ἀπορητικός: Difference between revisions
νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν → godly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet
(3) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(20 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=aporitikos | |Transliteration C=aporitikos | ||
|Beta Code=a)porhtiko/s | |Beta Code=a)porhtiko/s | ||
|Definition= | |Definition=ἀπορητική, ἀπορητικόν,<br><span class="bld">A</span> [[aporetic]], [[inclined to doubt]], Id.''Aem.''14, S.E.''P.''1.221, al.; ἀ. καὶ σκεπτικοί D.L.9.69, cf. Gell.11.5.6. Adv. [[ἀπορητικῶς]] S.E.''M.''7.30, Procl. ''in Prm.'' p.562S.<br><span class="bld">2</span> [[dubitative]], ἐπίρρημα Gal.7.661; [[ὕμνοι]] Men.Rh.p.343S. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[inclinado a la duda]] de los filósofos escépticos por op. los dogmáticos, Aenesidamus Cnossius en Phot.<i>Bibl</i>.169<sup>b</sup>40, Plu.<i>Aem</i>.14, S.E.<i>P</i>.1.221, D.L.9.69, Gal.2.127, Gell.11.5.6.<br /><b class="num">2</b> [[dubitativo]], [[de duda]] ἐπίρρημα Gal.7.661, ὕμνοι Men.Rh.343.<br /><b class="num">3</b> adv. -ῶς [[en tono de duda]] ὅσα μὲν ἀ. εἴωθε λέγεσθαι παρὰ τοῖς σκεπτικοῖς S.E.<i>M</i>.8.1<br /><b class="num">•</b>[[escépticamente]] φιλοσοφεῖν S.E.<i>M</i>.7.30, κατορθοῦν Procl.<i>in Prm</i>.729.24. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0321.png Seite 321]] zum Zweifeln geneigt, καὶ σκεπτικοί D. L.; Plut. Aemil. 14. | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />[[porté à douter]], [[sceptique]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀπορέω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀπορητικός:''' [[сомневающийся]], [[колеблющийся]] Plut., Diog. L. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀπορητικός''': -ή, -όν, ἔχων κλίσιν πρὸς ἀπορίαν, ἀμφιβολίαν, Πλουτ. Αἰμίλ. 14, καὶ συχν. παρὰ Σέξτ. Ἐμπ., [[σκεπτικός]], τὸν Πλάτωνα οἱ μὲν δογματικὸν ἔφασαν [[εἶναι]], οἱ δὲ ἀπορητικόν Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 221· ἀπορητικοὶ δὲ καὶ σκεπτικοὶ καὶ ἔτι ἐφεκτικοὶ καὶ ζητητικοί, ἀπὸ τοῦ [[οἷον]] δόγματος προσηγορεύοντο, περὶ τῶν ὀπαδῶν τοῦ Πύρρωνος, Διογ. Λ. 9. 69, 70: ― Ἐπίρρ. -κῶς Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ.7. 30, κτλ. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀπορητικός]], -ή, -όν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[κλίση]] [[προς]] την [[απορία]], την [[αμφιβολία]]<br /><b>2.</b> <i>Ἀπορητικοί</i> ή <i>Ἀπορηματικοί</i><br />οι Σκεπτικοί φιλόσοφοι, οπαδοί του Πύρρωνος. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀπορητικός:''' -ή, -όν, αυτός που έχει την [[τάση]] να απορεί, να αμφιβάλλει, σε Πλάτ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[from [[ἀπορέω]]<br />inclined to [[doubt]], Plat. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:37, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀπορητική, ἀπορητικόν,
A aporetic, inclined to doubt, Id.Aem.14, S.E.P.1.221, al.; ἀ. καὶ σκεπτικοί D.L.9.69, cf. Gell.11.5.6. Adv. ἀπορητικῶς S.E.M.7.30, Procl. in Prm. p.562S.
2 dubitative, ἐπίρρημα Gal.7.661; ὕμνοι Men.Rh.p.343S.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 inclinado a la duda de los filósofos escépticos por op. los dogmáticos, Aenesidamus Cnossius en Phot.Bibl.169b40, Plu.Aem.14, S.E.P.1.221, D.L.9.69, Gal.2.127, Gell.11.5.6.
2 dubitativo, de duda ἐπίρρημα Gal.7.661, ὕμνοι Men.Rh.343.
3 adv. -ῶς en tono de duda ὅσα μὲν ἀ. εἴωθε λέγεσθαι παρὰ τοῖς σκεπτικοῖς S.E.M.8.1
•escépticamente φιλοσοφεῖν S.E.M.7.30, κατορθοῦν Procl.in Prm.729.24.
German (Pape)
[Seite 321] zum Zweifeln geneigt, καὶ σκεπτικοί D. L.; Plut. Aemil. 14.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
porté à douter, sceptique.
Étymologie: ἀπορέω.
Russian (Dvoretsky)
ἀπορητικός: сомневающийся, колеблющийся Plut., Diog. L.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπορητικός: -ή, -όν, ἔχων κλίσιν πρὸς ἀπορίαν, ἀμφιβολίαν, Πλουτ. Αἰμίλ. 14, καὶ συχν. παρὰ Σέξτ. Ἐμπ., σκεπτικός, τὸν Πλάτωνα οἱ μὲν δογματικὸν ἔφασαν εἶναι, οἱ δὲ ἀπορητικόν Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 221· ἀπορητικοὶ δὲ καὶ σκεπτικοὶ καὶ ἔτι ἐφεκτικοὶ καὶ ζητητικοί, ἀπὸ τοῦ οἷον δόγματος προσηγορεύοντο, περὶ τῶν ὀπαδῶν τοῦ Πύρρωνος, Διογ. Λ. 9. 69, 70: ― Ἐπίρρ. -κῶς Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ.7. 30, κτλ.
Greek Monolingual
ἀπορητικός, -ή, -όν (Α)
1. αυτός που έχει κλίση προς την απορία, την αμφιβολία
2. Ἀπορητικοί ή Ἀπορηματικοί
οι Σκεπτικοί φιλόσοφοι, οπαδοί του Πύρρωνος.
Greek Monotonic
ἀπορητικός: -ή, -όν, αυτός που έχει την τάση να απορεί, να αμφιβάλλει, σε Πλάτ.