ὑποτελέω: Difference between revisions
τὸ βέλτερον κακοῦ καὶ τὸ δίμοιρον αἰνῶ, καὶ δίκᾳ δίκας ἕπεσθαι, ξὺν εὐχαῖς ἐμαῖς, λυτηρίοις μηχαναῖς θεοῦ πάρα → I approve the better kind of evil, the two-thirds kind, and that, in accordance with my prayers, through contrivances bringing salvation at the god’s hand
(4b) |
(CSV import) |
||
(22 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ypoteleo | |Transliteration C=ypoteleo | ||
|Beta Code=u(potele/w | |Beta Code=u(potele/w | ||
|Definition= | |Definition=[[pay]], [[discharge]], of a tribute or tax, φόρον ὑ. [[Herodotus|Hdt.]]1.171, X.''HG''1.3.9, etc.; <b class="b3">συντάξεις, συντάξεις καὶ φόρους</b>, Isoc. 7.2, 12.116; τὸν φόρον ὑποτελῶ Ἀθηναίοισιν ''IG''12.39.26: abs., [[pay tribute]], Th.3.46, Luc.''Anach.''30, etc.: also ὑ. ἀξίην βασιλέϊ [[Herodotus|Hdt.]]4.201; <b class="b3">ὑ. ἔρανον, δῶρα</b>, D.10.40, Plu.2.830d; μίσθωμα ''IG''12(7).55.15 (Amorgos); <b class="b3">ὑ. τι</b> [[discharge]] a duty, Luc.''Rh.Pr.''23:—Pass., ὁ -τελεσθησόμενος ὅρκος ''PLond.''5.1708.260 (vi A. D.). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=[[ὑποτελῶ]] :<br /><b>1</b> [[s'acquitter d'une dette]] : φόρον τινί payer à qqn une contribution, un tribut, une redevance quelconque ; <i>en gén.</i> ὑπ. τι acquitter une dette;<br /><b>2</b> supporter une dépense, <i>en gén.</i> acquitter les frais de, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ὑποτελής]]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=([[τελέω]]), <i>[[abzahlen]]</i>; bes. <i>einen [[Tribut]], eine [[Abgabe]] entrichten</i>, mit und ohne [[φόρον]], Her. 1.171; ἀξίην βασιλέϊ, <i>dem [[Könige]] eine Buße entrichten</i>, 4.201; auch [[absolut]], Thuc. 3.46; [[φόρον]] τινί, Pol. 22.7.8, 27.1, wie Luc. <i>V.H</i>. 1.20; δασμόν <i>Tox</i>. 55. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑποτελέω:'''<br /><b class="num">1</b> [[уплачивать]], [[вносить]] (ἀξίην τινί Her.; συντάξεις καὶ φόρους Isocr.; ἔρανον Dem.; δῶρα καὶ φόρους Plut.);<br /><b class="num">2</b> [[уплачивать подать или дань]] Thuc. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑποτελέω''': μέλλ. -έσω, πληρώνω, ἐπὶ φόρου ἢ δασμοῦ, φόρον ὑποστ. Ἡρόδ. 1. 171, Ξενοφ. Ἑλλην. 1. 3, 9, κλπ.· συντάξεις καὶ φόρους Ἰσοκρ. 140Β, 256Ε· καὶ ἀπολ., πληρώνω φόρον, Θουκ. 3. 46, Λουκ., κλπ.· [[ὡσαύτως]], ὑπ. ἀξίην βασιλέϊ (ἴδε ἐν λέξ. [[ἀξία]]) Ἡρόδ. 4. 201· ὑπ. ἔρανον, δῶρα Δημ. 142, 1, Πλούτ., κλπ.· ὑποτ. τι, πληρώνω [[χρέος]] τι, Λουκ. Ρητόρ. Διδάσκ. 23. | |lstext='''ὑποτελέω''': μέλλ. -έσω, πληρώνω, ἐπὶ φόρου ἢ δασμοῦ, φόρον ὑποστ. Ἡρόδ. 1. 171, Ξενοφ. Ἑλλην. 1. 3, 9, κλπ.· συντάξεις καὶ φόρους Ἰσοκρ. 140Β, 256Ε· καὶ ἀπολ., πληρώνω φόρον, Θουκ. 3. 46, Λουκ., κλπ.· [[ὡσαύτως]], ὑπ. ἀξίην βασιλέϊ (ἴδε ἐν λέξ. [[ἀξία]]) Ἡρόδ. 4. 201· ὑπ. ἔρανον, δῶρα Δημ. 142, 1, Πλούτ., κλπ.· ὑποτ. τι, πληρώνω [[χρέος]] τι, Λουκ. Ρητόρ. Διδάσκ. 23. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑποτελέω:''' μέλ. <i>-έσω</i>, [[αποπληρώνω]], [[εξοφλώ]] [[οφειλή]], [[χρέος]], σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ.· απόλ., [[πληρώνω]] [[φόρο]] υποτέλειας, σε Θουκ. | |lsmtext='''ὑποτελέω:''' μέλ. <i>-έσω</i>, [[αποπληρώνω]], [[εξοφλώ]] [[οφειλή]], [[χρέος]], σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ.· απόλ., [[πληρώνω]] [[φόρο]] υποτέλειας, σε Θουκ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{mdlsj | ||
| | |mdlsjtxt=fut. έσω<br />to pay off, [[discharge]] a [[payment]], Hdt., Xen., etc.; absol. to pay [[tribute]], Thuc. | ||
}} | |||
{{lxth | |||
|lthtxt=''[[pendere tributum]]'', to [[pay tribute]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:3.46.2/ 3.46.2]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 13:35, 16 November 2024
English (LSJ)
pay, discharge, of a tribute or tax, φόρον ὑ. Hdt.1.171, X.HG1.3.9, etc.; συντάξεις, συντάξεις καὶ φόρους, Isoc. 7.2, 12.116; τὸν φόρον ὑποτελῶ Ἀθηναίοισιν IG12.39.26: abs., pay tribute, Th.3.46, Luc.Anach.30, etc.: also ὑ. ἀξίην βασιλέϊ Hdt.4.201; ὑ. ἔρανον, δῶρα, D.10.40, Plu.2.830d; μίσθωμα IG12(7).55.15 (Amorgos); ὑ. τι discharge a duty, Luc.Rh.Pr.23:—Pass., ὁ -τελεσθησόμενος ὅρκος PLond.5.1708.260 (vi A. D.).
French (Bailly abrégé)
ὑποτελῶ :
1 s'acquitter d'une dette : φόρον τινί payer à qqn une contribution, un tribut, une redevance quelconque ; en gén. ὑπ. τι acquitter une dette;
2 supporter une dépense, en gén. acquitter les frais de, acc..
Étymologie: ὑποτελής.
German (Pape)
(τελέω), abzahlen; bes. einen Tribut, eine Abgabe entrichten, mit und ohne φόρον, Her. 1.171; ἀξίην βασιλέϊ, dem Könige eine Buße entrichten, 4.201; auch absolut, Thuc. 3.46; φόρον τινί, Pol. 22.7.8, 27.1, wie Luc. V.H. 1.20; δασμόν Tox. 55.
Russian (Dvoretsky)
ὑποτελέω:
1 уплачивать, вносить (ἀξίην τινί Her.; συντάξεις καὶ φόρους Isocr.; ἔρανον Dem.; δῶρα καὶ φόρους Plut.);
2 уплачивать подать или дань Thuc.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποτελέω: μέλλ. -έσω, πληρώνω, ἐπὶ φόρου ἢ δασμοῦ, φόρον ὑποστ. Ἡρόδ. 1. 171, Ξενοφ. Ἑλλην. 1. 3, 9, κλπ.· συντάξεις καὶ φόρους Ἰσοκρ. 140Β, 256Ε· καὶ ἀπολ., πληρώνω φόρον, Θουκ. 3. 46, Λουκ., κλπ.· ὡσαύτως, ὑπ. ἀξίην βασιλέϊ (ἴδε ἐν λέξ. ἀξία) Ἡρόδ. 4. 201· ὑπ. ἔρανον, δῶρα Δημ. 142, 1, Πλούτ., κλπ.· ὑποτ. τι, πληρώνω χρέος τι, Λουκ. Ρητόρ. Διδάσκ. 23.
Greek Monotonic
ὑποτελέω: μέλ. -έσω, αποπληρώνω, εξοφλώ οφειλή, χρέος, σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ.· απόλ., πληρώνω φόρο υποτέλειας, σε Θουκ.
Middle Liddell
fut. έσω
to pay off, discharge a payment, Hdt., Xen., etc.; absol. to pay tribute, Thuc.