ληρέω: Difference between revisions

From LSJ

πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention

Source
(3)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(έω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(19 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=lireo
|Transliteration C=lireo
|Beta Code=lhre/w
|Beta Code=lhre/w
|Definition=(<b class="b3">λῆρος</b> A) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">to be foolish</b> or <b class="b2">silly, speak</b> or <b class="b2">act foolishly</b>, <span class="bibl">S.<span class="title">Tr.</span>435</span>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Eq.</span>536</span>, al., <span class="bibl">Pl.<span class="title">Tht.</span> 152b</span>, etc.; ξυνθιασώτης τοῦ ληρεῖν <span class="bibl">Ar.<span class="title">Pl.</span>508</span>; περί τινος <span class="bibl">Isoc.12.11</span>, 33; λῆρον ληρεῖς <span class="bibl">Ar.<span class="title">Pl.</span>517</span>; <b class="b3">ληρεῖς ἔχων</b> (v. ἔχω B. IV. 2) Id.<span class="title">Ra.</span>512, cf. <span class="bibl">Pl.<span class="title">Grg.</span>497b</span>: c. acc., μὴ ληρήσῃς τὸν ἐκτιναγμόν σου <span class="bibl"><span class="title">PFay.</span>114</span>. <span class="bibl">21</span> (i A.D.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> of a sick person, <b class="b2">to be delirious</b>, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Epid.</span>1.26</span>.<b class="b3">γ</b>.</span>
|Definition=([[λῆρος]] A)<br><span class="bld">A</span> to [[be foolish]] or [[be silly]], [[speak foolishly]] or [[act foolishly]], S.''Tr.''435, [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Knights|Eq.]]''536, al., [[Plato|Pl.]]''[[Theaetetus|Tht.]]'' 152b, etc.; ξυνθιασώτης τοῦ ληρεῖν Ar.''Pl.''508; περί τινος Isoc.12.11, 33; λῆρον ληρεῖς Ar.''Pl.''517; <b class="b3">ληρεῖς ἔχων</b> (v. [[ἔχω]] B. IV. 2) Id.''Ra.''512, cf. [[Plato|Pl.]]''[[Gorgias|Grg.]]'' 497b: c. acc., μὴ ληρήσῃς τὸν ἐκτιναγμόν σου ''PFay.''114. 21 (i A.D.).<br><span class="bld">2</span> of a sick person, to [[be delirious]], Hp.''Epid.''1.26.γ.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0040.png Seite 40]] schwatzen, viel u. thöricht, albern reden; τὸ γὰρ νοσοῦντι ληρεῖν ἀνδρὸς οὐχὶ σώφρονος Soph. Tr. 435; Ar. Equ. 536 Ran. 923 u. öfter; εἰκὸς σοφὸν ἄνδρα μὴ ληρεῖν Plat. Theaet. 152 a; ληρεῖ καὶ μαίνεται Lys. 205 a; Folgde. Ueber ληρεῖς ἔχων s. ἔχω.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0040.png Seite 40]] schwatzen, viel u. thöricht, albern reden; τὸ γὰρ νοσοῦντι ληρεῖν ἀνδρὸς οὐχὶ σώφρονος Soph. Tr. 435; Ar. Equ. 536 Ran. 923 u. öfter; εἰκὸς σοφὸν ἄνδρα μὴ ληρεῖν Plat. Theaet. 152 a; ληρεῖ καὶ μαίνεται Lys. 205 a; Folgde. Über ληρεῖς ἔχων s. ἔχω.
}}
{{bailly
|btext=[[ληρῶ]] :<br />déraisonner, dire <i>ou</i> faire des sottises.<br />'''Étymologie:''' [[λῆρος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ληρέω:''' (Arph. тж. λῆρον λ.) говорить пустяки, нести вздор (λ. καὶ μαίνεσθαι Plat.; περί τινος Isocr.): τί ληρεῖς; Arph. что ты мелешь?
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ληρέω''': ([[λῆρος]]) εἶμαι [[ἀνόητος]], [[μωρός]], ὁμιλῶ ἢ φέρομαι ἀνοήτως, φλυαρῶ, Λατ. nugari. Σοφ. Τρ. 435, Ἀριστοφ. Ἱππ. 536, κ. ἀλλ., Πλάτ. Θεαίτ. 152Β, κτλ.· [[περί]] τινος Ἰσοκρ. 235Β, 239D· λῆρον ληρεῖν Ἀριστοφ. Πλ. 517· περὶ τοῦ ληρεῖς ἔχων, ἴδε ἔχω Β. IV. 2, καὶ πρβλ. [[συνθιασώτης]]. 2) ἐπὶ νοσοῦντος ἀνθρώπου, παραληρῶ, παραλαλῶ, Ἱππ. Ἐπιδ. 1. 974.
|lstext='''ληρέω''': ([[λῆρος]]) εἶμαι [[ἀνόητος]], [[μωρός]], ὁμιλῶ ἢ φέρομαι ἀνοήτως, φλυαρῶ, Λατ. [[nugor|nugari]]. Σοφ. Τρ. 435, Ἀριστοφ. Ἱππ. 536, κ. ἀλλ., Πλάτ. Θεαίτ. 152Β, κτλ.· [[περί]] τινος Ἰσοκρ. 235Β, 239D· λῆρον ληρεῖν Ἀριστοφ. Πλ. 517· περὶ τοῦ ληρεῖς ἔχων, ἴδε ἔχω Β. IV. 2, καὶ πρβλ. [[συνθιασώτης]]. 2) ἐπὶ νοσοῦντος ἀνθρώπου, παραληρῶ, παραλαλῶ, Ἱππ. Ἐπιδ. 1. 974.
}}
}}
{{bailly
{{lsm
|btext=-ῶ :<br />déraisonner, dire <i>ou</i> faire des sottises.<br />'''Étymologie:''' [[λῆρος]].
|lsmtext='''ληρέω:''' μέλ. <i>ληρήσω</i> ([[λῆρος]]), είμαι [[ανόητος]] ή [[μωρός]], μιλάω ή φέρομαι ανόητα, Λατ. [[nugor|nugari]], σε Σοφ., Αριστοφ.
}}
}}
{{lsm
{{mdlsj
|lsmtext='''ληρέω:''' μέλ. <i>ληρήσω</i> ([[λῆρος]]), είμαι [[ανόητος]] ή [[μωρός]], μιλάω ή φέρομαι ανόητα, Λατ. mugari, σε Σοφ., Αριστοφ.
|mdlsjtxt=[[λῆρος]]<br />to be [[foolish]] or [[silly]], [[speak]] or act [[foolishly]], Lat. [[nugor|nugari]], Soph., Ar.
}}
}}
{{elru
{{mantoulidis
|elrutext='''ληρέω:''' (Arph. тж. λῆρον λ.) говорить пустяки, нести вздор (λ. καὶ μαίνεσθαι Plat.; περί τινος Isocr.): τί ληρεῖς; Arph. что ты мелешь?
|mantxt=-ῶ (=εἶμαι [[ἀνόητος]], [[φλυαρῶ]]). Ἀπό τό [[λῆρος]] (=[[ἀνοησία]], [[φλυαρία]]. Σάν ἐπίθ. [[ἀνόητος]]). Τό [[λῆρος]] [[ἔχει]] σχέση μέ τό [[λάλος]] [[λάσκω]].<br><b>Παράγωγα:</b> [[λήρημα]], [[λήρησις]], [[παραλήρημα]], [[παραλήρησις]], [[ληρολόγος]] (=[[φλύαρος]]), [[ληρώδης]] (=[[ἀνόητος]]).
}}
}}

Latest revision as of 18:32, 16 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ληρέω Medium diacritics: ληρέω Low diacritics: ληρέω Capitals: ΛΗΡΕΩ
Transliteration A: lēréō Transliteration B: lēreō Transliteration C: lireo Beta Code: lhre/w

English (LSJ)

(λῆρος A)
A to be foolish or be silly, speak foolishly or act foolishly, S.Tr.435, Ar.Eq.536, al., Pl.Tht. 152b, etc.; ξυνθιασώτης τοῦ ληρεῖν Ar.Pl.508; περί τινος Isoc.12.11, 33; λῆρον ληρεῖς Ar.Pl.517; ληρεῖς ἔχων (v. ἔχω B. IV. 2) Id.Ra.512, cf. Pl.Grg. 497b: c. acc., μὴ ληρήσῃς τὸν ἐκτιναγμόν σου PFay.114. 21 (i A.D.).
2 of a sick person, to be delirious, Hp.Epid.1.26.γ.

German (Pape)

[Seite 40] schwatzen, viel u. thöricht, albern reden; τὸ γὰρ νοσοῦντι ληρεῖν ἀνδρὸς οὐχὶ σώφρονος Soph. Tr. 435; Ar. Equ. 536 Ran. 923 u. öfter; εἰκὸς σοφὸν ἄνδρα μὴ ληρεῖν Plat. Theaet. 152 a; ληρεῖ καὶ μαίνεται Lys. 205 a; Folgde. Über ληρεῖς ἔχων s. ἔχω.

French (Bailly abrégé)

ληρῶ :
déraisonner, dire ou faire des sottises.
Étymologie: λῆρος.

Russian (Dvoretsky)

ληρέω: (Arph. тж. λῆρον λ.) говорить пустяки, нести вздор (λ. καὶ μαίνεσθαι Plat.; περί τινος Isocr.): τί ληρεῖς; Arph. что ты мелешь?

Greek (Liddell-Scott)

ληρέω: (λῆρος) εἶμαι ἀνόητος, μωρός, ὁμιλῶ ἢ φέρομαι ἀνοήτως, φλυαρῶ, Λατ. nugari. Σοφ. Τρ. 435, Ἀριστοφ. Ἱππ. 536, κ. ἀλλ., Πλάτ. Θεαίτ. 152Β, κτλ.· περί τινος Ἰσοκρ. 235Β, 239D· λῆρον ληρεῖν Ἀριστοφ. Πλ. 517· περὶ τοῦ ληρεῖς ἔχων, ἴδε ἔχω Β. IV. 2, καὶ πρβλ. συνθιασώτης. 2) ἐπὶ νοσοῦντος ἀνθρώπου, παραληρῶ, παραλαλῶ, Ἱππ. Ἐπιδ. 1. 974.

Greek Monotonic

ληρέω: μέλ. ληρήσω (λῆρος), είμαι ανόητος ή μωρός, μιλάω ή φέρομαι ανόητα, Λατ. nugari, σε Σοφ., Αριστοφ.

Middle Liddell

λῆρος
to be foolish or silly, speak or act foolishly, Lat. nugari, Soph., Ar.

Mantoulidis Etymological

-ῶ (=εἶμαι ἀνόητος, φλυαρῶ). Ἀπό τό λῆρος (=ἀνοησία, φλυαρία. Σάν ἐπίθ. ἀνόητος). Τό λῆρος ἔχει σχέση μέ τό λάλος λάσκω.
Παράγωγα: λήρημα, λήρησις, παραλήρημα, παραλήρησις, ληρολόγος (=φλύαρος), ληρώδης (=ἀνόητος).