ἐχθίων: Difference between revisions

From LSJ

Ἡ δ' ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead

Sophocles, Antigone, 559-60
(4)
m (Text replacement - " A.''Pers.''" to " A.''Pers.''")
 
(14 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=echthion
|Transliteration C=echthion
|Beta Code=e)xqi/wn
|Beta Code=e)xqi/wn
|Definition=ον, gen. ονος, Comp. of <b class="b3">ἐχθρός</b>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">more hateful</b>, <span class="bibl">A.<span class="title">Pers.</span>438</span>, <span class="bibl">S.<span class="title">OT</span>272</span>, <span class="bibl">E.<span class="title">El.</span>222</span>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Av.</span>370</span>, <span class="bibl">Th.4.86</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ly.</span>214c</span>. Adv. ἐχθιόνως, ἔχειν <span class="bibl">X.<span class="title">Smp.</span>4.3</span>.</span>
|Definition=ἐχθίον, gen. ονος, Comp. of [[ἐχθρός]], [[more hateful]], [[Aeschylus|A.]]''[[The Persians|Pers.]]''438, [[Sophocles|S.]]''[[Oedipus Tyrannus|OT]]''272, E.''El.''222, [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Birds|Av.]]''370, Th.4.86, Pl.''Ly.''214c. Adv. [[ἐχθιόνως]], ἔχειν X.''Smp.''4.3.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1125.png Seite 1125]] ον, comparat. zu [[ἐχθρός]], von [[ἔχθος]] abgeleitet, Aesch. Pers. 438 u. andere Tragg., wie in Prosa, τοσούτῳ [[ἐχθίων]] γίγνεσθαι Plat. Lys. 214 c, feindseliger, verhaßter.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1125.png Seite 1125]] ον, comparat. zu [[ἐχθρός]], von [[ἔχθος]] abgeleitet, Aesch. Pers. 438 u. andere Tragg., wie in Prosa, τοσούτῳ [[ἐχθίων]] γίγνεσθαι Plat. Lys. 214 c, feindseliger, verhaßter.
}}
{{bailly
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br /><i>sert de Cp. à</i> [[ἐχθρός]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐχθίων:''' 2, gen. ονος Trag. etc. compar. к [[ἐχθρός]] I.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐχθίων''': ῑ, ἔχθῑον, γεν. ονος, ἀνώμαλ. Συγκρ. τοῦ [[ἐχθρός]], ἐχθρικώτερος, μισητότερος, Αἰσχύλ. Πέρσ. 438, Σοφ. Ο. Τ. 272, Εὐρ. Ἠλ. 222, Ἀριστοφ. Ὄρν. 370. ― Ἐπίρρ., ἐχθιόνως ἔχειν Ξεν. Συμπ. 4, 3.
|lstext='''ἐχθίων''': ῑ, ἔχθῑον, γεν. ονος, ἀνώμαλ. Συγκρ. τοῦ [[ἐχθρός]], ἐχθρικώτερος, μισητότερος, Αἰσχύλ. Πέρσ. 438, Σοφ. Ο. Τ. 272, Εὐρ. Ἠλ. 222, Ἀριστοφ. Ὄρν. 370. ― Ἐπίρρ., ἐχθιόνως ἔχειν Ξεν. Συμπ. 4, 3.
}}
{{bailly
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br /><i>sert de Cp. à</i> [[ἐχθρός]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐχθίων]], -ον (Α)<br />εχθρικότερος, μισητότερος («καί τις γένοιτ' ἄν τῆσδ' ἔτ' [[ἐχθίων]] [[τύχη]];», <b>Αισχύλ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[ἐχθιόνως]] (Α)<br />εχθρικότερα («[[ἐχθιόνως]] ἔχουσιν ἤ πρὶν λαβεῑν», <b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ανώμ. συγκριτ. του επιθ. [[εχθρός]] με κατάλ. -<i>ιων</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αισχ</i>-<i>ίων</i> <span style="color: red;"><</span> [[αισχρός]], <i>ηδ</i>-<i>ίων</i> <span style="color: red;"><</span> [[ηδύς]])].
|mltxt=[[ἐχθίων]], -ον (Α)<br />εχθρικότερος, μισητότερος («καί τις γένοιτ' ἄν τῆσδ' ἔτ' [[ἐχθίων]] [[τύχη]];», <b>Αισχύλ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[ἐχθιόνως]] (Α)<br />εχθρικότερα («[[ἐχθιόνως]] ἔχουσιν ἤ πρὶν λαβεῖν», <b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ανώμ. συγκριτ. του επιθ. [[εχθρός]] με κατάλ. -<i>ιων</i> ([[πρβλ]]. <i>αισχ</i>-<i>ίων</i> <span style="color: red;"><</span> [[αισχρός]], <i>ηδ</i>-<i>ίων</i> <span style="color: red;"><</span> [[ηδύς]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐχθίων:''' -ον, γεν. <i>-ονος</i>, ανώμ. συγκρ. του [[ἐχθρός]], πιο [[μισητός]], σε Τραγ.· επίρρ., [[ἐχθιόνως]] ἔχειν, είμαι περισσότερο [[εχθρικός]], σε Ξεν.
|lsmtext='''ἐχθίων:''' -ον, γεν. <i>-ονος</i>, ανώμ. συγκρ. του [[ἐχθρός]], πιο [[μισητός]], σε Τραγ.· επίρρ., [[ἐχθιόνως]] ἔχειν, είμαι περισσότερο [[εχθρικός]], σε Ξεν.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἐχθίων]], ονος,<br />[[more]] [[hated]], [[more]] [[hateful]], Trag. adv., [[ἐχθιόνως]] ἔχειν to be [[more]] [[hostile]], Xen. [irreg. comp. of [[ἐχθρός]],]
}}
}}

Latest revision as of 10:40, 17 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐχθίων Medium diacritics: ἐχθίων Low diacritics: εχθίων Capitals: ΕΧΘΙΩΝ
Transliteration A: echthíōn Transliteration B: echthiōn Transliteration C: echthion Beta Code: e)xqi/wn

English (LSJ)

ἐχθίον, gen. ονος, Comp. of ἐχθρός, more hateful, A.Pers.438, S.OT272, E.El.222, Ar.Av.370, Th.4.86, Pl.Ly.214c. Adv. ἐχθιόνως, ἔχειν X.Smp.4.3.

German (Pape)

[Seite 1125] ον, comparat. zu ἐχθρός, von ἔχθος abgeleitet, Aesch. Pers. 438 u. andere Tragg., wie in Prosa, τοσούτῳ ἐχθίων γίγνεσθαι Plat. Lys. 214 c, feindseliger, verhaßter.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
sert de Cp. à ἐχθρός.

Russian (Dvoretsky)

ἐχθίων: 2, gen. ονος Trag. etc. compar. к ἐχθρός I.

Greek (Liddell-Scott)

ἐχθίων: ῑ, ἔχθῑον, γεν. ονος, ἀνώμαλ. Συγκρ. τοῦ ἐχθρός, ἐχθρικώτερος, μισητότερος, Αἰσχύλ. Πέρσ. 438, Σοφ. Ο. Τ. 272, Εὐρ. Ἠλ. 222, Ἀριστοφ. Ὄρν. 370. ― Ἐπίρρ., ἐχθιόνως ἔχειν Ξεν. Συμπ. 4, 3.

Greek Monolingual

ἐχθίων, -ον (Α)
εχθρικότερος, μισητότερος («καί τις γένοιτ' ἄν τῆσδ' ἔτ' ἐχθίων τύχη;», Αισχύλ.).
επίρρ...
ἐχθιόνως (Α)
εχθρικότερα («ἐχθιόνως ἔχουσιν ἤ πρὶν λαβεῖν», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανώμ. συγκριτ. του επιθ. εχθρός με κατάλ. -ιων (πρβλ. αισχ-ίων < αισχρός, ηδ-ίων < ηδύς)].

Greek Monotonic

ἐχθίων: -ον, γεν. -ονος, ανώμ. συγκρ. του ἐχθρός, πιο μισητός, σε Τραγ.· επίρρ., ἐχθιόνως ἔχειν, είμαι περισσότερο εχθρικός, σε Ξεν.

Middle Liddell

ἐχθίων, ονος,
more hated, more hateful, Trag. adv., ἐχθιόνως ἔχειν to be more hostile, Xen. [irreg. comp. of ἐχθρός,]