ψιμύθιον: Difference between revisions

From LSJ

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source
(4b)
m (LSJ1 replacement)
 
(15 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=psimythion
|Transliteration C=psimythion
|Beta Code=yimu/qion
|Beta Code=yimu/qion
|Definition=(v. infr.), τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[ψίμυθος]], <b class="b2">white lead</b>, used as a pigment, esp. to whiten the skin of the face, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ec.</span>878</span>,<span class="bibl">929</span>, <span class="bibl">Amips.3</span>, <span class="title">Dialex.</span>2.6, etc.; even for the hair, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ly.</span>217d</span>; ἐντετριμμένην ψιμυθίῳ <span class="bibl">X.<span class="title">Oec.</span>10.2</span>; <b class="b3">περιπεπλασμένη ψιμυθίοις... ἀνάπλεῳ ψιμυθίου</b>, <span class="bibl">Eub.98</span>, cf. <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ec.</span>1072</span>; τῷ ψ. κεχρισμένος <span class="bibl">Jul.<span class="title">Or.</span>7.233b</span>; also used in salves, <span class="title">Gp.</span>17.7.2, 18.15.3: for its preparation, v. <span class="bibl">Thphr.<span class="title">Lap.</span>56</span>. (Written ψιμίθιον in <span class="bibl"><span class="title">PCair.Zen.</span>763.19</span>, <span class="bibl">789.11</span>,<span class="bibl">12</span> (iii B. C.), <span class="title">IG</span>5(1).1390.22 (Andania, i B. C.), <span class="bibl"><span class="title">POxy.</span>1088.4</span> (i A. D.), <span class="bibl"><span class="title">PLond.</span>3.928.21</span>, <span class="title">PMed.Strassb.</span>p.4 (ii A. D.), and as v.l. in Dsc.5.88, etc.; ψιμμύθιον Jul. l. c., v. l. in <span class="title">GP.</span> Il. cc.; ψιμμίθιον as v. l. in Dsc. l. c.: Aeol. ψημύθιον, acc. to <span class="bibl">Choerob. <span class="title">in Theod.</span>1.201</span> H., Id. in <span class="title">An.Ox.</span>2.241 (Ion. acc. to <span class="bibl"><span class="title">EM</span>103.25</span>): v. [[ψιμυθιόω]].) [ῡ, Ar. ll. cc., etc.; <b class="b3">ψῑ-</b> indeterminate in these passages; <b class="b3">ψῑμῡθίου</b> in a hexam. (<span class="bibl">Nic.<span class="title">Al.</span>75</span>) might be due to metrical lengthening of <b class="b3">ψῐ-</b>: cf. [[ψίμυθος]].]</span>
|Definition=(v. infr.), τό, = [[ψίμυθος]], [[white lead]], used as a [[pigment]], esp. to [[whiten]] the [[skin]] of the [[face]], Ar.Ec.878,929, Amips.3, Dialex.2.6, etc.; even for the [[hair]], Pl.Ly.217d; ἐντετριμμένην ψιμυθίῳ X.Oec.10.2; περιπεπλασμένη ψιμυθίοις... ἀνάπλεῳ ψιμυθίου, Eub.98, cf. Ar.Ec.1072; τῷ ψ. κεχρισμένος Jul.Or.7.233b; also used in salves, Gp.17.7.2, 18.15.3: for its preparation, v. Thphr.Lap.56. (Written ψιμίθιον in PCair.Zen.763.19, 789.11,12 (iii B. C.), IG5(1).1390.22 (Andania, i B. C.), POxy.1088.4 (i A. D.), PLond.3.928.21, PMed.Strassb.p.4 (ii A. D.), and as [[varia lectio|v.l.]] in Dsc.5.88, etc.; ψιμμύθιον Jul. l. c., [[varia lectio|v.l.]] in GP. Il. cc.; ψιμμίθιον as [[varia lectio|v.l.]] in Dsc. l. c.: Aeol. [[ψημύθιον]], acc. to Choerob. in Theod.1.201 H., Id. in An.Ox.2.241 (Ion. acc. to EM103.25): v. [[ψιμυθιόω]].) [ῡ, Ar. ll. cc., etc.; ψῑ- indeterminate in these passages; ψῑμῡθίου in a hexam. (Nic.Al.75) might be due to metrical lengthening of ψῐ-: cf. [[ψίμυθος]].]
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1400.png Seite 1400]] τό, = [[ψίμυθος]]; Ar. Plut. 1064; ψίμυθίῳ καταπεπλασμένη Eccl. 878, vgl. 929. 1072; εἴ [[τίς]] σου ξανθὰς οὔσας τὰς τρίχας ψιμυθίῳ ἀλείψειε Plat. Lys. 217 d.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1400.png Seite 1400]] τό, = [[ψίμυθος]]; Ar. Plut. 1064; ψίμυθίῳ καταπεπλασμένη Eccl. 878, vgl. 929. 1072; εἴ [[τίς]] σου ξανθὰς οὔσας τὰς τρίχας ψιμυθίῳ ἀλείψειε Plat. Lys. 217 d.
}}
{{ls
|lstext='''ψιμύθιον''': ἢ ψιμμύθιον (καὶ μεταγεν. [[ψιμίθιον]]), τό, ὡς τὸ [[ψίμυθος]], τὸ λευκὸν τοῦ μολύβδου, Λατ. cerussa, [[ὅπερ]] μετεχειρίζοντο πρὸς λεύκανσιν τῆς ἐπιδερμίδος τοῦ προσώπου, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 878, 929, 1072· ἔτι δὲ καὶ τῶν τριχῶν, παρὰ Πλάτ. ἐν Λυσ. 217D· ἐντετριμμένην ψιμυθίῳ Ξεν. Οἰκ. 10, 2· περιπεπλασμέναι ψιμυθίοις.., ἀνάπλεῳ ψιμυθίου Εὔβουλος ἐν «Στεφανοπώλισιν» 1· ― περὶ τοῦ τρόπου τῆς κατασκευῆς [[αὐτοῦ]] ἴδε Θεοφρ. περὶ Λίθ. 56. [ῡ, πλὴν ἐν Ἀνθ. Παλ. 11. 374, 408· ψῐ- ἐν τῷ [[ψίμυθος]], ἔνθ’ ἀνωτ.· ἀλλὰ ψῑ- ἐν τῷ [[ψιμύθιον]] ἔν τινι ἑξαμέτρῳ, Νικ. Ἀλεξιφ. 75 ἐξ οὗ [[ὅμως]] δὲν ἀποδείκνυται ὅτι ἡ γραφὴ ψιμμ-, ὡς εὕρηται ἔν τισι τῶν Ἀντιγράφων, [[εἶναι]] ὀρθή· ― τὰ ἀρχαιότατα καὶ δοκιμώτατα Ἀντίγραφα ἔχουσι τὴν δι’ ἁπλοῦ μ γραφήν].
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />blanc de céruse qui servait de fard.<br />'''Étymologie:''' [[ψίμυθος]].
|btext=ου (τό) :<br />[[blanc de céruse qui servait de fard]].<br />'''Étymologie:''' [[ψίμυθος]].
}}
}}
{{lsm
{{grml
|lsmtext='''ψιμύθιον:''' ή [[ψιμμύθιον]], Αιολ. [[ψημύθιον]], (καιψιμίθιονκαιψιμμίθιον), τό ([[ψίμυθος]]), [[λευκός]] [[μόλυβδος]], που τον χρησιμοποιούσαν για να λευκαίνουν τα πρόσωπα, σε Αριστοφ., Ξεν.
|mltxt=το / [[ψιμύθιον]], ΝΜΑ, και [[ψιμμύθιον]] και [[ψιμίθιον]] και [[ψιμμίθιον]] και [[ψίμιθον]] και [[ψημύθιον]] Α<br />[[σκόνη]] ανθρακικού μολύβδου με [[λευκό]] [[χρώμα]], την οποία χρησιμοποιούσαν παλαιότερα για να λευκαίνουν το [[πρόσωπο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> καλλυντικό, φτειασίδι<br /><b>2.</b> το [[λευκό]] [[χρώμα]] που χρησιμοποιούσαν οι ζωγράφοι στο Βυζάντιο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. τ. του [[ψίμυθος]], με [[επίθημα]] -<i>ιον</i>].
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=ψιμύθιον -ου, τό loodwit (als make-up, om het gezicht licht van kleur te maken).
|elnltext=ψιμύθιον -ου, τό loodwit (als make-up, om het gezicht licht van kleur te maken).
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ψῐμύθιον:''' (ῡ, Anth. ῠ) τό белила Arph., Xen., Plat., Anth.
|elrutext='''ψῐμύθιον:''' (ῡ, Anth. ῠ) τό белила Arph., Xen., Plat., Anth.
}}
{{ls
|lstext='''ψιμύθιον''': ἢ [[ψιμμύθιον]] (καὶ μεταγεν. [[ψιμίθιον]]), τό, ὡς τὸ [[ψίμυθος]], τὸ λευκὸν τοῦ μολύβδου, Λατ. cerussa, [[ὅπερ]] μετεχειρίζοντο πρὸς λεύκανσιν τῆς ἐπιδερμίδος τοῦ προσώπου, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 878, 929, 1072· ἔτι δὲ καὶ τῶν τριχῶν, παρὰ Πλάτ. ἐν Λυσ. 217D· ἐντετριμμένην ψιμυθίῳ Ξεν. Οἰκ. 10, 2· περιπεπλασμέναι ψιμυθίοις.., ἀνάπλεῳ ψιμυθίου Εὔβουλος ἐν «Στεφανοπώλισιν» 1· ― περὶ τοῦ τρόπου τῆς κατασκευῆς [[αὐτοῦ]] ἴδε Θεοφρ. περὶ Λίθ. 56. [ῡ, πλὴν ἐν Ἀνθ. Παλ. 11. 374, 408· ψῐ- ἐν τῷ [[ψίμυθος]], ἔνθ’ ἀνωτ.· ἀλλὰ ψῑ- ἐν τῷ [[ψιμύθιον]] ἔν τινι ἑξαμέτρῳ, Νικ. Ἀλεξιφ. 75 ἐξ οὗ [[ὅμως]] δὲν ἀποδείκνυται ὅτι ἡ γραφὴ ψιμμ-, ὡς εὕρηται ἔν τισι τῶν Ἀντιγράφων, [[εἶναι]] ὀρθή· ― τὰ ἀρχαιότατα καὶ δοκιμώτατα Ἀντίγραφα ἔχουσι τὴν δι’ ἁπλοῦ μ γραφήν].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ψιμύθιον:''' ή [[ψιμμύθιον]], Αιολ. [[ψημύθιον]], (και [[ψιμίθιον]] και [[ψιμμίθιον]]), τό ([[ψίμυθος]]), [[λευκός]] [[μόλυβδος]], που τον χρησιμοποιούσαν για να λευκαίνουν τα πρόσωπα, σε Αριστοφ., Ξεν.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ψιμύθιον]], ορ ψιμμύθιον, ου, τό, [[ψίμυθος]]<br />[[white]] [[lead]], used to [[whiten]] the [[face]], Ar., Xen.
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[white lead]]
}}
}}

Latest revision as of 09:02, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψιμύθιον Medium diacritics: ψιμύθιον Low diacritics: ψιμύθιον Capitals: ΨΙΜΥΘΙΟΝ
Transliteration A: psimýthion Transliteration B: psimythion Transliteration C: psimythion Beta Code: yimu/qion

English (LSJ)

(v. infr.), τό, = ψίμυθος, white lead, used as a pigment, esp. to whiten the skin of the face, Ar.Ec.878,929, Amips.3, Dialex.2.6, etc.; even for the hair, Pl.Ly.217d; ἐντετριμμένην ψιμυθίῳ X.Oec.10.2; περιπεπλασμένη ψιμυθίοις... ἀνάπλεῳ ψιμυθίου, Eub.98, cf. Ar.Ec.1072; τῷ ψ. κεχρισμένος Jul.Or.7.233b; also used in salves, Gp.17.7.2, 18.15.3: for its preparation, v. Thphr.Lap.56. (Written ψιμίθιον in PCair.Zen.763.19, 789.11,12 (iii B. C.), IG5(1).1390.22 (Andania, i B. C.), POxy.1088.4 (i A. D.), PLond.3.928.21, PMed.Strassb.p.4 (ii A. D.), and as v.l. in Dsc.5.88, etc.; ψιμμύθιον Jul. l. c., v.l. in GP. Il. cc.; ψιμμίθιον as v.l. in Dsc. l. c.: Aeol. ψημύθιον, acc. to Choerob. in Theod.1.201 H., Id. in An.Ox.2.241 (Ion. acc. to EM103.25): v. ψιμυθιόω.) [ῡ, Ar. ll. cc., etc.; ψῑ- indeterminate in these passages; ψῑμῡθίου in a hexam. (Nic.Al.75) might be due to metrical lengthening of ψῐ-: cf. ψίμυθος.]

German (Pape)

[Seite 1400] τό, = ψίμυθος; Ar. Plut. 1064; ψίμυθίῳ καταπεπλασμένη Eccl. 878, vgl. 929. 1072; εἴ τίς σου ξανθὰς οὔσας τὰς τρίχας ψιμυθίῳ ἀλείψειε Plat. Lys. 217 d.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
blanc de céruse qui servait de fard.
Étymologie: ψίμυθος.

Greek Monolingual

το / ψιμύθιον, ΝΜΑ, και ψιμμύθιον και ψιμίθιον και ψιμμίθιον και ψίμιθον και ψημύθιον Α
σκόνη ανθρακικού μολύβδου με λευκό χρώμα, την οποία χρησιμοποιούσαν παλαιότερα για να λευκαίνουν το πρόσωπο
νεοελλ.
1. καλλυντικό, φτειασίδι
2. το λευκό χρώμα που χρησιμοποιούσαν οι ζωγράφοι στο Βυζάντιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του ψίμυθος, με επίθημα -ιον].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ψιμύθιον -ου, τό loodwit (als make-up, om het gezicht licht van kleur te maken).

Russian (Dvoretsky)

ψῐμύθιον: (ῡ, Anth. ῠ) τό белила Arph., Xen., Plat., Anth.

Greek (Liddell-Scott)

ψιμύθιον: ἢ ψιμμύθιον (καὶ μεταγεν. ψιμίθιον), τό, ὡς τὸ ψίμυθος, τὸ λευκὸν τοῦ μολύβδου, Λατ. cerussa, ὅπερ μετεχειρίζοντο πρὸς λεύκανσιν τῆς ἐπιδερμίδος τοῦ προσώπου, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 878, 929, 1072· ἔτι δὲ καὶ τῶν τριχῶν, παρὰ Πλάτ. ἐν Λυσ. 217D· ἐντετριμμένην ψιμυθίῳ Ξεν. Οἰκ. 10, 2· περιπεπλασμέναι ψιμυθίοις.., ἀνάπλεῳ ψιμυθίου Εὔβουλος ἐν «Στεφανοπώλισιν» 1· ― περὶ τοῦ τρόπου τῆς κατασκευῆς αὐτοῦ ἴδε Θεοφρ. περὶ Λίθ. 56. [ῡ, πλὴν ἐν Ἀνθ. Παλ. 11. 374, 408· ψῐ- ἐν τῷ ψίμυθος, ἔνθ’ ἀνωτ.· ἀλλὰ ψῑ- ἐν τῷ ψιμύθιον ἔν τινι ἑξαμέτρῳ, Νικ. Ἀλεξιφ. 75 ἐξ οὗ ὅμως δὲν ἀποδείκνυται ὅτι ἡ γραφὴ ψιμμ-, ὡς εὕρηται ἔν τισι τῶν Ἀντιγράφων, εἶναι ὀρθή· ― τὰ ἀρχαιότατα καὶ δοκιμώτατα Ἀντίγραφα ἔχουσι τὴν δι’ ἁπλοῦ μ γραφήν].

Greek Monotonic

ψιμύθιον: ή ψιμμύθιον, Αιολ. ψημύθιον, (και ψιμίθιον και ψιμμίθιον), τό (ψίμυθος), λευκός μόλυβδος, που τον χρησιμοποιούσαν για να λευκαίνουν τα πρόσωπα, σε Αριστοφ., Ξεν.

Middle Liddell

ψιμύθιον, ορ ψιμμύθιον, ου, τό, ψίμυθος
white lead, used to whiten the face, Ar., Xen.

English (Woodhouse)

white lead

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)