διαμέλλησις: Difference between revisions
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
(nl) |
m (Text replacement - "({{lxth\n.*\n}})\n\1" to "$1") Tags: Manual revert Mobile edit Mobile web edit |
||
(15 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=diamellisis | |Transliteration C=diamellisis | ||
|Beta Code=diame/llhsis | |Beta Code=diame/llhsis | ||
|Definition=εως, ἡ, | |Definition=-εως, ἡ, [[postponement]], [[procrastination]], <b class="b3">πολλὴν δ. φυλακῆς</b> long [[postponement]] of precautionary measures, Th.5.99, cf. D.C.''Fr.''40.21. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-εως, ἡ<br />[[posposición]], [[retraso]], [[demora]] πολλὴν τὴν διαμέλλησιν τῆς πρὸς ἡμᾶς φυλακῆς ποιήσονται se tomarán gran demora en las precauciones que adopten contra nosotros</i> Th.5.99, cf. D.C.40.21. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0589.png Seite 589]] ἡ, das Zaudern; δ. ποιεῖσθαι, Thuc. 5, 99. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0589.png Seite 589]] ἡ, das Zaudern; δ. ποιεῖσθαι, Thuc. 5, 99. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{bailly | ||
| | |btext=εως (ἡ) :<br />[[délai]], [[retard]].<br />'''Étymologie:''' [[διαμέλλω]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=διαμέλλησις -εως, ἡ [διαμέλλω] [[gedraal]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elru | ||
| | |elrutext='''διαμέλλησις:''' εως ἡ [[медлительность]]: διαμέλλησίν τινος ποιεῖσθαι Thuc. медлить с чем-л. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 28: | Line 31: | ||
|lsmtext='''διαμέλλησις:''' -εως, ἡ, [[αναβλητικότητα]], [[αργοπορία]]· <i>πολλὴ δ. φυλακῆς</i>, μακροχρόνια [[αναβολή]] μέτρων προφύλαξης, σε Θουκ. | |lsmtext='''διαμέλλησις:''' -εως, ἡ, [[αναβλητικότητα]], [[αργοπορία]]· <i>πολλὴ δ. φυλακῆς</i>, μακροχρόνια [[αναβολή]] μέτρων προφύλαξης, σε Θουκ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''διαμέλλησις''': -εως, ἡ, τὸ νὰ μέλλῃ τις νὰ πράξῃ τι, βραδύτης, πολλὴ δ. φυλακῆς, [[μακροχρόνιος]] ἀναβολὴ προφυλακτικῶν μέτρων, Θουκ. 5. 99· ἐν Γλωσσ. καὶ διαμελλησμός. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[διαμέλλησις]], εως <i>n</i> [from [[διαμέλλω]]<br />a [[being]] on the [[point]] to do, πολλὴ δ. φυλακῆς [[long]] [[postponement]] of precautionary measures, Thuc. | |||
}} | }} | ||
{{ | {{lxth | ||
| | |lthtxt=''[[cunctatio]]'', [[delay]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:5.99.1/ 5.99.1]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:53, 16 November 2024
English (LSJ)
-εως, ἡ, postponement, procrastination, πολλὴν δ. φυλακῆς long postponement of precautionary measures, Th.5.99, cf. D.C.Fr.40.21.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
posposición, retraso, demora πολλὴν τὴν διαμέλλησιν τῆς πρὸς ἡμᾶς φυλακῆς ποιήσονται se tomarán gran demora en las precauciones que adopten contra nosotros Th.5.99, cf. D.C.40.21.
German (Pape)
[Seite 589] ἡ, das Zaudern; δ. ποιεῖσθαι, Thuc. 5, 99.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
délai, retard.
Étymologie: διαμέλλω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διαμέλλησις -εως, ἡ [διαμέλλω] gedraal.
Russian (Dvoretsky)
διαμέλλησις: εως ἡ медлительность: διαμέλλησίν τινος ποιεῖσθαι Thuc. медлить с чем-л.
Greek Monolingual
η διαμέλλησις (-εως) (Α) μέλλησις
1. αναβολή
2. επιβράδυνση.
Greek Monotonic
διαμέλλησις: -εως, ἡ, αναβλητικότητα, αργοπορία· πολλὴ δ. φυλακῆς, μακροχρόνια αναβολή μέτρων προφύλαξης, σε Θουκ.
Greek (Liddell-Scott)
διαμέλλησις: -εως, ἡ, τὸ νὰ μέλλῃ τις νὰ πράξῃ τι, βραδύτης, πολλὴ δ. φυλακῆς, μακροχρόνιος ἀναβολὴ προφυλακτικῶν μέτρων, Θουκ. 5. 99· ἐν Γλωσσ. καὶ διαμελλησμός.
Middle Liddell
διαμέλλησις, εως n [from διαμέλλω
a being on the point to do, πολλὴ δ. φυλακῆς long postponement of precautionary measures, Thuc.