, πρβλ. Στράβ. 422· ἐν τῷ ἑνικῷ, ἐπὶ περιγέλωτος, Ξεν. Συμπ. 6, 5· τοὺς συριγμούς... καὶ τοὺς χλευασμοὺς Πολύβ. 30. 20, 6· σ. κάλων, συριγμὸς τῶν [[σχοινίων]], Λατ. stridor rude?tum, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 14· ἐπὶ τοῦ ἤχου ὃν παράγουσί τινα τῶν γραμμάτων προφερόμενα, [[αὐτόθι]] 14· ἐπὶ τῆς κραυγῆς τῶν ἐλεφάντων, Ἀρρ. Ἀν. 5. 17· βοὴ τῶν ὤτων, Διοσκ. 2. 96.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=σῡριγμός, οῦ, ὁ, [[συρίζω]]<br />a whistling, hissing, Xen.
}}
{{elmes
|esmgtx=ὁ [[silbido]] ἔπειτα σύρισον μακρὸν συριγμόν, ἔπειτα πόπυσον λέγων <b class="b3">después da un gran silbido, luego, chasquea los labios diciendo</b> P IV 561 P XIII 602 ἕλκυσαι ἔσω, πληροῦ καμμύων, μύκησαι, ὅσον δύνασαι, ἔπειτα στενάξας συριγμῷ ἀνταπόδος <b class="b3">toma aliento, llénate de aire cerrando los ojos, muge cuanto puedas y luego gime y devuelve el aire con un silbido</b> P XIII 946 como gesto cosmogónico ὁ δʹ (σύντροφος τοῦ ὀνόματος) σ. <b class="b3">el cuarto compañero de tu nombre es un silbido</b> P VII 769 P XIII 418 ἀντὶ δὲ τοῦ συριγμοῦ δράκοντα δάκνοντα τὴν οὐράν <b class="b3">en lugar del silbido, (dibuja) una serpiente que se muerda la cola</b> P XIII 48 P XIII 419
}}
}}

Latest revision as of 22:10, 24 November 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συριγμός Medium diacritics: συριγμός Low diacritics: συριγμός Capitals: ΣΥΡΙΓΜΟΣ
Transliteration A: syrigmós Transliteration B: syrigmos Transliteration C: syrigmos Beta Code: surigmo/s

English (LSJ)

ὁ, shrill piping sound, hissing, as of serpents, Arist.HA536a6, Str.9.3.10 (pl.); in sign of derision, X.Smp.6.5; as a military signal, Aen. Tact.24.17; σ. καὶ χλευασμοί Plb.30.29.6; σ. κάλων the whistling of rigging, D.H.Comp.16; of the sound of sibilants, ib.14; hissing in the theatre, Plu.Cic.13; of the cry of elephants, Arr.An.5.17.7; singing in the ears, Dsc.2.78.

German (Pape)

[Seite 1040] ὁ, das Pfeifen, Auspfeifen, Xen. Conv. 6, 5; καὶ χλευασμός, Pol. 30, 20, 6; übh. jeder pfeifende, schwirrende Ton, συριγμὸς κάλων, das Schnurren von der Rolle ablaufender Seile, stridor; auch vom Geschrei des Elephanten; auch das Klingen der Ohren, Ohrenbrausen; Sp., wie Plut. u. Arr.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
action de siffler par moquerie.
Étymologie: συρίζω, συρίττω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σῡριγμός -οῦ, ὁ [συρίζω] gefluit (tijdens applaus). Plut. Cic. 13.3. suizen (van een speer). Luc. 37.32.

Russian (Dvoretsky)

σῡριγμός:
1 насмешливый свист, свистки, освистывание Xen., Polyb., Plut.;
2 свист, шипение (sc. τοῦ ὄφεως Arst.).

Spanish

silbido

Greek Monolingual

και συρισμός, ο, ΝΜΑ συρίζω
σφύριγμα
αρχ.
1. το σύριγμα ως ένδειξη αποδοκιμασίας ή χλευασμού («ἡ... ἔκπωσις οὐ φέρει συριγμὸν οὐδὲ χλευασμόν», Πλούτ.)
2. ο ήχος που παράγεται από το σύρσιμο τών φιδιών στο έδαφος
3. ο συριστικός ήχος που παράγεται κατά την προφορά ορισμένων γραμμάτων
4. βοή τών αφτιών, βόμβος.

Greek Monotonic

σῡριγμός: ὁ (συρίζω), σφύριγμα, συριστικός ήχος, όπως αυτός των φιδιών, σε Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

σῡριγμός: ὁ, τὸ συρίζειν, σφύριγμα ὡς π. χ. τοῦ ὄφεως, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 9, 9, πρβλ. Στράβ. 422· ἐν τῷ ἑνικῷ, ἐπὶ περιγέλωτος, Ξεν. Συμπ. 6, 5· τοὺς συριγμούς... καὶ τοὺς χλευασμοὺς Πολύβ. 30. 20, 6· σ. κάλων, συριγμὸς τῶν σχοινίων, Λατ. stridor rude?tum, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 14· ἐπὶ τοῦ ἤχου ὃν παράγουσί τινα τῶν γραμμάτων προφερόμενα, αὐτόθι 14· ἐπὶ τῆς κραυγῆς τῶν ἐλεφάντων, Ἀρρ. Ἀν. 5. 17· βοὴ τῶν ὤτων, Διοσκ. 2. 96.

Middle Liddell

σῡριγμός, οῦ, ὁ, συρίζω
a whistling, hissing, Xen.

Léxico de magia

silbido ἔπειτα σύρισον μακρὸν συριγμόν, ἔπειτα πόπυσον λέγων después da un gran silbido, luego, chasquea los labios diciendo P IV 561 P XIII 602 ἕλκυσαι ἔσω, πληροῦ καμμύων, μύκησαι, ὅσον δύνασαι, ἔπειτα στενάξας συριγμῷ ἀνταπόδος toma aliento, llénate de aire cerrando los ojos, muge cuanto puedas y luego gime y devuelve el aire con un silbido P XIII 946 como gesto cosmogónico ὁ δʹ (σύντροφος τοῦ ὀνόματος) σ. el cuarto compañero de tu nombre es un silbido P VII 769 P XIII 418 ἀντὶ δὲ τοῦ συριγμοῦ δράκοντα δάκνοντα τὴν οὐράν en lugar del silbido, (dibuja) una serpiente que se muerda la cola P XIII 48 P XIII 419