εὐωχία: Difference between revisions
Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.
(2b) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br") |
||
(16 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=evochia | |Transliteration C=evochia | ||
|Beta Code=eu)wxi/a | |Beta Code=eu)wxi/a | ||
|Definition=ἡ, < | |Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[good cheer]], [[feasting]], Ar.Ach.1009 (lyr.), Ra.85, Hp.Aff.27, etc.; [[ποιεῖν τὴν εὐωχίαν]] to [[hold]] the [[wake]], CIG3028 (Ephesus): in plural, [[festivity|festivities]], Ar.Fr.216, Pl.R.329a, al.<br><span class="bld">2</span> generally, [[supply of provisions]] for an [[army]], Plb.3.92.9; [[plenty]], σίτου Ruf. ap. Orib.6.38.10.<br><span class="bld">II</span> metaph., [[λόγων εὐωχίαι]] = [[feast]]s of [[reason]], AP4.3.6 (Agath.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1112.png Seite 1112]] ἡ, das Wohlleben, Fröhlichkeit, bes. beim Schmause, Plut. de cupid. divit. E.; Ath. VIII, 363 b erkl. οὐκ ἀπὸ τῆς ὀχῆς, ἥ ἐστι [[τροφή]], ἀλλ' ἀπὸ τοῦ κατὰ [[ταῦτα]] εὖ ἔχειν; gew. der | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1112.png Seite 1112]] ἡ, das Wohlleben, Fröhlichkeit, bes. beim Schmause, Plut. de cupid. divit. E.; Ath. VIII, 363 b erkl. οὐκ ἀπὸ τῆς ὀχῆς, ἥ ἐστι [[τροφή]], ἀλλ' ἀπὸ τοῦ κατὰ [[ταῦτα]] εὖ ἔχειν; gew. der [[Schmaus]], Ar. Ach. 1009 u. öfter; Plat. Conv. 203 b, der auch περὶ πότους τε καὶ εὐωχίας vrbdt, Rep. I, 329 a; Folgde; πρὸς μέθας [[καί]] τινας ἄλλας τοιαύτας εὐωχίας τραπείς Pol. 2, 4, 6; aber 3, 92, 9 entspricht es der [[δαψίλεια]] ἐπιτηδείων, also allgemeiner: Mundvorrath. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />[[action de se régaler]], [[de faire bonne chère]].<br />'''Étymologie:''' [[εὐωχέω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὐωχία:''' ἡ<br /><b class="num">1</b> тж. pl. [[пир]], [[пиршество]] Arph., Plat., Arst., Polyb., Plut.;<br /><b class="num">2</b> [[провиант]], [[запасы продовольствия]] (ἡ κατὰ τὸ παρὸν εὐ. Polyb.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐωχία''': ἡ, [[εὐθυμία]], ἰδίως ἐν συμποσίῳ, [[γεῦμα]] πλούσιον καὶ ἄφθονον, [[συμπόσιον]], Ἀριστοφ. Ἀχ. 1006, πρβλ. Βατρ. 85, κτλ.· ποιεῖν τὴν εὐωχίαν Συλλ. Ἐπιγρ. 3028· ἐν τῷ πληθ., συμπόσια ἑορτῶν, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 3, Πλάτ. Πολ. 329Α, Ἀθήν. 363Β, κλ. 2) [[καθόλου]], [[προμήθεια]] ζωοτροφιῶν διὰ στρατόν, Πολύβ. 3. 92, 9. ΙΙ. μεταφ., λόγων εὐωχίαι, ἐντρυφήσεις, ἀπολαύσεις λόγων, Ἀνθ. Π. 4. 3, 6. | |lstext='''εὐωχία''': ἡ, [[εὐθυμία]], ἰδίως ἐν συμποσίῳ, [[γεῦμα]] πλούσιον καὶ ἄφθονον, [[συμπόσιον]], Ἀριστοφ. Ἀχ. 1006, πρβλ. Βατρ. 85, κτλ.· ποιεῖν τὴν εὐωχίαν Συλλ. Ἐπιγρ. 3028· ἐν τῷ πληθ., συμπόσια ἑορτῶν, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 3, Πλάτ. Πολ. 329Α, Ἀθήν. 363Β, κλ. 2) [[καθόλου]], [[προμήθεια]] ζωοτροφιῶν διὰ στρατόν, Πολύβ. 3. 92, 9. ΙΙ. μεταφ., λόγων εὐωχίαι, ἐντρυφήσεις, ἀπολαύσεις λόγων, Ἀνθ. Π. 4. 3, 6. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''εὐωχία:''' ἡ, [[ξεφάντωμα]], [[γλεντοκόπι]], σε Αριστοφ. κ.λπ.· μεταφ., <i>λόγωνεὐωχίαι</i>, απολαύσεις λόγων, σε Ανθ. | |lsmtext='''εὐωχία:''' ἡ, [[ξεφάντωμα]], [[γλεντοκόπι]], σε Αριστοφ. κ.λπ.· μεταφ., <i>λόγωνεὐωχίαι</i>, απολαύσεις λόγων, σε Ανθ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{mdlsj | ||
| | |mdlsjtxt=[[εὐωχία]], ἡ, [from [[εὐωχέω]]<br />[[good]] [[cheer]], [[feasting]], Ar., etc.:—metaph., λόγων εὐωχίαι feasts of [[reason]], Anth. | ||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[feasting]], [[revelry]], [[good cheer]] | |||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=(=[[καλή]] διάθεση, συμπόσιο). Ἀπό τό εὐωχῶ ([[εὖ]] + [[ἔχω]]), ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα. Παράγωγα τοῦ εὐωχῶ: [[εὐωχητήριον]], [[εὐωχητής]], [[εὐωχητικός]], [[εὐωχιαστικός]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 18:05, 8 January 2023
English (LSJ)
ἡ,
A good cheer, feasting, Ar.Ach.1009 (lyr.), Ra.85, Hp.Aff.27, etc.; ποιεῖν τὴν εὐωχίαν to hold the wake, CIG3028 (Ephesus): in plural, festivities, Ar.Fr.216, Pl.R.329a, al.
2 generally, supply of provisions for an army, Plb.3.92.9; plenty, σίτου Ruf. ap. Orib.6.38.10.
II metaph., λόγων εὐωχίαι = feasts of reason, AP4.3.6 (Agath.).
German (Pape)
[Seite 1112] ἡ, das Wohlleben, Fröhlichkeit, bes. beim Schmause, Plut. de cupid. divit. E.; Ath. VIII, 363 b erkl. οὐκ ἀπὸ τῆς ὀχῆς, ἥ ἐστι τροφή, ἀλλ' ἀπὸ τοῦ κατὰ ταῦτα εὖ ἔχειν; gew. der Schmaus, Ar. Ach. 1009 u. öfter; Plat. Conv. 203 b, der auch περὶ πότους τε καὶ εὐωχίας vrbdt, Rep. I, 329 a; Folgde; πρὸς μέθας καί τινας ἄλλας τοιαύτας εὐωχίας τραπείς Pol. 2, 4, 6; aber 3, 92, 9 entspricht es der δαψίλεια ἐπιτηδείων, also allgemeiner: Mundvorrath.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
action de se régaler, de faire bonne chère.
Étymologie: εὐωχέω.
Russian (Dvoretsky)
εὐωχία: ἡ
1 тж. pl. пир, пиршество Arph., Plat., Arst., Polyb., Plut.;
2 провиант, запасы продовольствия (ἡ κατὰ τὸ παρὸν εὐ. Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐωχία: ἡ, εὐθυμία, ἰδίως ἐν συμποσίῳ, γεῦμα πλούσιον καὶ ἄφθονον, συμπόσιον, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1006, πρβλ. Βατρ. 85, κτλ.· ποιεῖν τὴν εὐωχίαν Συλλ. Ἐπιγρ. 3028· ἐν τῷ πληθ., συμπόσια ἑορτῶν, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 3, Πλάτ. Πολ. 329Α, Ἀθήν. 363Β, κλ. 2) καθόλου, προμήθεια ζωοτροφιῶν διὰ στρατόν, Πολύβ. 3. 92, 9. ΙΙ. μεταφ., λόγων εὐωχίαι, ἐντρυφήσεις, ἀπολαύσεις λόγων, Ἀνθ. Π. 4. 3, 6.
Greek Monolingual
η (ΑΜ εὐωχία) ευωχούμαι
1. ευθυμία σε συμπόσιο
2. συμπόσιο, πανδαισία, γλέντι, φαγοπότι
μσν.
χαρούμενη πανήγυρη, εορτή
αρχ.
αφθονία τροφίμων.
Greek Monotonic
εὐωχία: ἡ, ξεφάντωμα, γλεντοκόπι, σε Αριστοφ. κ.λπ.· μεταφ., λόγωνεὐωχίαι, απολαύσεις λόγων, σε Ανθ.
Middle Liddell
εὐωχία, ἡ, [from εὐωχέω
good cheer, feasting, Ar., etc.:—metaph., λόγων εὐωχίαι feasts of reason, Anth.
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(=καλή διάθεση, συμπόσιο). Ἀπό τό εὐωχῶ (εὖ + ἔχω), ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα. Παράγωγα τοῦ εὐωχῶ: εὐωχητήριον, εὐωχητής, εὐωχητικός, εὐωχιαστικός.