προσπλάζω: Difference between revisions

From LSJ

ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners

Source
(nl)
m (LSJ1 replacement)
 
(14 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=prosplazo
|Transliteration C=prosplazo
|Beta Code=prospla/zw
|Beta Code=prospla/zw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">beat</b> or <b class="b2">knock against, touch</b>, κῦμα δέ μιν προσπλάζον ἐρύκεται <span class="bibl">Il.12.285</span>: c. dat., [λίμνη] προσέπλαζε γενείῳ <span class="bibl">Od.11.583</span>; γαίης . . πεῖρας . . ἠέρι προσπλάζον <span class="bibl">Xenoph.28.2</span>.</span>
|Definition=[[beat]] or [[knock against]], [[touch]], κῦμα δέ μιν προσπλάζον ἐρύκεται Il.12.285: c. dat., [λίμνη] προσέπλαζε γενείῳ Od.11.583; γαίης.. πεῖρας.. ἠέρι προσπλάζον Xenoph.28.2.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0778.png Seite 778]] = [[προσπελάζω]], aus dem es verkürzt ist, sich nähern, nahe herankommen (oder anplatschen, heranrauschen?); κῦμα δέ μιν προσπλάζον ἐρύκεται, Il. 12, 285; ἡ δὲ ([[λίμνη]]) προσέπλαζε γενείῳ, Od. 11, 583.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0778.png Seite 778]] = [[προσπελάζω]], aus dem es verkürzt ist, sich nähern, nahe herankommen (oder anplatschen, heranrauschen?); κῦμα δέ μιν προσπλάζον ἐρύκεται, Il. 12, 285; ἡ δὲ ([[λίμνη]]) προσέπλαζε γενείῳ, Od. 11, 583.
}}
{{bailly
|btext=[[s'approcher de]], τινι.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[πλάζω]].
}}
{{elnl
|elnltext=προσ-πλάζω stoten tegen, met dat.
}}
{{elru
|elrutext='''προσπλάζω:''' [из [[προσπελάζω]] приближаться, подходить ([[κῦμα]] προσπλάζον Hom.): π. γενείῳ Hom. доходить до подбородка.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''προσπλάζω''': ποιητ. συντετμημένον ἀντὶ τοῦ [[προσπελάζω]] (ἀμεταβ.), [[ἔρχομαι]] πλησίον, [[ἐγγίζω]], Ἰλ. Μ. 285· [[μετὰ]] δοτ., Ὀδ. Λ. 583, Ξενοφάν. 12 Kaisten.
|lstext='''προσπλάζω''': ποιητ. συντετμημένον ἀντὶ τοῦ [[προσπελάζω]] (ἀμεταβ.), [[ἔρχομαι]] πλησίον, [[ἐγγίζω]], Ἰλ. Μ. 285· μετὰ δοτ., Ὀδ. Λ. 583, Ξενοφάν. 12 Kaisten.
}}
{{bailly
|btext=s’approcher de, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[πλάζω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 31:
|lsmtext='''προσπλάζω:''' ποιητ. συντετμ. του [[προσπελάζω]] (αμτβ.), [[έρχομαι]] κοντά, [[πλησιάζω]], [[προσεγγίζω]], σε Ομήρ. Ιλ.· με δοτ., σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''προσπλάζω:''' ποιητ. συντετμ. του [[προσπελάζω]] (αμτβ.), [[έρχομαι]] κοντά, [[πλησιάζω]], [[προσεγγίζω]], σε Ομήρ. Ιλ.· με δοτ., σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}
{{elnl
{{mdlsj
|elnltext=προσ-πλάζω stoten tegen, met dat.
|mdlsjtxt=poet. shortened for [[προσπελάζω]]<br />intr. to [[come]] near, [[approach]], Il.; c. dat., Od.
}}
}}

Latest revision as of 11:00, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσπλάζω Medium diacritics: προσπλάζω Low diacritics: προσπλάζω Capitals: ΠΡΟΣΠΛΑΖΩ
Transliteration A: prosplázō Transliteration B: prosplazō Transliteration C: prosplazo Beta Code: prospla/zw

English (LSJ)

beat or knock against, touch, κῦμα δέ μιν προσπλάζον ἐρύκεται Il.12.285: c. dat., [λίμνη] προσέπλαζε γενείῳ Od.11.583; γαίης.. πεῖρας.. ἠέρι προσπλάζον Xenoph.28.2.

German (Pape)

[Seite 778] = προσπελάζω, aus dem es verkürzt ist, sich nähern, nahe herankommen (oder anplatschen, heranrauschen?); κῦμα δέ μιν προσπλάζον ἐρύκεται, Il. 12, 285; ἡ δὲ (λίμνη) προσέπλαζε γενείῳ, Od. 11, 583.

French (Bailly abrégé)

s'approcher de, τινι.
Étymologie: πρός, πλάζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-πλάζω stoten tegen, met dat.

Russian (Dvoretsky)

προσπλάζω: [из προσπελάζω приближаться, подходить (κῦμα προσπλάζον Hom.): π. γενείῳ Hom. доходить до подбородка.

Greek (Liddell-Scott)

προσπλάζω: ποιητ. συντετμημένον ἀντὶ τοῦ προσπελάζω (ἀμεταβ.), ἔρχομαι πλησίον, ἐγγίζω, Ἰλ. Μ. 285· μετὰ δοτ., Ὀδ. Λ. 583, Ξενοφάν. 12 Kaisten.

Greek Monolingual

Α
(ως ποιητ. συντετμημένος τ. του προσπελάζω) χτυπώ πάνω σε κάτι, προσκρούω («κῡμα δὲ μιν προσπλάζον ἐρύκεται», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + πλάζω «πλήττω, χτυπώ»].

Greek Monotonic

προσπλάζω: ποιητ. συντετμ. του προσπελάζω (αμτβ.), έρχομαι κοντά, πλησιάζω, προσεγγίζω, σε Ομήρ. Ιλ.· με δοτ., σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

poet. shortened for προσπελάζω
intr. to come near, approach, Il.; c. dat., Od.