διαμελίζω: Difference between revisions
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
(1b) |
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.") |
||
(15 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=diamelizo | |Transliteration C=diamelizo | ||
|Beta Code=diameli/zw | |Beta Code=diameli/zw | ||
|Definition= | |Definition=[[dismember]], [[Diodorus Siculus|D.S.]]3.65:—Pass., [[LXX]] ''Da.''3.29(96), Plu.2.993b. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=[[desmembrar]], [[descuartizar]] víctimas οἱ ἱερεῖς ... καθαρὰ ποιήσαντες διαμελίζουσι I.<i>AI</i> 3.227, τοὺς ἀσεβεῖς ... ταῖς τῶν γυναικῶν χερσὶ ζῶντας διαμελίζοντα descuartizando (Dioniso) a los impíos en vida por manos de las mujeres</i> [[Diodorus Siculus|D.S.]]3.65, τοὺς μὲν διεμέλιζε, τοὺς δὲ ἀνεσταύρου [[Diodorus Siculus|D.S.]]35.12, en v. pas. ὃς ἂν βλασφημήσῃ εἰς τὸν κύριον ... διαμελισθήσεται [[LXX]] <i>Da</i>.3.96, cf. Plu.2.993b. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0589.png Seite 589]] zergliedern, zrrstückeln, Sp., wie D. Sic. 3, 64. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0589.png Seite 589]] zergliedern, zrrstückeln, Sp., wie D. Sic. 3, 64. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=[[arracher les membres]], [[mettre en pièces]].<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[μέλος]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διαμελίζω:''' [[разрывать на суставы]], [[растерзывать]] (ταῖς χερσὶ ζῶντας Diod.; ζῷα διαμελιζόμενα Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διαμελίζω''': [[κατακόπτω]] εἰς [[μέλη]], Διόδ. 3. 65· - διαμελισμός, ὁ, Πλούτ. 2. 355Β. | |lstext='''διαμελίζω''': [[κατακόπτω]] εἰς [[μέλη]], Διόδ. 3. 65· - διαμελισμός, ὁ, Πλούτ. 2. 355Β. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM [[διαμελίζω]])<br /><b>1.</b> [[διαχωρίζω]] τα [[μέλη]], [[κόβω]] σε κομμάτια, [[κατατεμαχίζω]]<br /><b>2.</b> [[κομματιάζω]] και [[διαμοιράζω]] τα κομμάτια με άλλους («μελίζεται καὶ διαμελίζεται ὁ ἀμνὸς | |mltxt=(AM [[διαμελίζω]])<br /><b>1.</b> [[διαχωρίζω]] τα [[μέλη]], [[κόβω]] σε κομμάτια, [[κατατεμαχίζω]]<br /><b>2.</b> [[κομματιάζω]] και [[διαμοιράζω]] τα κομμάτια με άλλους («μελίζεται καὶ διαμελίζεται ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>διά</i> <span style="color: red;">+</span> [[μελίζω]] «[[κόβω]] [[κάτι]] σε κομμάτια»]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 07:19, 27 March 2024
English (LSJ)
dismember, D.S.3.65:—Pass., LXX Da.3.29(96), Plu.2.993b.
Spanish (DGE)
desmembrar, descuartizar víctimas οἱ ἱερεῖς ... καθαρὰ ποιήσαντες διαμελίζουσι I.AI 3.227, τοὺς ἀσεβεῖς ... ταῖς τῶν γυναικῶν χερσὶ ζῶντας διαμελίζοντα descuartizando (Dioniso) a los impíos en vida por manos de las mujeres D.S.3.65, τοὺς μὲν διεμέλιζε, τοὺς δὲ ἀνεσταύρου D.S.35.12, en v. pas. ὃς ἂν βλασφημήσῃ εἰς τὸν κύριον ... διαμελισθήσεται LXX Da.3.96, cf. Plu.2.993b.
German (Pape)
[Seite 589] zergliedern, zrrstückeln, Sp., wie D. Sic. 3, 64.
French (Bailly abrégé)
arracher les membres, mettre en pièces.
Étymologie: διά, μέλος.
Russian (Dvoretsky)
διαμελίζω: разрывать на суставы, растерзывать (ταῖς χερσὶ ζῶντας Diod.; ζῷα διαμελιζόμενα Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
διαμελίζω: κατακόπτω εἰς μέλη, Διόδ. 3. 65· - διαμελισμός, ὁ, Πλούτ. 2. 355Β.
Greek Monolingual
(AM διαμελίζω)
1. διαχωρίζω τα μέλη, κόβω σε κομμάτια, κατατεμαχίζω
2. κομματιάζω και διαμοιράζω τα κομμάτια με άλλους («μελίζεται καὶ διαμελίζεται ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < διά + μελίζω «κόβω κάτι σε κομμάτια»].