χοίρινος: Difference between revisions

From LSJ

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
(6)
m (LSJ1 replacement)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=choirinos
|Transliteration C=choirinos
|Beta Code=xoi/rinos
|Beta Code=xoi/rinos
|Definition=η, ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[χοίρειος]], <b class="b2">of hog's skin</b>, ἀσπίς <span class="bibl">Luc.<span class="title">Hist.Conscr.</span>23</span>.</span>
|Definition=η, ον, = [[χοίρειος]], [[of hog's skin]], ἀσπίς Luc.''Hist.Conscr.''23.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1362.png Seite 1362]] = [[χοίρειος]], Sp.; ἡ [[χοιρίνη]], sc. [[δορά]], Schweinehaut, Luc. hist. conscr. 23.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1362.png Seite 1362]] = [[χοίρειος]], Sp.; ἡ [[χοιρίνη]], ''[[sc.]]'' [[δορά]], Schweinehaut, Luc. hist. conscr. 23.
}}
{{bailly
|btext=η, ον :<br />de cochon, de porc ; ἡ [[χοιρίνη]] ([[δορά]]) couenne de porc.<br />'''Étymologie:''' [[χοῖρος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''χοίρῐνος''': -η, -ον, = [[χοίρειος]], ὁ πεποιημένος ἐκ δέρματος χοίρου, ἀσπὶς Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 23.
|lstext='''χοίρῐνος''': -η, -ον, = [[χοίρειος]], ὁ πεποιημένος ἐκ δέρματος χοίρου, ἀσπὶς Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 23.
}}
{{bailly
|btext=η, ον :<br />de cochon, de porc ; ἡ [[χοιρίνη]] ([[δορά]]) couenne de porc.<br />'''Étymologie:''' [[χοῖρος]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[χοίρινος]], -ίνη, -ον, ΝΑ<br />ο κατασκευασμένος από [[δέρμα]] χοίρου, [[χοιρινός]] (α. «χοίρινα τσαρούχια» β. «ἡ ἀσπὶς οἰσυΐνη καὶ [[χοιρίνη]] περὶ ταῑς κνήμαις», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>παροιμ.</b> «[[γλυκό]] [[κρασί]] σε χοίρινο [[τομάρι]]» — λέγεται για πράγματα αξίας στα οποία γίνεται κακή [[διαχείριση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χοῖρος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ινος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>λίθ</i>-<i>ινος</i>)].
|mltxt=-η, -ο / [[χοίρινος]], -ίνη, -ον, ΝΑ<br />ο κατασκευασμένος από [[δέρμα]] χοίρου, [[χοιρινός]] (α. «χοίρινα τσαρούχια» β. «ἡ ἀσπὶς οἰσυΐνη καὶ [[χοιρίνη]] περὶ ταῖς κνήμαις», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>παροιμ.</b> «[[γλυκό]] [[κρασί]] σε χοίρινο [[τομάρι]]» — λέγεται για πράγματα αξίας στα οποία γίνεται κακή [[διαχείριση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χοῖρος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ινος</i> ([[πρβλ]]. [[λίθινος]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χοίρῐνος:''' -η, -ον, = [[χοίρειος]], [[δέρμα]] του χοίρου, σε Λουκ.
|lsmtext='''χοίρῐνος:''' -η, -ον, = [[χοίρειος]], [[δέρμα]] του χοίρου, σε Λουκ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=χοίρῐνος, η, ον = [[χοίρειος]]<br />of hog's [[skin]], Luc.
}}
}}

Latest revision as of 11:51, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χοίρῐνος Medium diacritics: χοίρινος Low diacritics: χοίρινος Capitals: ΧΟΙΡΙΝΟΣ
Transliteration A: choírinos Transliteration B: choirinos Transliteration C: choirinos Beta Code: xoi/rinos

English (LSJ)

η, ον, = χοίρειος, of hog's skin, ἀσπίς Luc.Hist.Conscr.23.

German (Pape)

[Seite 1362] = χοίρειος, Sp.; ἡ χοιρίνη, sc. δορά, Schweinehaut, Luc. hist. conscr. 23.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
de cochon, de porc ; ἡ χοιρίνη (δορά) couenne de porc.
Étymologie: χοῖρος.

Greek (Liddell-Scott)

χοίρῐνος: -η, -ον, = χοίρειος, ὁ πεποιημένος ἐκ δέρματος χοίρου, ἀσπὶς Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 23.

Greek Monolingual

-η, -ο / χοίρινος, -ίνη, -ον, ΝΑ
ο κατασκευασμένος από δέρμα χοίρου, χοιρινός (α. «χοίρινα τσαρούχια» β. «ἡ ἀσπὶς οἰσυΐνη καὶ χοιρίνη περὶ ταῖς κνήμαις», Λουκιαν.)
νεοελλ.
παροιμ. «γλυκό κρασί σε χοίρινο τομάρι» — λέγεται για πράγματα αξίας στα οποία γίνεται κακή διαχείριση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖρος + κατάλ. -ινος (πρβλ. λίθινος)].

Greek Monotonic

χοίρῐνος: -η, -ον, = χοίρειος, δέρμα του χοίρου, σε Λουκ.

Middle Liddell

χοίρῐνος, η, ον = χοίρειος
of hog's skin, Luc.