πρόστροπος: Difference between revisions
τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses
(4) |
m (Text replacement - "ἁγής, ἅγιος, ἀλειτήριος, ἀλιτήριος, ἀνόσιος, ἀραῖος, ἐναγής, ἐξάγιστος, ἐπάρατος, κατάρατος, κατήρητος, κατάρητος, κατηραμένος, πρόστροπος;" to "ἁγής, ἅγιος, ἀλειτήριος, ἀλιτήριος, ἀλιτηριώδης, ἀνόσιος, ἀραῖος, ἀράσιμος, ἀρατός, ἀρητός, ἐναγής, ἐξάγιστος, ἐπάρατος, ἐπικατάρατος, ἐπίτριπτος, καταράσιμος, κατάρατος, κατάρητος, κάταρϝος, [[κατηρα...) Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
(11 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=prostropos | |Transliteration C=prostropos | ||
|Beta Code=pro/stropos | |Beta Code=pro/stropos | ||
|Definition=ὁ,= < | |Definition=ὁ, =<br><span class="bld">A</span> προστρόπαιος 1.1, [[suppliant]], τινος S.''Ph.''773: abs., Id.''OT''41.<br><span class="bld">II</span> [[accursed]], Phot. [[sub verbo|s.v.]] [[προστρόπαιος]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0784.png Seite 784]] zugewendet, bes. mit Flehen gewendet, τινός, an Einen, Soph. Phil. 762; vgl. ἱκετεύομέν σε πάντες οἵδε πρόστροποι, O. R. 41; einzeln in sp. Prosa, wie [[προστρόπαιος]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0784.png Seite 784]] zugewendet, bes. mit Flehen gewendet, τινός, an Einen, Soph. Phil. 762; vgl. ἱκετεύομέν σε πάντες οἵδε πρόστροποι, O. R. 41; einzeln in sp. Prosa, wie [[προστρόπαιος]]. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />suppliant : τινος SOPH qui supplie qqn.<br />'''Étymologie:''' [[προστρέπω]]. | |btext=ος, ον :<br />suppliant : τινος SOPH qui supplie qqn.<br />'''Étymologie:''' [[προστρέπω]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πρόστροπος -ον [~ προστρόπαιος] smekend; Soph. OT 41; subst. smekeling. Soph. Ph. 773. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πρόστροπος:''' Soph. = [[προστρόπαιος]] I. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''πρόστροπος:''' -ον ([[προστρέπω]]), όπως το [[προστρόπαιος]], [[ικέτης]], <i>τινος</i>, σε Σοφ.· απόλ., στον ίδ. | |lsmtext='''πρόστροπος:''' -ον ([[προστρέπω]]), όπως το [[προστρόπαιος]], [[ικέτης]], <i>τινος</i>, σε Σοφ.· απόλ., στον ίδ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''πρόστροπος''': -ον, ([[προστρέπω]]) ὁ [[ἐστραμμένος]] [[πρός]] τινα ἢ [[πρός]] τι· [[ὅθεν]] ὡς τὸ [[προστρόπαιος]], [[ἱκέτης]], τινος Σοφ. Φιλ. 773· ἀπολ., ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 41. ΙΙ. κατηραμένος, Φώτ. ἔν λ. [[προστρόπαιος]]. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[πρόστροπος]], ον, [[προστρέπω]]<br />like [[προστρόπαιος]], a [[suppliant]], τινος Soph.; absol., Soph. | |||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[accursed]]=== | |||
Bulgarian: проклет; Esperanto: malbenita; Finnish: kirottu, mokoma; French: [[fichu]], [[satanée]], [[détestable]]; Greek: [[καταραμένος]], [[επάρατος]]; Ancient Greek: [[ἁγής]], [[ἅγιος]], [[ἀλειτήριος]], [[ἀλιτήριος]], [[ἀλιτηριώδης]], [[ἀνόσιος]], [[ἀραῖος]], [[ἀράσιμος]], [[ἀρατός]], [[ἀρητός]], [[ἐναγής]], [[ἐξάγιστος]], [[ἐπάρατος]], [[ἐπικατάρατος]], [[ἐπίτριπτος]], [[καταράσιμος]], [[κατάρατος]], [[κατάρητος]], [[κάταρϝος]], [[κατηραμένος]], [[κατήρητος]], [[οὐλόμενος]], [[πρόστροπος]]; Irish: mallachtach; Portuguese: [[maldito]]; Romanian: blestemat, afurisit | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:17, 9 November 2024
English (LSJ)
ὁ, =
A προστρόπαιος 1.1, suppliant, τινος S.Ph.773: abs., Id.OT41.
II accursed, Phot. s.v. προστρόπαιος.
German (Pape)
[Seite 784] zugewendet, bes. mit Flehen gewendet, τινός, an Einen, Soph. Phil. 762; vgl. ἱκετεύομέν σε πάντες οἵδε πρόστροποι, O. R. 41; einzeln in sp. Prosa, wie προστρόπαιος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
suppliant : τινος SOPH qui supplie qqn.
Étymologie: προστρέπω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρόστροπος -ον [~ προστρόπαιος] smekend; Soph. OT 41; subst. smekeling. Soph. Ph. 773.
Russian (Dvoretsky)
πρόστροπος: Soph. = προστρόπαιος I.
Greek Monolingual
ὁ, Α προστρέπω
1. ο προστρόπαιος
2. (κατά τον Φώτ.) «κατηραμένος».
Greek Monotonic
πρόστροπος: -ον (προστρέπω), όπως το προστρόπαιος, ικέτης, τινος, σε Σοφ.· απόλ., στον ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
πρόστροπος: -ον, (προστρέπω) ὁ ἐστραμμένος πρός τινα ἢ πρός τι· ὅθεν ὡς τὸ προστρόπαιος, ἱκέτης, τινος Σοφ. Φιλ. 773· ἀπολ., ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 41. ΙΙ. κατηραμένος, Φώτ. ἔν λ. προστρόπαιος.
Middle Liddell
πρόστροπος, ον, προστρέπω
like προστρόπαιος, a suppliant, τινος Soph.; absol., Soph.
Translations
accursed
Bulgarian: проклет; Esperanto: malbenita; Finnish: kirottu, mokoma; French: fichu, satanée, détestable; Greek: καταραμένος, επάρατος; Ancient Greek: ἁγής, ἅγιος, ἀλειτήριος, ἀλιτήριος, ἀλιτηριώδης, ἀνόσιος, ἀραῖος, ἀράσιμος, ἀρατός, ἀρητός, ἐναγής, ἐξάγιστος, ἐπάρατος, ἐπικατάρατος, ἐπίτριπτος, καταράσιμος, κατάρατος, κατάρητος, κάταρϝος, κατηραμένος, κατήρητος, οὐλόμενος, πρόστροπος; Irish: mallachtach; Portuguese: maldito; Romanian: blestemat, afurisit