ἐνθρονίζω: Difference between revisions

From LSJ

Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσοςMedicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last

Menander, Monostichoi, 268
(2)
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=enthronizo
|Transliteration C=enthronizo
|Beta Code=e)nqroni/zw
|Beta Code=e)nqroni/zw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">place on a throme</b>, metaph., τὸν ἡγεμόνα νοῦν <span class="bibl">LXX <span class="title">4 Ma.</span>2.22</span>:—in lit. sense only Pass., ib.<span class="bibl"><span class="title">Es.</span>1.2</span>; τοῖς βασιλείοις <span class="bibl">D.S.33.13</span>.</span>
|Definition=[[place on a throme]], metaph., τὸν ἡγεμόνα νοῦν [[LXX]] ''4 Ma.''2.22:—in lit. sense only Pass., ib.''Es.''1.2; τοῖς βασιλείοις [[Diodorus Siculus|D.S.]]33.13.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">I</b> tr.<br /><b class="num">1</b> [[colocar en un trono]], [[entronizar]] fig. θεὸς ... ἐπὶ πάντων τὸν ἱερὸν ἡγεμόνα νοῦν ... ἐνεθρόνισεν [[LXX]] 4<i>Ma</i>.2.22<br /><b class="num"></b>en v. pas. Πτολεμαίου ... ἐνθρονιζομένου τοῖς βασιλείοις siendo entronizado Ptolomeo en su palacio</i> [[Diodorus Siculus|D.S.]]33.13<br /><b class="num">•</b>crist. desde un punto de vista relig. o místico, de Jesús, Hippol.M.10.632A, Meth.<i>Symp</i>.168.<br /><b class="num">2</b> crist. [[establecer en una sede como obispo]], c. ac. de pers. τῶν περὶ Ἀκάκιον ἐνθρονισάντων αὐτόν habiéndolo consagrado como obispo los Acacianos</i> Socr.Sch.<i>HE</i> 2.43.7, cf. 4.21.4, en v. pas. ὑπὸ τοῦ ἐπάρχου μᾶλλον ἢ ὑπὸ ἐκκλησιαστικοῦ κανόνος ἐνθρονίζεται Socr.Sch.<i>HE</i> 2.16.14, [[ἔνθα]] ἐνεθρόνιστο ὁ ἐπίσκοπος ... ὑπὸ τῆς θείας χειρός Pall.<i>V.Chrys</i>.7.63, cf. 15.52.<br /><b class="num">3</b> [[establecer]], [[instalar]] c. pron. refl. en ac. y dat. ἀφ' ἧς ἡμέρας ἐνεθρόνισεν ἑαυτὸν τῇ μονῇ Pall.<i>H.Laus</i>.47.1.<br /><b class="num">II</b> intr. en v. med. [[tener su sede]], [[estar ubicado]] ἐνθρονίζεται δὲ οὗτος (<i>[[sc.]]</i> ὁ λογισμός) ἐν ἐγκεφάλῳ Clem.Al.<i>Paed</i>.1.2.5.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0843.png Seite 843]] auf den Thron setzen, Sp.; im med., auf dem Throne sitzen, LXX.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0843.png Seite 843]] auf den Thron setzen, Sp.; im med., auf dem Throne sitzen, LXX.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐνθρονίζω:''' возводить на престол, med. восходить на престол ([[Πτολεμαῖος]] ἐνθρονιζόμενος Diod.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐνθρονίζω''': θέτω ἐπὶ θρόνου, Πτολεμαίου... ἐνθρονιζομένου τοῖς βασιλείοις Διοδώρου Ἀποσπάσμ. 595. 2) ἐν τῇ ἐκκλησ. γλώσσῃ [[κυρίως]] ἐπὶ τῶν ἐνθρονιζομένων ἐπισκόπων, Γρηγ. Ναζ. ΙΙΙ. 1247Α, Παλλαδ. Βίος Χρυσ. 54F. 3) ἐγκαινιάζω ἁγίαν τράπεζαν, Εὐχολ. - Παθ., [[κάθημαι]] ἐπὶ θρόνου, Ἑβδ. (Μακκ. Δ, Β΄ 22).
|lstext='''ἐνθρονίζω''': θέτω ἐπὶ θρόνου, Πτολεμαίου... ἐνθρονιζομένου τοῖς βασιλείοις Διοδώρου Ἀποσπάσμ. 595. 2) ἐν τῇ ἐκκλησ. γλώσσῃ [[κυρίως]] ἐπὶ τῶν ἐνθρονιζομένων ἐπισκόπων, Γρηγ. Ναζ. ΙΙΙ. 1247Α, Παλλαδ. Βίος Χρυσ. 54F. 3) ἐγκαινιάζω ἁγίαν τράπεζαν, Εὐχολ. - Παθ., [[κάθημαι]] ἐπὶ θρόνου, Ἑβδ. (Μακκ. Δ, Β΄ 22).
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">I</b> tr.<br /><b class="num">1</b> [[colocar en un trono]], [[entronizar]] fig. θεὸς ... ἐπὶ πάντων τὸν ἱερὸν ἡγεμόνα νοῦν ... ἐνεθρόνισεν LXX 4<i>Ma</i>.2.22<br /><b class="num">•</b>en v. pas. Πτολεμαίου ... ἐνθρονιζομένου τοῖς βασιλείοις siendo entronizado Ptolomeo en su palacio</i> D.S.33.13<br /><b class="num">•</b>crist. desde un punto de vista relig. o místico, de Jesús, Hippol.M.10.632A, Meth.<i>Symp</i>.168.<br /><b class="num">2</b> crist. [[establecer en una sede como obispo]], c. ac. de pers. τῶν περὶ Ἀκάκιον ἐνθρονισάντων αὐτόν habiéndolo consagrado como obispo los Acacianos</i> Socr.Sch.<i>HE</i> 2.43.7, cf. 4.21.4, en v. pas. ὑπὸ τοῦ ἐπάρχου μᾶλλον ἢ ὑπὸ ἐκκλησιαστικοῦ κανόνος ἐνθρονίζεται Socr.Sch.<i>HE</i> 2.16.14, [[ἔνθα]] ἐνεθρόνιστο ὁ ἐπίσκοπος ... ὑπὸ τῆς θείας χειρός Pall.<i>V.Chrys</i>.7.63, cf. 15.52.<br /><b class="num">3</b> [[establecer]], [[instalar]] c. pron. refl. en ac. y dat. ἀφ' ἧς ἡμέρας ἐνεθρόνισεν ἑαυτὸν τῇ μονῇ Pall.<i>H.Laus</i>.47.1.<br /><b class="num">II</b> intr. en v. med. [[tener su sede]], [[estar ubicado]] ἐνθρονίζεται δὲ οὗτος (<i>sc</i>. ὁ λογισμός) ἐν ἐγκεφάλῳ Clem.Al.<i>Paed</i>.1.2.5.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και ενθρονιάζω (AM [[ἐνθρονίζω]]) [[ένθρονος]]<br /><b>1.</b> (για ηγεμόνες ή επισκόπους) [[εγκαθιστώ]] κάποιον ηγεμόνα, [[ανεβάζω]] στον θρόνο<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>ενθρονίζομαι</i><br />θρονιάζομαι, εγκαθίσταμαι και [[παραμένω]] [[κάπου]] [[απρόσκλητος]] παριστάνοντας τον αρχηγό<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[καθαγιάζω]], [[εγκαινιάζω]] αγία [[τράπεζα]]<br /><b>2.</b> (για [[ταφή]] νεκρού) [[τοποθετώ]], [[θάβω]].
|mltxt=και ενθρονιάζω (AM [[ἐνθρονίζω]]) [[ένθρονος]]<br /><b>1.</b> (για ηγεμόνες ή επισκόπους) [[εγκαθιστώ]] κάποιον ηγεμόνα, [[ανεβάζω]] στον θρόνο<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>ενθρονίζομαι</i><br />θρονιάζομαι, εγκαθίσταμαι και [[παραμένω]] [[κάπου]] [[απρόσκλητος]] παριστάνοντας τον αρχηγό<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[καθαγιάζω]], [[εγκαινιάζω]] αγία [[τράπεζα]]<br /><b>2.</b> (για [[ταφή]] νεκρού) [[τοποθετώ]], [[θάβω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐνθρονίζω:''' возводить на престол, med. восходить на престол ([[Πτολεμαῖος]] ἐνθρονιζόμενος Diod.).
}}
}}

Latest revision as of 08:02, 27 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνθρονίζω Medium diacritics: ἐνθρονίζω Low diacritics: ενθρονίζω Capitals: ΕΝΘΡΟΝΙΖΩ
Transliteration A: enthronízō Transliteration B: enthronizō Transliteration C: enthronizo Beta Code: e)nqroni/zw

English (LSJ)

place on a throme, metaph., τὸν ἡγεμόνα νοῦν LXX 4 Ma.2.22:—in lit. sense only Pass., ib.Es.1.2; τοῖς βασιλείοις D.S.33.13.

Spanish (DGE)

I tr.
1 colocar en un trono, entronizar fig. θεὸς ... ἐπὶ πάντων τὸν ἱερὸν ἡγεμόνα νοῦν ... ἐνεθρόνισεν LXX 4Ma.2.22
en v. pas. Πτολεμαίου ... ἐνθρονιζομένου τοῖς βασιλείοις siendo entronizado Ptolomeo en su palacio D.S.33.13
crist. desde un punto de vista relig. o místico, de Jesús, Hippol.M.10.632A, Meth.Symp.168.
2 crist. establecer en una sede como obispo, c. ac. de pers. τῶν περὶ Ἀκάκιον ἐνθρονισάντων αὐτόν habiéndolo consagrado como obispo los Acacianos Socr.Sch.HE 2.43.7, cf. 4.21.4, en v. pas. ὑπὸ τοῦ ἐπάρχου μᾶλλον ἢ ὑπὸ ἐκκλησιαστικοῦ κανόνος ἐνθρονίζεται Socr.Sch.HE 2.16.14, ἔνθα ἐνεθρόνιστο ὁ ἐπίσκοπος ... ὑπὸ τῆς θείας χειρός Pall.V.Chrys.7.63, cf. 15.52.
3 establecer, instalar c. pron. refl. en ac. y dat. ἀφ' ἧς ἡμέρας ἐνεθρόνισεν ἑαυτὸν τῇ μονῇ Pall.H.Laus.47.1.
II intr. en v. med. tener su sede, estar ubicado ἐνθρονίζεται δὲ οὗτος (sc. ὁ λογισμός) ἐν ἐγκεφάλῳ Clem.Al.Paed.1.2.5.

German (Pape)

[Seite 843] auf den Thron setzen, Sp.; im med., auf dem Throne sitzen, LXX.

Russian (Dvoretsky)

ἐνθρονίζω: возводить на престол, med. восходить на престол (Πτολεμαῖος ἐνθρονιζόμενος Diod.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐνθρονίζω: θέτω ἐπὶ θρόνου, Πτολεμαίου... ἐνθρονιζομένου τοῖς βασιλείοις Διοδώρου Ἀποσπάσμ. 595. 2) ἐν τῇ ἐκκλησ. γλώσσῃ κυρίως ἐπὶ τῶν ἐνθρονιζομένων ἐπισκόπων, Γρηγ. Ναζ. ΙΙΙ. 1247Α, Παλλαδ. Βίος Χρυσ. 54F. 3) ἐγκαινιάζω ἁγίαν τράπεζαν, Εὐχολ. - Παθ., κάθημαι ἐπὶ θρόνου, Ἑβδ. (Μακκ. Δ, Β΄ 22).

Greek Monolingual

και ενθρονιάζω (AM ἐνθρονίζω) ένθρονος
1. (για ηγεμόνες ή επισκόπους) εγκαθιστώ κάποιον ηγεμόνα, ανεβάζω στον θρόνο
2. μέσ. ενθρονίζομαι
θρονιάζομαι, εγκαθίσταμαι και παραμένω κάπου απρόσκλητος παριστάνοντας τον αρχηγό
μσν.
1. καθαγιάζω, εγκαινιάζω αγία τράπεζα
2. (για ταφή νεκρού) τοποθετώ, θάβω.