συνδιατίθημι: Difference between revisions

m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1")
m (Undo revision 3145151 by Spiros (talk))
Tag: Undo
 
(18 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=syndiatithimi
|Transliteration C=syndiatithimi
|Beta Code=sundiati/qhmi
|Beta Code=sundiati/qhmi
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">help in arranging</b>, Ἰφίτῳ σ. τὴν Ὀλυμπιακὴν ἐκεχειρίαν <span class="bibl">Arist.<span class="title">Fr.</span>533</span>, cf. <span class="bibl">Plu.<span class="title">Tim.</span>24</span>:—Med., <span class="bibl">Hierocl. <span class="title">Prov.</span>p.171</span> B. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">compose, put together</b>, ἐν τῇ ψυχῇ <span class="bibl">Porph.<span class="title">Plot.</span> 8</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">help in disposing</b>, τὴν ψυχὴν πρός τι Longin.7.3, cf. 39.3; <b class="b2">cause a sympathetic affection of</b>, τὴν καρδίαν <span class="bibl">Diocl.Fr.59</span>:—Pass., <b class="b2">to be sympathetically affected together</b>, Plu.2.443b, <span class="bibl">D.L.4.18</span>, <span class="bibl">Jul.<span class="title">Ep.</span>89b</span>, Chor.29.75F.-R., <span class="title">Cod.Just.</span>1.4.34.3; Medic., = [[συμπάσχω]], <span class="bibl">Diocl.Fr. 38</span>, <span class="bibl">Sor.1.50</span>, Gal.15.88,793. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> Gramm., of the verb, <b class="b2">to be affected in voice</b>, <span class="bibl">A.D.<span class="title">Synt.</span>205.2</span>.</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> [[help in arranging]], Ἰφίτῳ σ. τὴν Ὀλυμπιακὴν ἐκεχειρίαν Arist.''Fr.''533, cf. Plu.''Tim.''24:—Med., Hierocl. ''Prov.''p.171 B.<br><span class="bld">2</span> [[compose]], [[put together]], ἐν τῇ ψυχῇ Porph.''Plot.'' 8.<br><span class="bld">II</span> [[help in disposing]], τὴν ψυχὴν πρός τι Longin.7.3, cf. 39.3; [[cause a sympathetic affection of]], τὴν καρδίαν Diocl.Fr.59:—Pass., to [[be sympathetically affected together]], Plu.2.443b, D.L.4.18, Jul.''Ep.''89b, Chor.29.75F.-R., ''Cod.Just.''1.4.34.3; Medic., = [[συμπάσχω]], Diocl.Fr. 38, Sor.1.50, Gal.15.88,793.<br><span class="bld">2</span> Gramm., of the verb, to [[be affected in voice]], A.D.''Synt.''205.2.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1008.png Seite 1008]] (s. [[τίθημι]]), mit oder zugleich anordnen, in einen Zustand od. eine Stimmung versetzen; Plut. Timol. 24 u. öfter; S. Emp. adv. phys. 1, 80.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1008.png Seite 1008]] (s. [[τίθημι]]), mit oder zugleich anordnen, in einen Zustand od. eine Stimmung versetzen; Plut. Timol. 24 u. öfter; S. Emp. adv. phys. 1, 80.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> [[disposer]], [[arranger avec]] : τινί τι qch avec qqn;<br /><b>2</b> [[aider à mettre dans telle]] <i>ou</i> elle disposition ; <i>Pass.</i> être disposé <i>ou</i> affecté ensemble.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[διατίθημι]].
}}
{{elnl
|elnltext=συν-διατίθημι samen (met...) regelen of organiseren of op orde brengen, met acc. en dat. ιets met iem.
}}
{{elru
|elrutext='''συνδιατίθημι:'''<br /><b class="num">1</b> [[совместно устраивать]], [[помогать устроить]] (τινὶ τὴν Ὀλυμπιακὴν ἐκεχειρίαν Plut.);<br /><b class="num">2</b> [[одновременно располагать]], [[приводить в]] (известное) [[состояние]] Plut.: συνδιατίθεσθαι [[ἴσα]] καὶ μὴ ἀκοῦσαι Diog. L. притворяться ничего не слышавшим; δακτύλου τεμνομένου τὸ [[ὅλον]] συνδιατίθεται [[σῶμα]] Sext. при порезе пальца реагирует все тело.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''συνδιατίθημι''': βοηθῶ εἰς τακτοποίησιν, διευθετῶ [[ὁμοῦ]] ἢ ἀπὸ κοινοῦ, Ἰφίτῳ συνακμάσαι καὶ συνδιαθεῖναι τὴν Ὀλυμπιακὴν ἐκεχειρίαν Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 490, πρβλ. Πλουτ. Τιμολ. 24. ― Μέσ., Ἱεροκλ. π. Προνοίας ἐν ἀρχ. ΙΙ. συντελῶ [[ὅπως]] διατεθῇ τις κατά τινα τρόπον, τὴν ψυχὴν κατά τι Λογγῖν. 7, πρβλ. 39. ― Παθ., διατίθεμαι [[ὁμοῦ]], [[συμπάσχω]], Πλούτ. 2. 443Β, Διογ. Λ. 4. 18, κτλ.
|lstext='''συνδιατίθημι''': βοηθῶ εἰς τακτοποίησιν, διευθετῶ [[ὁμοῦ]] ἢ ἀπὸ κοινοῦ, Ἰφίτῳ συνακμάσαι καὶ συνδιαθεῖναι τὴν Ὀλυμπιακὴν ἐκεχειρίαν Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 490, πρβλ. Πλουτ. Τιμολ. 24. ― Μέσ., Ἱεροκλ. π. Προνοίας ἐν ἀρχ. ΙΙ. συντελῶ [[ὅπως]] διατεθῇ τις κατά τινα τρόπον, τὴν ψυχὴν κατά τι Λογγῖν. 7, πρβλ. 39. ― Παθ., διατίθεμαι [[ὁμοῦ]], [[συμπάσχω]], Πλούτ. 2. 443Β, Διογ. Λ. 4. 18, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> disposer, arranger avec : τινί [[τι]] qch avec qqn;<br /><b>2</b> aider à mettre dans telle <i>ou</i> elle disposition ; <i>Pass.</i> être disposé <i>ou</i> affecté ensemble.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[διατίθημι]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ [[διατίθημι]]<br />[[διευθετώ]] [[κάτι]] [[μαζί]] με [[κάτι]] [[άλλο]] ή από κοινού με άλλον, [[βοηθώ]] στη [[διευθέτηση]], στην [[τακτοποίηση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τοποθετώ]] [[μαζί]], [[συντάσσω]]<br /><b>2.</b> [[συντελώ]] στο να τοποθετηθεί [[κάποιος]] ή [[κάτι]] με ορισμένο τρόπο («πρὸς μεγαλοφροσύνην τὴν ψυχὴν μὴ συνδιατιθῇ», Λογγίν.)<br /><b>3.</b> [[προκαλώ]] σε κάποιον συμπαθητική [[διάθεση]]<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> <i>συνδιατίθεμαι</i><br />α) διατίθεμαι, [[διάκειμαι]] ομοίως, έχω την [[ίδια]] με άλλον [[διάθεση]] [[απέναντι]] σε έναν τρίτο<br />β) <b>ιατρ.</b> [[είμαι]] [[άρρωστος]] και εγώ ταυτόχρονα με άλλον<br />γ) <b>γραμμ.</b> (για [[ρήμα]]) [[υφίσταμαι]] [[επίδραση]], επηρεάζομαι ως [[προς]] τη [[φωνή]].
|mltxt=ΜΑ [[διατίθημι]]<br />[[διευθετώ]] [[κάτι]] [[μαζί]] με [[κάτι]] [[άλλο]] ή από κοινού με άλλον, [[βοηθώ]] στη [[διευθέτηση]], στην [[τακτοποίηση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τοποθετώ]] [[μαζί]], [[συντάσσω]]<br /><b>2.</b> [[συντελώ]] στο να τοποθετηθεί [[κάποιος]] ή [[κάτι]] με ορισμένο τρόπο («πρὸς μεγαλοφροσύνην τὴν ψυχὴν μὴ συνδιατιθῇ», Λογγίν.)<br /><b>3.</b> [[προκαλώ]] σε κάποιον συμπαθητική [[διάθεση]]<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> <i>συνδιατίθεμαι</i><br />α) διατίθεμαι, [[διάκειμαι]] ομοίως, έχω την [[ίδια]] με άλλον [[διάθεση]] [[απέναντι]] σε έναν τρίτο<br />β) <b>ιατρ.</b> [[είμαι]] [[άρρωστος]] και εγώ ταυτόχρονα με άλλον<br />γ) <b>γραμμ.</b> (για [[ρήμα]]) [[υφίσταμαι]] [[επίδραση]], επηρεάζομαι ως [[προς]] τη [[φωνή]].
}}
{{elru
|elrutext='''συνδιατίθημι:''' <b class="num">1)</b> совместно устраивать, помогать устроить (τινὶ τὴν Ὀλυμπιακὴν ἐκεχειρίαν Plut.);<br /><b class="num">2)</b> одновременно располагать, приводить в (известное) состояние Plut.: συνδιατίθεσθαι [[ἴσα]] καὶ μὴ ἀκοῦσαι Diog. L. притворяться ничего не слышавшим; δακτύλου τεμνομένου τὸ [[ὅλον]] συνδιατίθεται [[σῶμα]] Sext. при порезе пальца реагирует все тело.
}}
{{elnl
|elnltext=συν-διατίθημι samen (met...) regelen of organiseren of op orde brengen, met acc. en dat. ιets met iem.
}}
}}

Latest revision as of 10:10, 22 March 2024

English (LSJ)

A help in arranging, Ἰφίτῳ σ. τὴν Ὀλυμπιακὴν ἐκεχειρίαν Arist.Fr.533, cf. Plu.Tim.24:—Med., Hierocl. Prov.p.171 B.
2 compose, put together, ἐν τῇ ψυχῇ Porph.Plot. 8.
II help in disposing, τὴν ψυχὴν πρός τι Longin.7.3, cf. 39.3; cause a sympathetic affection of, τὴν καρδίαν Diocl.Fr.59:—Pass., to be sympathetically affected together, Plu.2.443b, D.L.4.18, Jul.Ep.89b, Chor.29.75F.-R., Cod.Just.1.4.34.3; Medic., = συμπάσχω, Diocl.Fr. 38, Sor.1.50, Gal.15.88,793.
2 Gramm., of the verb, to be affected in voice, A.D.Synt.205.2.

German (Pape)

[Seite 1008] (s. τίθημι), mit oder zugleich anordnen, in einen Zustand od. eine Stimmung versetzen; Plut. Timol. 24 u. öfter; S. Emp. adv. phys. 1, 80.

French (Bailly abrégé)

1 disposer, arranger avec : τινί τι qch avec qqn;
2 aider à mettre dans telle ou elle disposition ; Pass. être disposé ou affecté ensemble.
Étymologie: σύν, διατίθημι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-διατίθημι samen (met...) regelen of organiseren of op orde brengen, met acc. en dat. ιets met iem.

Russian (Dvoretsky)

συνδιατίθημι:
1 совместно устраивать, помогать устроить (τινὶ τὴν Ὀλυμπιακὴν ἐκεχειρίαν Plut.);
2 одновременно располагать, приводить в (известное) состояние Plut.: συνδιατίθεσθαι ἴσα καὶ μὴ ἀκοῦσαι Diog. L. притворяться ничего не слышавшим; δακτύλου τεμνομένου τὸ ὅλον συνδιατίθεται σῶμα Sext. при порезе пальца реагирует все тело.

Greek (Liddell-Scott)

συνδιατίθημι: βοηθῶ εἰς τακτοποίησιν, διευθετῶ ὁμοῦ ἢ ἀπὸ κοινοῦ, Ἰφίτῳ συνακμάσαι καὶ συνδιαθεῖναι τὴν Ὀλυμπιακὴν ἐκεχειρίαν Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 490, πρβλ. Πλουτ. Τιμολ. 24. ― Μέσ., Ἱεροκλ. π. Προνοίας ἐν ἀρχ. ΙΙ. συντελῶ ὅπως διατεθῇ τις κατά τινα τρόπον, τὴν ψυχὴν κατά τι Λογγῖν. 7, πρβλ. 39. ― Παθ., διατίθεμαι ὁμοῦ, συμπάσχω, Πλούτ. 2. 443Β, Διογ. Λ. 4. 18, κτλ.

Greek Monolingual

ΜΑ διατίθημι
διευθετώ κάτι μαζί με κάτι άλλο ή από κοινού με άλλον, βοηθώ στη διευθέτηση, στην τακτοποίηση
αρχ.
1. τοποθετώ μαζί, συντάσσω
2. συντελώ στο να τοποθετηθεί κάποιος ή κάτι με ορισμένο τρόπο («πρὸς μεγαλοφροσύνην τὴν ψυχὴν μὴ συνδιατιθῇ», Λογγίν.)
3. προκαλώ σε κάποιον συμπαθητική διάθεση
4. παθ. συνδιατίθεμαι
α) διατίθεμαι, διάκειμαι ομοίως, έχω την ίδια με άλλον διάθεση απέναντι σε έναν τρίτο
β) ιατρ. είμαι άρρωστος και εγώ ταυτόχρονα με άλλον
γ) γραμμ. (για ρήμα) υφίσταμαι επίδραση, επηρεάζομαι ως προς τη φωνή.