μελοποιός: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love.

Sophocles, Antigone, 523
(5)
m (LSJ1 replacement)
 
(15 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=melopoios
|Transliteration C=melopoios
|Beta Code=melopoio/s
|Beta Code=melopoio/s
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">maker of songs, lyric poet</b>, <span class="bibl">Ar. <span class="title">Ra.</span>1250</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Prt.</span>326a</span>, etc.; <b class="b3">ὁ Θηβαῖος μ</b>., of Pindar, <span class="bibl">Ath.1.3c</span>; <b class="b3">ἡ Λεσβία μ</b>., of Sappho, <span class="bibl">Luc.<span class="title">Im.</span>18</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> as Adj., generally, <b class="b2">tuneful</b>, μέριμνα <span class="bibl">E.<span class="title">Rh.</span>550</span> (lyr.).</span>
|Definition=ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[maker of songs]], [[lyric poet]], Ar. ''Ra.''1250, [[Plato|Pl.]]''[[Protagoras|Prt.]]'' 326a, etc.; <b class="b3">ὁ Θηβαῖος μελοποιός</b>, of [[Pindar]], Ath.1.3c; <b class="b3">ἡ Λεσβία μελοποιός</b>, of [[Sappho]], Luc.''Im.''18.<br><span class="bld">II</span> as adjective, generally, [[tuneful]], [[μέριμνα]] E.''Rh.''550 (lyr.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0127.png Seite 127]] ὁ, der Liederverfertiger, der lyrische Dichter, Plat. Prot. 326 b Ion 534 a, wie Pind. oft heißt ὁ Θηβαῖος [[μελοποιός]], vgl. S. Emp. adv. mus. 16. Auch fem., Λεσβία, Luc. Imag. 18.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0127.png Seite 127]] ὁ, der Liederverfertiger, der lyrische Dichter, Plat. Prot. 326 b Ion 534 a, wie Pind. oft heißt ὁ Θηβαῖος [[μελοποιός]], vgl. S. Emp. adv. mus. 16. Auch fem., Λεσβία, Luc. Imag. 18.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ, ἡ)<br />[[qui compose des chants]], [[poète lyrique]].<br />'''Étymologie:''' [[μέλος]], [[ποιέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''μελοποιός:''' <b class="num">II</b> ὁ и ἡ [[сочинитель песен]], [[лирический поэт]] Plut.: ἡ Λεσβία μελοποιός Luc. = [[Σαπφώ]]; ὁ [[Θηβαῖος]] μελοποιός Sext. = [[Πίνδαρος]].<br />οῦ adj. [[поющий]] ([[ἀηδονίς]] Eur.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μελοποιός''': ὁ, ([[μέλος]] Β) ὁ ποιῶν [[μέλη]], λυρικὸς [[ποιητής]], Ἀριστοφ. Βάτρ. 1250, Πλάτ. Πρωτ. 326Β, κ. ἀλλ.· - ὁ Θηβαῖος μ., δηλ. ὁ Πίνδαρος, Ἀθήν. 3C· ἡ Λεσβία μ., ἐπὶ τῆς Σαπφοῦς, Λουκ. Εἰκόν. 18. ΙΙ. ὡς ἐπίθετ., [[καθόλου]], [[ᾠδικός]], ἀηδονὶς Εὐρ. Ρῆσ. 550.
|lstext='''μελοποιός''': ὁ, ([[μέλος]] Β) ὁ ποιῶν [[μέλη]], λυρικὸς [[ποιητής]], Ἀριστοφ. Βάτρ. 1250, Πλάτ. Πρωτ. 326Β, κ. ἀλλ.· - ὁ Θηβαῖος μ., δηλ. ὁ Πίνδαρος, Ἀθήν. 3C· ἡ Λεσβία μ., ἐπὶ τῆς Σαπφοῦς, Λουκ. Εἰκόν. 18. ΙΙ. ὡς ἐπίθετ., [[καθόλου]], [[ᾠδικός]], ἀηδονὶς Εὐρ. Ρῆσ. 550.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ, ἡ)<br />qui compose des chants, poète lyrique.<br />'''Étymologie:''' [[μέλος]], [[ποιέω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[μελοποιός]])<br />[[λυρικός]] [[ποιητής]] (α. «ἡ Λεσβία [[μελοποιός]]» — η [[Σαπφώ]]<br />β. «ὁ Θηβαῑος [[μελοποιός]]» — ο [[Πίνδαρος]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[συνθέτης]] μουσικών έργων, [[μουσουργός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ως επίθ.</b> [[μελωδικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλος]] <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]]].
|mltxt=ο (Α [[μελοποιός]])<br />[[λυρικός]] [[ποιητής]] (α. «ἡ Λεσβία [[μελοποιός]]» — η [[Σαπφώ]]<br />β. «ὁ Θηβαῖος [[μελοποιός]]» — ο [[Πίνδαρος]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[συνθέτης]] μουσικών έργων, [[μουσουργός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ως επίθ.</b> [[μελωδικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλος]] <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μελοποιός:''' ὁ ([[μέλος]] II, [[ποιέω]])·<br /><b class="num">I.</b> [[συνθέτης]] τραγουδιών, [[λυρικός]] [[ποιητής]], σε Αριστοφ., Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> ως επίθ., [[μελωδικός]], σε Ευρ.
|lsmtext='''μελοποιός:''' ὁ ([[μέλος]] II, [[ποιέω]])·<br /><b class="num">I.</b> [[συνθέτης]] τραγουδιών, [[λυρικός]] [[ποιητής]], σε Αριστοφ., Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> ως επίθ., [[μελωδικός]], σε Ευρ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μελο-[[ποιός]], οῦ, ὁ, [[μέλος]] II, [[ποιέω]]<br /><b class="num">I.</b> a [[maker]] of songs, a lyric [[poet]], Ar., Plat.<br /><b class="num">II.</b> as adj. [[tuneful]], Eur.
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[λυρικός]] [[ποιητής]]). Ἀπό τό [[μέλος]] (=[[μελωδία]]) + ποιῶ.<br><b>Παράγωγα:</b> μελοποιῶ, [[μελοποιία]].
}}
}}

Latest revision as of 10:33, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελοποιός Medium diacritics: μελοποιός Low diacritics: μελοποιός Capitals: ΜΕΛΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: melopoiós Transliteration B: melopoios Transliteration C: melopoios Beta Code: melopoio/s

English (LSJ)

ὁ,
A maker of songs, lyric poet, Ar. Ra.1250, Pl.Prt. 326a, etc.; ὁ Θηβαῖος μελοποιός, of Pindar, Ath.1.3c; ἡ Λεσβία μελοποιός, of Sappho, Luc.Im.18.
II as adjective, generally, tuneful, μέριμνα E.Rh.550 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 127] ὁ, der Liederverfertiger, der lyrische Dichter, Plat. Prot. 326 b Ion 534 a, wie Pind. oft heißt ὁ Θηβαῖος μελοποιός, vgl. S. Emp. adv. mus. 16. Auch fem., Λεσβία, Luc. Imag. 18.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ, ἡ)
qui compose des chants, poète lyrique.
Étymologie: μέλος, ποιέω.

Russian (Dvoretsky)

μελοποιός: II ὁ и ἡ сочинитель песен, лирический поэт Plut.: ἡ Λεσβία μελοποιός Luc. = Σαπφώ; ὁ Θηβαῖος μελοποιός Sext. = Πίνδαρος.
οῦ adj. поющий (ἀηδονίς Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

μελοποιός: ὁ, (μέλος Β) ὁ ποιῶν μέλη, λυρικὸς ποιητής, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1250, Πλάτ. Πρωτ. 326Β, κ. ἀλλ.· - ὁ Θηβαῖος μ., δηλ. ὁ Πίνδαρος, Ἀθήν. 3C· ἡ Λεσβία μ., ἐπὶ τῆς Σαπφοῦς, Λουκ. Εἰκόν. 18. ΙΙ. ὡς ἐπίθετ., καθόλου, ᾠδικός, ἀηδονὶς Εὐρ. Ρῆσ. 550.

Greek Monolingual

ο (Α μελοποιός)
λυρικός ποιητής (α. «ἡ Λεσβία μελοποιός» — η Σαπφώ
β. «ὁ Θηβαῖος μελοποιός» — ο Πίνδαρος)
νεοελλ.
συνθέτης μουσικών έργων, μουσουργός
αρχ.
ως επίθ. μελωδικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλος + -ποιός].

Greek Monotonic

μελοποιός: ὁ (μέλος II, ποιέω
I. συνθέτης τραγουδιών, λυρικός ποιητής, σε Αριστοφ., Πλάτ.
II. ως επίθ., μελωδικός, σε Ευρ.

Middle Liddell

μελο-ποιός, οῦ, ὁ, μέλος II, ποιέω
I. a maker of songs, a lyric poet, Ar., Plat.
II. as adj. tuneful, Eur.

Mantoulidis Etymological

(=λυρικός ποιητής). Ἀπό τό μέλος (=μελωδία) + ποιῶ.
Παράγωγα: μελοποιῶ, μελοποιία.