καθυστερέω: Difference between revisions

From LSJ

ἰχθύς ἐκ τῆς κεφαλῆς ὄζειν ἄρχεται → the fish stinks from the head, a fish rots from the head down, the fish rots from the head down, fish begin to stink at the head, the fish stinks first at the head, corruption starts at the top, the rot starts at the top

Source
(nl)
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
 
(28 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kathystereo
|Transliteration C=kathystereo
|Beta Code=kaqustere/w
|Beta Code=kaqustere/w
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">fall behind</b>, κ. πολὺ τῇ διώξει <span class="bibl">Plu.<span class="title">Crass.</span>29</span>: metaph., <b class="b2">fall short</b>, τῇ φύσει <span class="bibl">Plb.23.7.5</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> of Time, <b class="b3">κ. τῆς ἑορτῆς</b> <b class="b2">come too late for . .</b>, <span class="bibl"><span class="title">PSI</span>6.607.7</span>(iii B.C.); κ. τῆς καταστάσεως τῶν ὑπάτων <span class="bibl">Plb. 11.33.8</span>; πάντων <span class="bibl">Id.5.17.7</span>; τῆς ἐκτάξεως <span class="bibl">Id.10.39.5</span>, cf. <span class="bibl">D.S.5.53</span>, <span class="bibl">Str.14.2.5</span>: c. acc., <b class="b3">ἀπαρχὰς ἅλωνος οὐ -ήσεις</b> <b class="b2">shalt</b> not <b class="b2">be slow to offer</b>, <span class="bibl">LXX<span class="title">Ex.</span>22.29(28)</span>: abs., ξενίας ἀεὶ φρόντιζε, μὴ καθυστέρει <span class="bibl">Men.<span class="title">Mon.</span> 396</span>; <b class="b2">delay</b>, <span class="bibl">Plb.5.16.5</span>; of growing plants, <b class="b2">to be later</b>, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">CP</span>1.17.2</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> <b class="b2">fare badly</b>, <b class="b3">ἐν αἷς</b> (sc. <b class="b3">πρεσβείαις</b>) ἐν οὐδενὶ καθυστέρησεν ὁ δῆμος <span class="title">OGI</span>339.22 (Sestos, ii B.C.): c. gen., <b class="b2">come short of</b>, πάσης τροφῆς <span class="bibl">LXX<span class="title">Si.</span>37.20</span>; <b class="b2">lack</b>, ἀγαθοῦ νοῦ Phld.<span class="title">Rh.</span>2.61 S.; <b class="b3">δικαίου μηθενὸς κ</b>. <span class="title">SIG</span>568.13 (Halasarna, iii B. C.); <b class="b2">fail in</b>, πράξεων <span class="bibl">Ph.<span class="title">Bel.</span>103.11</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">4</span> c. dupl. gen., <b class="b2">fail</b> a person <b class="b2">in</b>, <b class="b3">ἐλιπάρεον</b> [<b class="b3">τὸν Ἀσκληπιὸν</b>] μὴ -έειν μου τῆς θεραπείης <span class="bibl">Hp.<span class="title">Ep.</span>15</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">5</span> <b class="b2">to be kept waiting for</b> a thing, c. gen., ἐντονίων <span class="bibl">Ph.<span class="title">Bel.</span>58.3</span>; <b class="b3">θανάτου</b> Ps.-Luc.<span class="title">Philopatr.</span> 16.</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> [[fall behind]], κ. πολὺ τῇ διώξει Plu.''Crass.''29: metaph., [[fall short]], τῇ φύσει Plb.23.7.5.<br><span class="bld">2</span> of [[time]], <b class="b3">κ. τῆς ἑορτῆς</b> [[come too late for]]…, ''PSI''6.607.7(iii B.C.); κ. τῆς καταστάσεως τῶν ὑπάτων Plb. 11.33.8; πάντων Id.5.17.7; τῆς ἐκτάξεως Id.10.39.5, cf. [[Diodorus Siculus|D.S.]]5.53, Str.14.2.5: c. acc., <b class="b3">ἀπαρχὰς ἅλωνος οὐ -ήσεις</b> [[shalt]] not [[be slow to offer]], [[LXX]] ''Ex.''22.29(28): abs., ξενίας ἀεὶ φρόντιζε, μὴ καθυστέρει Men.''Mon.'' 396; [[delay]], Plb.5.16.5; of growing plants, to [[be later]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[De Causis Plantarum|CP]]'' 1.17.2.<br><span class="bld">3</span> [[fare badly]], <b class="b3">ἐν αἷς</b> (''[[sc.]]'' [[πρεσβείαις]]) ἐν οὐδενὶ καθυστέρησεν ὁ δῆμος ''OGI''339.22 (Sestos, ii B.C.): c. gen., [[come short of]], πάσης τροφῆς [[LXX]] ''Si.''37.20; [[lack]], ἀγαθοῦ νοῦ Phld.''Rh.''2.61 S.; <b class="b3">δικαίου μηθενὸς κ.</b> ''SIG''568.13 (Halasarna, iii B. C.); [[fail in]], πράξεων Ph.''Bel.''103.11.<br><span class="bld">4</span> c. dupl. gen., [[fail]] a person in, [[ἐλιπάρεον]] [τὸν Ἀσκληπιὸν] μὴ -έειν μου τῆς θεραπείης Hp.''Ep.''15.<br><span class="bld">5</span> to [[be kept waiting for]] a thing, c. gen., ἐντονίων Ph.''Bel.''58.3; [[θανάτου]] Ps.-Luc.''Philopatr.'' 16.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1290.png Seite 1290]] zu spät kommen, hinter Einem zurückbleiben, -stehen; absolut, Pol. 5, 16, 5 u. öfter; τινός, 5, 50, 2; τὴν πόλιν τῶν χρειῶν μὴ καθυστερεῖν Strab. XIV, 653; περὶ τἄλλα πάντα καθυστερῶν καὶ τῇ φύσει καὶ τῇ κατασκευῇ Pol. 24, 7, 5, vgl. 29, 3, 1.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1290.png Seite 1290]] zu spät kommen, hinter Einem zurückbleiben, -stehen; absolut, Pol. 5, 16, 5 u. öfter; τινός, 5, 50, 2; τὴν πόλιν τῶν χρειῶν μὴ καθυστερεῖν Strab. XIV, 653; περὶ τἄλλα πάντα καθυστερῶν καὶ τῇ φύσει καὶ τῇ κατασκευῇ Pol. 24, 7, 5, vgl. 29, 3, 1.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''καθυστερέω''': [[μένω]] [[ὀπίσω]], καθυστερῶ, [[μετὰ]] γεν. προσώπ. καὶ πράγματ., καθ. τινος τῆς θεραπηΐης Ἱππ. 1277. 45· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] δοτ.· πράγμ., Πολύβ. 24. 7, 5, κτλ.· [[μετὰ]] δοτ. τρόπου, καθ. πολὺ τῇ διώξει Πλουτ. Κράσσ. 29· οὕτω μετ’ αἰτ. πράγμ., ἀπαρχὰς ἅλωνος καὶ ληνοῦ σου οὐ καθυστερήσεις, δὲν θὰ παραλίπῃς νὰ προσενέγκῃς αὐτὰς εἰς ἐμέ, Ἑβδ. (Ἔξ. ΚΒ΄, 29). 2) [[μετὰ]] γεν. τοῦ ἀντικειμένου, σπεύδων δὲ μὴ καθυστερεῖν τῆς ἐν Ρώμῃ καταστάσεως τῶν ὑπάτων, σπεύδων δὲ ἵνα μὴ φθάσῃ ἀργὰ διὰ τὴν ἐγκατάστασιν τῶν ὑπάτων, Πολύβ. 11. 33. 8· ὑπελείπετο καὶ καθυστέρει πάντων ὁ αὐτ. 5. 17, 7· τῆς ἐκτάξεως ὁ αὐτ. 10. 39, 5, πρβλ. Διόδ. 5. 53, Στράβ. 653· καθυστερῶ θανάτου, δὲν [[ἀποθνήσκω]], Ψευδο-Λουκ. ἐν Φιλοπάτριδι 16· καθ. πάσης τροφῆς, στερεῖσθαι, Ἑβδ. (Σειράχ, ΛΖ΄, 20). 3) ἀπολ., ξενίας ἀεὶ φρόντιζε, μὴ καθυστέρει, μὴ μένε [[ὀπίσω]], Μένανδρ. ἐν Μονοστίχ. 396, πρβλ. Πολύβ. 5. 16, 5, κ. ἀλλ.
|btext=[[καθυστερῶ]] :<br />venir à la suite, être en retard <i>ou</i> en arrière de, gén. ; θανάτου [[οὐ]] καθ. LUC ne pas rester longtemps en arrière de la mort, n'être pas longtemps épargné par la mort ; avec un dat. : καθ. τῇ διώξει PLUT être en arrière pour la poursuite.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ὑστερέω]].
}}
{{elnl
|elnltext=καθ-υστερέω achterop raken; moeten wachten op, met gen.: οὐ καθυστερεῖν θανάτου niet behoeven te wachten op de dood [Luc.] 82.16.
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=-ῶ :<br />venir à la suite, être en retard <i>ou</i> en arrière de, gén. ; θανάτου [[οὐ]] καθ. LUC ne pas rester longtemps en arrière de la mort, n’être pas longtemps épargné par la mort ; avec un dat. : καθ. [[τῇ]] διώξει PLUT être en arrière pour la poursuite.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ὑστερέω]].
|elrutext='''κᾰθυστερέω:'''<br /><b class="num">1</b> [[отставать]] (τῆς ἐκτάξεως Polyb.);<br /><b class="num">2</b> [[опаздывать]] (τῆς καταστάσεως Polyb.; τῇ διώξει Plut.): οἱ καθυστερήσαντες τῆς κληροδοσίας Diod. не подоспевшие к распределению наделов; θανάτου οὐ κ. Luc. не быть пощаженным смертью.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καθυστερέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[μένω]] [[πίσω]], [[καθυστερώ]], σε Πλούτ.· απόλ., σε Μένανδρ.
|lsmtext='''καθυστερέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[μένω]] [[πίσω]], [[καθυστερώ]], σε Πλούτ.· απόλ., σε Μένανδρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κᾰθυστερέω:''' <b class="num">1)</b> отставать (τῆς ἐκτάξεως Polyb.);<br /><b class="num">2)</b> опаздывать (τῆς καταστάσεως Polyb.; τῇ διώξει Plut.): οἱ καθυστερήσαντες τῆς κληροδοσίας Diod. не подоспевшие к распределению наделов; θανάτου οὐ κ. Luc. не быть пощаженным смертью.
|lstext='''καθυστερέω''': [[μένω]] [[ὀπίσω]], καθυστερῶ, μετὰ γεν. προσώπ. καὶ πράγματ., καθ. τινος τῆς θεραπηΐης Ἱππ. 1277. 45· [[ὡσαύτως]] μετὰ δοτ.· πράγμ., Πολύβ. 24. 7, 5, κτλ.· μετὰ δοτ. τρόπου, καθ. πολὺ τῇ διώξει Πλουτ. Κράσσ. 29· οὕτω μετ’ αἰτ. πράγμ., ἀπαρχὰς ἅλωνος καὶ ληνοῦ σου οὐ καθυστερήσεις, δὲν θὰ παραλίπῃς νὰ προσενέγκῃς αὐτὰς εἰς ἐμέ, Ἑβδ. (Ἔξ. ΚΒ΄, 29). 2) μετὰ γεν. τοῦ ἀντικειμένου, σπεύδων δὲ μὴ καθυστερεῖν τῆς ἐν Ρώμῃ καταστάσεως τῶν ὑπάτων, σπεύδων δὲ ἵνα μὴ φθάσῃ ἀργὰ διὰ τὴν ἐγκατάστασιν τῶν ὑπάτων, Πολύβ. 11. 33. 8· ὑπελείπετο καὶ καθυστέρει πάντων ὁ αὐτ. 5. 17, 7· τῆς ἐκτάξεως ὁ αὐτ. 10. 39, 5, πρβλ. Διόδ. 5. 53, Στράβ. 653· καθυστερῶ θανάτου, δὲν [[ἀποθνήσκω]], Ψευδο-Λουκ. ἐν Φιλοπάτριδι 16· καθ. πάσης τροφῆς, στερεῖσθαι, Ἑβδ. (Σειράχ, ΛΖ΄, 20). 3) ἀπολ., ξενίας ἀεὶ φρόντιζε, μὴ καθυστέρει, μὴ μένε [[ὀπίσω]], Μένανδρ. ἐν Μονοστίχ. 396, πρβλ. Πολύβ. 5. 16, 5, κ. ἀλλ.
}}
}}
{{elnl
{{mdlsj
|elnltext=καθ-υστερέω achterop raken; moeten wachten op, met gen.: οὐ καθυστερεῖν θανάτου niet behoeven te wachten op de dood [Luc.] 82.16.
|mdlsjtxt=fut. ήσω<br />to [[come]] far [[behind]], Plut.: absol. to be [[behind]]-[[hand]], Menand.
}}
}}

Latest revision as of 07:25, 27 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καθυστερέω Medium diacritics: καθυστερέω Low diacritics: καθυστερέω Capitals: ΚΑΘΥΣΤΕΡΕΩ
Transliteration A: kathysteréō Transliteration B: kathystereō Transliteration C: kathystereo Beta Code: kaqustere/w

English (LSJ)

A fall behind, κ. πολὺ τῇ διώξει Plu.Crass.29: metaph., fall short, τῇ φύσει Plb.23.7.5.
2 of time, κ. τῆς ἑορτῆς come too late for…, PSI6.607.7(iii B.C.); κ. τῆς καταστάσεως τῶν ὑπάτων Plb. 11.33.8; πάντων Id.5.17.7; τῆς ἐκτάξεως Id.10.39.5, cf. D.S.5.53, Str.14.2.5: c. acc., ἀπαρχὰς ἅλωνος οὐ -ήσεις shalt not be slow to offer, LXX Ex.22.29(28): abs., ξενίας ἀεὶ φρόντιζε, μὴ καθυστέρει Men.Mon. 396; delay, Plb.5.16.5; of growing plants, to be later, Thphr. CP 1.17.2.
3 fare badly, ἐν αἷς (sc. πρεσβείαις) ἐν οὐδενὶ καθυστέρησεν ὁ δῆμος OGI339.22 (Sestos, ii B.C.): c. gen., come short of, πάσης τροφῆς LXX Si.37.20; lack, ἀγαθοῦ νοῦ Phld.Rh.2.61 S.; δικαίου μηθενὸς κ. SIG568.13 (Halasarna, iii B. C.); fail in, πράξεων Ph.Bel.103.11.
4 c. dupl. gen., fail a person in, ἐλιπάρεον [τὸν Ἀσκληπιὸν] μὴ -έειν μου τῆς θεραπείης Hp.Ep.15.
5 to be kept waiting for a thing, c. gen., ἐντονίων Ph.Bel.58.3; θανάτου Ps.-Luc.Philopatr. 16.

German (Pape)

[Seite 1290] zu spät kommen, hinter Einem zurückbleiben, -stehen; absolut, Pol. 5, 16, 5 u. öfter; τινός, 5, 50, 2; τὴν πόλιν τῶν χρειῶν μὴ καθυστερεῖν Strab. XIV, 653; περὶ τἄλλα πάντα καθυστερῶν καὶ τῇ φύσει καὶ τῇ κατασκευῇ Pol. 24, 7, 5, vgl. 29, 3, 1.

French (Bailly abrégé)

καθυστερῶ :
venir à la suite, être en retard ou en arrière de, gén. ; θανάτου οὐ καθ. LUC ne pas rester longtemps en arrière de la mort, n'être pas longtemps épargné par la mort ; avec un dat. : καθ. τῇ διώξει PLUT être en arrière pour la poursuite.
Étymologie: κατά, ὑστερέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καθ-υστερέω achterop raken; moeten wachten op, met gen.: οὐ καθυστερεῖν θανάτου niet behoeven te wachten op de dood [Luc.] 82.16.

Russian (Dvoretsky)

κᾰθυστερέω:
1 отставать (τῆς ἐκτάξεως Polyb.);
2 опаздывать (τῆς καταστάσεως Polyb.; τῇ διώξει Plut.): οἱ καθυστερήσαντες τῆς κληροδοσίας Diod. не подоспевшие к распределению наделов; θανάτου οὐ κ. Luc. не быть пощаженным смертью.

Greek Monotonic

καθυστερέω: μέλ. -ήσω, μένω πίσω, καθυστερώ, σε Πλούτ.· απόλ., σε Μένανδρ.

Greek (Liddell-Scott)

καθυστερέω: μένω ὀπίσω, καθυστερῶ, μετὰ γεν. προσώπ. καὶ πράγματ., καθ. τινος τῆς θεραπηΐης Ἱππ. 1277. 45· ὡσαύτως μετὰ δοτ.· πράγμ., Πολύβ. 24. 7, 5, κτλ.· μετὰ δοτ. τρόπου, καθ. πολὺ τῇ διώξει Πλουτ. Κράσσ. 29· οὕτω μετ’ αἰτ. πράγμ., ἀπαρχὰς ἅλωνος καὶ ληνοῦ σου οὐ καθυστερήσεις, δὲν θὰ παραλίπῃς νὰ προσενέγκῃς αὐτὰς εἰς ἐμέ, Ἑβδ. (Ἔξ. ΚΒ΄, 29). 2) μετὰ γεν. τοῦ ἀντικειμένου, σπεύδων δὲ μὴ καθυστερεῖν τῆς ἐν Ρώμῃ καταστάσεως τῶν ὑπάτων, σπεύδων δὲ ἵνα μὴ φθάσῃ ἀργὰ διὰ τὴν ἐγκατάστασιν τῶν ὑπάτων, Πολύβ. 11. 33. 8· ὑπελείπετο καὶ καθυστέρει πάντων ὁ αὐτ. 5. 17, 7· τῆς ἐκτάξεως ὁ αὐτ. 10. 39, 5, πρβλ. Διόδ. 5. 53, Στράβ. 653· καθυστερῶ θανάτου, δὲν ἀποθνήσκω, Ψευδο-Λουκ. ἐν Φιλοπάτριδι 16· καθ. πάσης τροφῆς, στερεῖσθαι, Ἑβδ. (Σειράχ, ΛΖ΄, 20). 3) ἀπολ., ξενίας ἀεὶ φρόντιζε, μὴ καθυστέρει, μὴ μένε ὀπίσω, Μένανδρ. ἐν Μονοστίχ. 396, πρβλ. Πολύβ. 5. 16, 5, κ. ἀλλ.

Middle Liddell

fut. ήσω
to come far behind, Plut.: absol. to be behind-hand, Menand.