διαδέω: Difference between revisions
Ἢ ζῆν ἀλύπως, ἢ θανεῖν εὐδαιμόνως → Felicis aevum sine malis agere aut mori → Ein Leben ohne Betrübnis oder ein seliger Tod
(1b) |
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.") |
||
(31 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=diadeo | |Transliteration C=diadeo | ||
|Beta Code=diade/w | |Beta Code=diade/w | ||
|Definition= | |Definition=[[bind on either side]], δ. τὸ πλοῖον ἀμφοτέρωθεν [[Herodotus|Hdt.]]2.29, cf. 4.154; δ. τὰ χαλκεῖα ταινίᾳ Arist.''Aud.''802a40; [[bandage]], Herod.Med. ap.Orib.10.18.2; [[put in chains]], δοῦλον ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]''1423.9 (iv A. D.); ψυχὴ διαδεδεμένη ἐν τῷ σώματι [[fast-bound]], [[Plato|Pl.]]''[[Phaedo|Phd.]]'' 82e:—Med., <b class="b3">δ. ἱμάτια ταῖς λαιαῖς</b> [[bind]], [[wrap them]] round [[their]] left arms, App.''Mith.''86: abs., <b class="b3">διαδεῖσθαι καυσίαις</b> [[bind one's head]] (with a diadem), Plu.''Demetr.'' 41; <b class="b3">ὁ διαδούμενος</b> [[the boy binding his hair]], a famous statue by Polyclitus, Plin.''HN''34.55; διαδησάμενος Plu.2.489f:—Pass., <b class="b3">διαδεδέσθαι τὴν κεφαλὴν διαδήματι, μίτρᾳ</b>, [[have one's]] head [[bound]] with... [[Diodorus Siculus|D.S.]]4.4, Luc.''DMort.''12.3. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{DGE | ||
| | |dgtxt=<b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[atar]] c. ac. externo de cosas [[δεῖ]] τὸ πλοῖον διαδήσαντας [[ἀμφοτέρωθεν]] ... πορεύεσθαι hay que avanzar sujetando la embarcación por ambas bordas</i> Hdt.2.29, c. dat. instrum. ἂν δέ τις αὐτὰ ταινίᾳ διαδήσῃ Arist.<i>Aud</i>.802<sup>a</sup>40<br /><b class="num">•</b>c. ac. de pers. y dat. instrum. σχοινίοισι αὐτὴν διαδήσας Hdt.4.154, αὐτοῦ ... ἱμᾶσιν [[LXX]] 4<i>Ma</i>.9.11<br /><b class="num">•</b>[[arrestar]] δοῦλον ... δράσαντα δι[α] δήσας [[δέσμιον]] ἀγαγεῖν <i>POxy</i>.1423.9 (IV d.C.)<br /><b class="num">•</b>[[aprisionar]] fig., en v. pas. γιγνώσκουσι ... τὴν ψυχὴν ... διαδεδεμένην ἐν τῷ σώματι Pl.<i>Phd</i>.82e.<br /><b class="num">2</b> [[vendar]] ἐρίοις δεσμοῖς τὰ κῶλα Gal.11.187, cf. 191, 235<br /><b class="num">•</b>abs. καλὸν ... διαδεῖν καὶ κατειλεῖν Herod.Med. en Orib.10.18.2.<br /><b class="num">II</b> en v. med. [[ceñirse]] διαδησάμενοι τὰ ἱμάτια ταῖς λαιαῖς ἀντὶ ἀσπίδων App.<i>Mith</i>.86<br /><b class="num">•</b>διαδεῖσθαι κεφαλήν [[ceñirse la cabeza]] c. dat. instrum. διαδήματι Luc.<i>DMort</i>.25.3, μίτρᾳ [[Diodorus Siculus|D.S.]]4.4.4<br /><b class="num">•</b>abs. ἀμπεχόμενον καὶ διαδούμενον περιττῶς καυσίαις διμίτροις Plu.<i>Demetr</i>.41, <i>diadumenum ... iuuenem</i> ref. a la escultura de Policleto, Plin.<i>HN</i> 34.55<br /><b class="num">•</b>[[coronar]] en v. pas. [[Ἄτταλος]] ... βασιλεὺς ἀνηγορεύθη διαδησάμενος Plu.2.489e. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext= | |btext=[[διαδῶ]] :<br />lier autour : τι qch ; τινά τινι entourer qqn de liens ; <i>Pass.</i> διαδεδέσθαι τὴν κεγαλὴν διαδήματι LUC avoir la tête ceinte d'un diadème ; <i>fig.</i> ἡ ψυχὴ διαδεδεμένη [[ἐν]] [[τῷ]] σώματι PLAT l'âme emprisonnée dans le corps;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[διαδέομαι]], [[διαδοῦμαι]] ceindre d'un diadème.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[δέω]]¹. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=διαδέω [διά, 1. δέω] vastbinden; overdr.: διαδεδεμένην ἐν τῷ σώματι (de ziel) ligt vastgekluisterd in het lichaam Plat. Phaed. 82e. | |||
}} | }} | ||
{{ | {{pape | ||
| | |ptext=([[δέω]]¹),<br><b class="num">1</b> <i>[[durchbinden]]; um-, [[festbinden]]</i>; [[πλοῖον]] [[ἀμφοτέρωθεν]] Her. 2.129; τὴν ψυχὴν διαδεδεμένην ἐν τῷ σώματι Plat. <i>Phaed</i>. 82e; vgl. <i>Tim</i>. 73b; bes. vom [[Diadem]], διαδήματι κεφαλὴν διεδέδετο Luc. <i>D.Mort</i>. 12.3; μίτρᾳ DS. 4.4; dah. διαδήσαμενος, sich das [[Diadem]] [[aufgesetzt]] [[habend]], Plut. <i>frat.am</i>. 18; Demetr. 41.<br><b class="num">2</b> <i>ab-, [[unterbinden]]</i>, Arist. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διαδέω:'''<br /><b class="num">1</b> [[обвязывать]], [[перевязывать]] ([[πλοῖον]] [[ἀμφοτέρωθεν]] Her.; τὰ χαλκεῖα ταινίᾳ Arst.): διαδεδεμένος τὴν κεφαλὴν διαδήματι Luc. (или μίτρᾳ Diod.) с диадемой (или митрой) на голове;<br /><b class="num">2</b> [[связывать]] (σχοινίοισί τινα Her.);<br /><b class="num">3</b> [[привязывать]] (ἡ ψυχὴ διαδεδεμένη ἐν τῷ σώματι Plat.). | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 31: | ||
|lsmtext='''διαδέω:''' μέλ. -[[δήσω]], [[δένω]] [[ολόγυρα]], κι απ' τις [[δύο]] μεριές, τὸ [[πλοῖον]], σε Ηρόδ. — Παθ., <i>διαδεδεμένος</i>, αυτός που είναι δεμένος [[σφιχτά]], σε Πλάτ. | |lsmtext='''διαδέω:''' μέλ. -[[δήσω]], [[δένω]] [[ολόγυρα]], κι απ' τις [[δύο]] μεριές, τὸ [[πλοῖον]], σε Ηρόδ. — Παθ., <i>διαδεδεμένος</i>, αυτός που είναι δεμένος [[σφιχτά]], σε Πλάτ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''διαδέω''': μέλλ. -δήσω, δένω ὁλόγυρα, δ. τὸ [[πλοῖον]] Ἡρόδ. 2, 29, πρβλ. 4. 154· δ. τὰ χαλκεῖα ταινίᾳ Ἀριστ. Ἀκουστ. 36. ― Παθ., διαδεδεμένος, ἰσχυρῶς δεδεμένος, Πλάτ. Φαίδωνι 82Ε. ― Μέσ., δ. ἱμάτια ταῖς λαιαῖς, δένω, [[τυλίσσω]] αὐτὰ περὶ τοὺς ἀριστεροὺς βραχίονας, Ἀππ. Μιθρ. 86· ― ἀπολ., διαδήσασθαι, δένω τὴν κεφαλήν μου (διὰ διαδήματος), Πλούτ. Δημητρ. 41· ὁ διαδούμενος, [[ἄφηβος]] δένων [[πέριξ]] τὴν κόμην αὑτοῦ διὰ ταινίας, περίφημον [[ἔργον]] τοῦ Πολυκλείτου· καὶ ἐν τῷ παθ., διαδεδεμένος τὴν κεφαλὴν διαδήματι, μίτρᾳ, ἔχων τὴν κεφαλὴν δεδεμένην διὰ…, Διόδ. 4. 4, Λουκ. Νεκρ. Διαλ. 12. 3. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=fut. -[[δήσω]]<br />to [[bind]] [[round]], τὸ [[πλοῖον]] Hdt.:— Pass., διαδεδεμένος [[fast]]-[[bound]], Plat. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 07:15, 27 March 2024
English (LSJ)
bind on either side, δ. τὸ πλοῖον ἀμφοτέρωθεν Hdt.2.29, cf. 4.154; δ. τὰ χαλκεῖα ταινίᾳ Arist.Aud.802a40; bandage, Herod.Med. ap.Orib.10.18.2; put in chains, δοῦλον POxy.1423.9 (iv A. D.); ψυχὴ διαδεδεμένη ἐν τῷ σώματι fast-bound, Pl.Phd. 82e:—Med., δ. ἱμάτια ταῖς λαιαῖς bind, wrap them round their left arms, App.Mith.86: abs., διαδεῖσθαι καυσίαις bind one's head (with a diadem), Plu.Demetr. 41; ὁ διαδούμενος the boy binding his hair, a famous statue by Polyclitus, Plin.HN34.55; διαδησάμενος Plu.2.489f:—Pass., διαδεδέσθαι τὴν κεφαλὴν διαδήματι, μίτρᾳ, have one's head bound with... D.S.4.4, Luc.DMort.12.3.
Spanish (DGE)
I 1atar c. ac. externo de cosas δεῖ τὸ πλοῖον διαδήσαντας ἀμφοτέρωθεν ... πορεύεσθαι hay que avanzar sujetando la embarcación por ambas bordas Hdt.2.29, c. dat. instrum. ἂν δέ τις αὐτὰ ταινίᾳ διαδήσῃ Arist.Aud.802a40
•c. ac. de pers. y dat. instrum. σχοινίοισι αὐτὴν διαδήσας Hdt.4.154, αὐτοῦ ... ἱμᾶσιν LXX 4Ma.9.11
•arrestar δοῦλον ... δράσαντα δι[α] δήσας δέσμιον ἀγαγεῖν POxy.1423.9 (IV d.C.)
•aprisionar fig., en v. pas. γιγνώσκουσι ... τὴν ψυχὴν ... διαδεδεμένην ἐν τῷ σώματι Pl.Phd.82e.
2 vendar ἐρίοις δεσμοῖς τὰ κῶλα Gal.11.187, cf. 191, 235
•abs. καλὸν ... διαδεῖν καὶ κατειλεῖν Herod.Med. en Orib.10.18.2.
II en v. med. ceñirse διαδησάμενοι τὰ ἱμάτια ταῖς λαιαῖς ἀντὶ ἀσπίδων App.Mith.86
•διαδεῖσθαι κεφαλήν ceñirse la cabeza c. dat. instrum. διαδήματι Luc.DMort.25.3, μίτρᾳ D.S.4.4.4
•abs. ἀμπεχόμενον καὶ διαδούμενον περιττῶς καυσίαις διμίτροις Plu.Demetr.41, diadumenum ... iuuenem ref. a la escultura de Policleto, Plin.HN 34.55
•coronar en v. pas. Ἄτταλος ... βασιλεὺς ἀνηγορεύθη διαδησάμενος Plu.2.489e.
French (Bailly abrégé)
διαδῶ :
lier autour : τι qch ; τινά τινι entourer qqn de liens ; Pass. διαδεδέσθαι τὴν κεγαλὴν διαδήματι LUC avoir la tête ceinte d'un diadème ; fig. ἡ ψυχὴ διαδεδεμένη ἐν τῷ σώματι PLAT l'âme emprisonnée dans le corps;
Moy. διαδέομαι, διαδοῦμαι ceindre d'un diadème.
Étymologie: διά, δέω¹.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διαδέω [διά, 1. δέω] vastbinden; overdr.: διαδεδεμένην ἐν τῷ σώματι (de ziel) ligt vastgekluisterd in het lichaam Plat. Phaed. 82e.
German (Pape)
(δέω¹),
1 durchbinden; um-, festbinden; πλοῖον ἀμφοτέρωθεν Her. 2.129; τὴν ψυχὴν διαδεδεμένην ἐν τῷ σώματι Plat. Phaed. 82e; vgl. Tim. 73b; bes. vom Diadem, διαδήματι κεφαλὴν διεδέδετο Luc. D.Mort. 12.3; μίτρᾳ DS. 4.4; dah. διαδήσαμενος, sich das Diadem aufgesetzt habend, Plut. frat.am. 18; Demetr. 41.
2 ab-, unterbinden, Arist.
Russian (Dvoretsky)
διαδέω:
1 обвязывать, перевязывать (πλοῖον ἀμφοτέρωθεν Her.; τὰ χαλκεῖα ταινίᾳ Arst.): διαδεδεμένος τὴν κεφαλὴν διαδήματι Luc. (или μίτρᾳ Diod.) с диадемой (или митрой) на голове;
2 связывать (σχοινίοισί τινα Her.);
3 привязывать (ἡ ψυχὴ διαδεδεμένη ἐν τῷ σώματι Plat.).
Greek Monolingual
βλ. διαδώ.
Greek Monotonic
διαδέω: μέλ. -δήσω, δένω ολόγυρα, κι απ' τις δύο μεριές, τὸ πλοῖον, σε Ηρόδ. — Παθ., διαδεδεμένος, αυτός που είναι δεμένος σφιχτά, σε Πλάτ.
Greek (Liddell-Scott)
διαδέω: μέλλ. -δήσω, δένω ὁλόγυρα, δ. τὸ πλοῖον Ἡρόδ. 2, 29, πρβλ. 4. 154· δ. τὰ χαλκεῖα ταινίᾳ Ἀριστ. Ἀκουστ. 36. ― Παθ., διαδεδεμένος, ἰσχυρῶς δεδεμένος, Πλάτ. Φαίδωνι 82Ε. ― Μέσ., δ. ἱμάτια ταῖς λαιαῖς, δένω, τυλίσσω αὐτὰ περὶ τοὺς ἀριστεροὺς βραχίονας, Ἀππ. Μιθρ. 86· ― ἀπολ., διαδήσασθαι, δένω τὴν κεφαλήν μου (διὰ διαδήματος), Πλούτ. Δημητρ. 41· ὁ διαδούμενος, ἄφηβος δένων πέριξ τὴν κόμην αὑτοῦ διὰ ταινίας, περίφημον ἔργον τοῦ Πολυκλείτου· καὶ ἐν τῷ παθ., διαδεδεμένος τὴν κεφαλὴν διαδήματι, μίτρᾳ, ἔχων τὴν κεφαλὴν δεδεμένην διὰ…, Διόδ. 4. 4, Λουκ. Νεκρ. Διαλ. 12. 3.
Middle Liddell
fut. -δήσω
to bind round, τὸ πλοῖον Hdt.:— Pass., διαδεδεμένος fast-bound, Plat.