Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πρόβασις: Difference between revisions

From LSJ

Γίνωσκε σαυτὸν νουθετεῖν, ὅπου τρέχεις → Quo curras, animum advertere usque memineris → Mach mit Bedacht dir klar, an welchem Ort du läufst

Menander, Monostichoi, 82
(6)
m (LSJ1 replacement)
 
(15 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=provasis
|Transliteration C=provasis
|Beta Code=pro/basis
|Beta Code=pro/basis
|Definition=εως, ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">property in cattle, abundance of cattle</b>, κειμήλιά τε πρόβασίν τε <span class="bibl">Od.2.75</span>; cf. [[προβατεία]]. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">advance</b>, τὰς π. ποιεῖσθαι <span class="bibl">Str.7.1.5</span>; <b class="b2">progression</b> of musical sounds, <span class="bibl">Iamb.<span class="title">VP</span>26.120</span>; π. τῶν χρόνων <span class="bibl">Sor.1.110</span>: pl., π. τοῦ νοῦ <span class="bibl">Ph.1.595</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> bodily <b class="b2">growth</b>, <span class="bibl">Sor.1.114</span>, Gal.19.373. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> <b class="b3">ἐκ προβάσεως</b>, = [[ἐκ προσαγωγῆς]], Maria ap.Zos.Alch.p.158 B.</span>
|Definition=-εως, ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[property in cattle]], [[abundance of cattle]], κειμήλιά τε πρόβασίν τε Od.2.75; cf. [[προβατεία]].<br><span class="bld">II</span> [[advance]], τὰς π. ποιεῖσθαι Str.7.1.5; [[progression]] of musical sounds, Iamb.''VP''26.120; π. τῶν χρόνων Sor.1.110: pl., π. τοῦ νοῦ Ph.1.595.<br><span class="bld">2</span> bodily [[growth]], Sor.1.114, Gal.19.373.<br><span class="bld">3</span> <b class="b3">ἐκ προβάσεως</b>, = [[ἐκ προσαγωγῆς]], Maria ap.Zos.Alch.p.158 B.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0710.png Seite 710]] ἡ, das Vorwärtsgehen, der Fortgang, das Gedeihen, Sp. (?). – Bei Hom. Ggstz von κειμήλια, der Besitz an Viehheerden, Od. 2, 75, s. [[πρόβατον]]; VLL., wie Tim. lex. Plat., erklären ἡ τῶν βοσκημάτων [[κτῆσις]]. Vgl. [[προβατεία]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0710.png Seite 710]] ἡ, das Vorwärtsgehen, der Fortgang, das Gedeihen, Sp. (?). – Bei Hom. <span class="ggns">Gegensatz</span> von κειμήλια, der Besitz an Viehheerden, Od. 2, 75, s. [[πρόβατον]]; VLL., wie Tim. lex. Plat., erklären ἡ τῶν βοσκημάτων [[κτῆσις]]. Vgl. [[προβατεία]].
}}
{{ls
|lstext='''πρόβᾰσις''': ἡ, [[περιουσία]] εἰς βοσκήματα (πρόβατα), [[ἀφθονία]] βοσκημάτων, κειμήλιά τε πρόβασίν τε Ὀδ. Β. 75˙ παρὰ τοῖς πεζολόγοις [[προβατεία]]. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[πρόβασις]]˙ ἡ τῶν βοσκημάτων [[κτῆσις]]». ΙΙ. [[προχώρησις]], [[βάδισις]], [[κίνησις]] πρὸς τὰ ἐμπρὸς, πρόβ. τῶν σωμάτων Γαλην. τ. 19, σ. 373, 15, κτλ.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />fortune consistant en troupeaux ; <i>c.</i> [[πρόβατον]].<br />'''Étymologie:''' [[προβαίνω]].
|btext=εως (ἡ) :<br />fortune consistant en troupeaux ; <i>c.</i> [[πρόβατον]].<br />'''Étymologie:''' [[προβαίνω]].
}}
{{elnl
|elnltext=πρόβασις -εως, ἡ [προβαίνω] [[veestapel]].
}}
{{elru
|elrutext='''πρόβᾰσις:''' εως ἡ [[скот]], [[живой инвентарь]] Hom.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=([[προβαίνω]]): [[live]]-[[stock]], as opp. to κειμήλια (κει<&lt;><&gt;>μαι), Od. 2.75†. Cf. the foll.
|auten=([[προβαίνω]]): [[live]]-[[stock]], as opp. to κειμήλια (κειμαι), Od. 2.75†. Cf. the foll.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-άσεως, ἡ, Α [[προβαίνω]]<br /><b>1.</b> [[περιουσία]] σε βοσκήματα, [[κυρίως]] σε πρόβατα<br /><b>2.</b> [[αφθονία]] προβάτων<br /><b>3.</b> [[κίνηση]] [[προς]] τα [[εμπρός]]<br /><b>4.</b> [[πρόοδος]] («προβάσεις τοῡ νοῡ», Φίλ.)<br /><b>5.</b> σωματική [[ανάπτυξη]]<br /><b>6.</b> <b>πιθ.</b> [[προβάδισμα]] σε [[τελετή]]<br /><b>7.</b> <b>μτφ.</b> [[ηθική]] [[πρόοδος]]<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> «ἐκ προβάσεως» — με βαθμιαία [[προσθήκη]], [[βαθμηδόν]].
|mltxt=-άσεως, ἡ, Α [[προβαίνω]]<br /><b>1.</b> [[περιουσία]] σε βοσκήματα, [[κυρίως]] σε πρόβατα<br /><b>2.</b> [[αφθονία]] προβάτων<br /><b>3.</b> [[κίνηση]] [[προς]] τα [[εμπρός]]<br /><b>4.</b> [[πρόοδος]] («προβάσεις τοῦ νοῦ», Φίλ.)<br /><b>5.</b> σωματική [[ανάπτυξη]]<br /><b>6.</b> <b>πιθ.</b> [[προβάδισμα]] σε [[τελετή]]<br /><b>7.</b> <b>μτφ.</b> [[ηθική]] [[πρόοδος]]<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> «ἐκ προβάσεως» — με βαθμιαία [[προσθήκη]], [[βαθμηδόν]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πρόβᾰσις:''' ἡ, = [[προβατεία]] II, [[περιουσία]] σε βοοειδή (<i>πρόβατα</i>), τα [[ίδια]] τα βοοειδή, σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''πρόβᾰσις:''' ἡ, = [[προβατεία]] II, [[περιουσία]] σε βοοειδή (<i>πρόβατα</i>), τα [[ίδια]] τα βοοειδή, σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{ls
|lstext='''πρόβᾰσις''': ἡ, [[περιουσία]] εἰς βοσκήματα (πρόβατα), [[ἀφθονία]] βοσκημάτων, κειμήλιά τε πρόβασίν τε Ὀδ. Β. 75˙ παρὰ τοῖς πεζολόγοις [[προβατεία]]. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[πρόβασις]]˙ ἡ τῶν βοσκημάτων [[κτῆσις]]». ΙΙ. [[προχώρησις]], [[βάδισις]], [[κίνησις]] πρὸς τὰ ἐμπρὸς, πρόβ. τῶν σωμάτων Γαλην. τ. 19, σ. 373, 15, κτλ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πρόβᾰσις, εως, = [[προβατεία]] II]<br />[[property]] in [[cattle]] (πρόβατἀ, [[cattle]], Od.
}}
}}

Latest revision as of 10:25, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόβᾰσις Medium diacritics: πρόβασις Low diacritics: πρόβασις Capitals: ΠΡΟΒΑΣΙΣ
Transliteration A: próbasis Transliteration B: probasis Transliteration C: provasis Beta Code: pro/basis

English (LSJ)

-εως, ἡ,
A property in cattle, abundance of cattle, κειμήλιά τε πρόβασίν τε Od.2.75; cf. προβατεία.
II advance, τὰς π. ποιεῖσθαι Str.7.1.5; progression of musical sounds, Iamb.VP26.120; π. τῶν χρόνων Sor.1.110: pl., π. τοῦ νοῦ Ph.1.595.
2 bodily growth, Sor.1.114, Gal.19.373.
3 ἐκ προβάσεως, = ἐκ προσαγωγῆς, Maria ap.Zos.Alch.p.158 B.

German (Pape)

[Seite 710] ἡ, das Vorwärtsgehen, der Fortgang, das Gedeihen, Sp. (?). – Bei Hom. Gegensatz von κειμήλια, der Besitz an Viehheerden, Od. 2, 75, s. πρόβατον; VLL., wie Tim. lex. Plat., erklären ἡ τῶν βοσκημάτων κτῆσις. Vgl. προβατεία.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
fortune consistant en troupeaux ; c. πρόβατον.
Étymologie: προβαίνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρόβασις -εως, ἡ [προβαίνω] veestapel.

Russian (Dvoretsky)

πρόβᾰσις: εως ἡ скот, живой инвентарь Hom.

English (Autenrieth)

(προβαίνω): live-stock, as opp. to κειμήλια (κειμαι), Od. 2.75†. Cf. the foll.

Greek Monolingual

-άσεως, ἡ, Α προβαίνω
1. περιουσία σε βοσκήματα, κυρίως σε πρόβατα
2. αφθονία προβάτων
3. κίνηση προς τα εμπρός
4. πρόοδος («προβάσεις τοῦ νοῦ», Φίλ.)
5. σωματική ανάπτυξη
6. πιθ. προβάδισμα σε τελετή
7. μτφ. ηθική πρόοδος
7. φρ. «ἐκ προβάσεως» — με βαθμιαία προσθήκη, βαθμηδόν.

Greek Monotonic

πρόβᾰσις: ἡ, = προβατεία II, περιουσία σε βοοειδή (πρόβατα), τα ίδια τα βοοειδή, σε Ομήρ. Οδ.

Greek (Liddell-Scott)

πρόβᾰσις: ἡ, περιουσία εἰς βοσκήματα (πρόβατα), ἀφθονία βοσκημάτων, κειμήλιά τε πρόβασίν τε Ὀδ. Β. 75˙ παρὰ τοῖς πεζολόγοις προβατεία. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πρόβασις˙ ἡ τῶν βοσκημάτων κτῆσις». ΙΙ. προχώρησις, βάδισις, κίνησις πρὸς τὰ ἐμπρὸς, πρόβ. τῶν σωμάτων Γαλην. τ. 19, σ. 373, 15, κτλ.

Middle Liddell

πρόβᾰσις, εως, = προβατεία II]
property in cattle (πρόβατἀ, cattle, Od.