ἠθμοειδής: Difference between revisions

From LSJ

τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye

Source
(2b)
mNo edit summary
 
(15 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ithmoeidis
|Transliteration C=ithmoeidis
|Beta Code=h)qmoeidh/s
|Beta Code=h)qmoeidh/s
|Definition=ές, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">like a strainer, perforated</b>, <span class="bibl">Hero <span class="title">Spir.</span>1.8</span>, Plu.2.699a; κοιλίαι <span class="bibl">Aret.<span class="title">SD</span>2.3</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b3">τὸ ἠ. ὀστοῦν</b> the <b class="b2">ethmoid</b> or <b class="b2">perforated</b> bone at the root of the nose, <span class="bibl">Gal.<span class="title">UP</span>11.12</span>: more freq. in pl., <b class="b3">τὰ -ειδῆ</b>, with or without <b class="b3">ὀστᾶ</b>, ib.<span class="bibl">8.7</span>; <b class="b3">ἠ. δεξαμεναί</b>, of the kidneys, prob. in <span class="bibl">Ph.2.244</span> (<b class="b3">αἱμο-, ἰσθμο-</b> codd., cf. <span class="bibl">Gal.<span class="title">Nat.Fac.</span>1.15</span>). Adv. -δῶς <span class="bibl">Ruf.<span class="title">Anat.</span>52</span>.</span>
|Definition=ἠθμοειδές,<br><span class="bld">A</span> [[like a strainer]], [[perforated]], Hero ''Spir.''1.8, Plu.2.699a; κοιλίαι Aret.''SD''2.3.<br><span class="bld">II</span> τὸ [[ἠθμοειδὲς ὀστοῦν]] the [[ethmoid bone]] or [[perforated bone]] at the root of the nose, Gal.''UP''11.12: more freq. in plural, [[τὰ ἠθμοειδῆ]], with or without [[ὀστᾶ]], ib.8.7; ἠθμοειδεῖς δεξαμεναί, of the [[kidney]]s, prob. in Ph.2.244 (αἱμο-, ἰσθμο- codd., cf. Gal.''Nat.Fac.''1.15). Adv. [[ἠθμοειδῶς]] = [[in the shape of a filter]], [[in the shape of a strainer]] Ruf.''Anat.''52.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1156.png Seite 1156]] ές, nach Art eines Durchschlages oder Seihtuches, porös, [[ὀστοῦν]], Poll. 4, 204; Medic.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1156.png Seite 1156]] ές, nach Art eines Durchschlages oder Seihtuches, porös, [[ὀστοῦν]], Poll. 4, 204; Medic.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />[[pareil à un crible]], [[percé comme un crible]].<br />'''Étymologie:''' [[ἠθμός]], [[εἶδος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἠθμοειδής:''' [[ситовидный]], [[решетчатый]] ([[πλεύμων]] Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἠθμοειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] πρὸς ἠθμόν, διυλιστήριον, τρυπητόν, Πλούτ. 2. 699Α. ΙΙ. τὸ ἠθ. [[ὀστοῦν]], τὸ πλῆρες πόρων, ὡς ὁ [[σπόγγος]], [[ὀστοῦν]] τὸ κατὰ τὴν ῥίζαν τῆς [[ῥινός]], δι’ οὗ διέρχονται αἱ ἐκκρίσεις αὐτῆς, Γαλην.
|lstext='''ἠθμοειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] πρὸς ἠθμόν, διυλιστήριον, τρυπητόν, Πλούτ. 2. 699Α. ΙΙ. τὸ ἠθ. [[ὀστοῦν]], τὸ πλῆρες πόρων, ὡς ὁ [[σπόγγος]], [[ὀστοῦν]] τὸ κατὰ τὴν ῥίζαν τῆς [[ῥινός]], δι’ οὗ διέρχονται αἱ ἐκκρίσεις αὐτῆς, Γαλην.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />pareil à un crible, percé comme un crible.<br />'''Étymologie:''' [[ἠθμός]], [[εἶδος]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (AM [[ἠθμοειδής]], -ές)<br />αυτός που μοιάζει με ηθμό, με [[σουρωτήρι]], [[διάτρητος]], [[σπογγώδης]], [[πορώδης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> <b>ανατ.</b><br /><b>1.</b> «ηθμοειδές [[οστό]]» — μικρό πορώδες [[οστό]] που καταλαμβάνει το πρόσθιο κεντρικό [[τμήμα]] της βάσης του κρανίου και συμβάλλει στον σχηματισμό τών ρινικών κοιλοτήτων<br /><b>2.</b> «ηθμοειδείς αρτηρίες» — κλάδοι της οφθαλμικής αρτηρίας που διανέμονται στις ρινικές κοιλότητες<br /><b>3.</b> «ηθμοειδείς κυψέλες» — αεροφόροι κοιλότητες του ηθμοειδούς οστού που εκβάλλουν στις ρινικές κοιλότητες. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἠθμοειδώς</i> (Α)<br />με ηθμοειδή τρόπο, διηθητικά, στραγγιστικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ηθμός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[είδος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ακανθο</i>-<i>ειδής</i>, <i>σφαιρο</i>-<i>ειδής</i>. Η λ. ως [[ανατομικός]] όρος [[είναι]] αντιδάνεια λ., <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>ethmoid</i> (<i>bone</i>) <span style="color: red;"><</span> [[ηθμοειδής]]].
|mltxt=-ές (AM [[ἠθμοειδής]], -ές)<br />αυτός που μοιάζει με ηθμό, με [[σουρωτήρι]], [[διάτρητος]], [[σπογγώδης]], [[πορώδης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> <b>ανατ.</b><br /><b>1.</b> «ηθμοειδές [[οστό]]» — μικρό πορώδες [[οστό]] που καταλαμβάνει το πρόσθιο κεντρικό [[τμήμα]] της βάσης του κρανίου και συμβάλλει στον σχηματισμό τών ρινικών κοιλοτήτων<br /><b>2.</b> «ηθμοειδείς αρτηρίες» — κλάδοι της οφθαλμικής αρτηρίας που διανέμονται στις ρινικές κοιλότητες<br /><b>3.</b> «ηθμοειδείς κυψέλες» — αεροφόροι κοιλότητες του ηθμοειδούς οστού που εκβάλλουν στις ρινικές κοιλότητες. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>[[ἠθμοειδώς]]</i> (Α)<br />με ηθμοειδή τρόπο, διηθητικά, στραγγιστικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ηθμός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[είδος]]), [[πρβλ]]. [[ακανθοειδής]], [[σφαιροειδής]]. Η λ. ως [[ανατομικός]] όρος [[είναι]] αντιδάνεια λ., [[πρβλ]]. αγγλ. [[ethmoid]] ([[ethmoid bone]]) <span style="color: red;"><</span> [[ηθμοειδής]]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἠθμοειδής:''' ситовидный, решетчатый ([[πλεύμων]] Plut.).
}}
}}

Latest revision as of 09:17, 21 January 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἠθμοειδής Medium diacritics: ἠθμοειδής Low diacritics: ηθμοειδής Capitals: ΗΘΜΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: ēthmoeidḗs Transliteration B: ēthmoeidēs Transliteration C: ithmoeidis Beta Code: h)qmoeidh/s

English (LSJ)

ἠθμοειδές,
A like a strainer, perforated, Hero Spir.1.8, Plu.2.699a; κοιλίαι Aret.SD2.3.
II τὸ ἠθμοειδὲς ὀστοῦν the ethmoid bone or perforated bone at the root of the nose, Gal.UP11.12: more freq. in plural, τὰ ἠθμοειδῆ, with or without ὀστᾶ, ib.8.7; ἠθμοειδεῖς δεξαμεναί, of the kidneys, prob. in Ph.2.244 (αἱμο-, ἰσθμο- codd., cf. Gal.Nat.Fac.1.15). Adv. ἠθμοειδῶς = in the shape of a filter, in the shape of a strainer Ruf.Anat.52.

German (Pape)

[Seite 1156] ές, nach Art eines Durchschlages oder Seihtuches, porös, ὀστοῦν, Poll. 4, 204; Medic.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
pareil à un crible, percé comme un crible.
Étymologie: ἠθμός, εἶδος.

Russian (Dvoretsky)

ἠθμοειδής: ситовидный, решетчатый (πλεύμων Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἠθμοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς ἠθμόν, διυλιστήριον, τρυπητόν, Πλούτ. 2. 699Α. ΙΙ. τὸ ἠθ. ὀστοῦν, τὸ πλῆρες πόρων, ὡς ὁ σπόγγος, ὀστοῦν τὸ κατὰ τὴν ῥίζαν τῆς ῥινός, δι’ οὗ διέρχονται αἱ ἐκκρίσεις αὐτῆς, Γαλην.

Greek Monolingual

-ές (AM ἠθμοειδής, -ές)
αυτός που μοιάζει με ηθμό, με σουρωτήρι, διάτρητος, σπογγώδης, πορώδης
νεοελλ.
φρ. ανατ.
1. «ηθμοειδές οστό» — μικρό πορώδες οστό που καταλαμβάνει το πρόσθιο κεντρικό τμήμα της βάσης του κρανίου και συμβάλλει στον σχηματισμό τών ρινικών κοιλοτήτων
2. «ηθμοειδείς αρτηρίες» — κλάδοι της οφθαλμικής αρτηρίας που διανέμονται στις ρινικές κοιλότητες
3. «ηθμοειδείς κυψέλες» — αεροφόροι κοιλότητες του ηθμοειδούς οστού που εκβάλλουν στις ρινικές κοιλότητες.
επίρρ...
ἠθμοειδώς (Α)
με ηθμοειδή τρόπο, διηθητικά, στραγγιστικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηθμός + -ειδής (< είδος), πρβλ. ακανθοειδής, σφαιροειδής. Η λ. ως ανατομικός όρος είναι αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. ethmoid (ethmoid bone) < ηθμοειδής].