δεινοπαθέω: Difference between revisions

From LSJ

Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid

Menander, Monostichoi, 145
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")
mNo edit summary
 
(17 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=deinopatheo
|Transliteration C=deinopatheo
|Beta Code=deinopaqe/w
|Beta Code=deinopaqe/w
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">complain loudly of sufferings</b>, <span class="bibl">D.40.53</span>, Telesp.58H., <span class="bibl">Plb.12.16.9</span>, <span class="bibl">Luc.<span class="title">Syr.D.</span>24</span>; ἐπί τινι <span class="bibl">D.S.19.75</span>, Plu.2.781a.</span>
|Definition=[[complain loudly of sufferings]], D.40.53, Telesp.58H., Plb.12.16.9, Luc.''Syr.D.''24; ἐπί τινι [[Diodorus Siculus|D.S.]]19.75, Plu.2.781a.
}}
{{DGE
|dgtxt=[[quejarse con vehemencia]] acompañado de cuasi sinón. σχετλιάζων καὶ δεινοπαθῶν D.40.53, οὐκ ἔκλαιε καὶ ἐδεινοπάθει Teles p.58, cf. D.H.4.85, Ps.Callisth.132.8, Procop.<i>Arc</i>.10.6, παρὼν καὶ δεινοπαθῶν [[Diodorus Siculus|D.S.]]12.24, cf. I.<i>AI</i> 1.312, Anon.<i>in Rh</i>.247.32, πρὸς μηδὲν ἀγανακτικῶς διατιθέμενον μηδὲ δεινοπαθοῦντα M.Ant.11.13, ἐδεινοπάθει καὶ ὠδύρετο D.C.46.53.3<br /><b class="num">•</b>gener. τοῦ δὲ νεανίσκου δεινοπαθοῦντος Plb.12.16.9, κάρτα δὲ δεινοπαθέων Luc.<i>Syr.D</i>.24, μᾶλλον ... ἐδεινοπάθει Ach.Tat.6.5.3<br /><b class="num">•</b>c. ἐπί y dat. [[quejarse mucho por]] ἐπὶ τῷ Κλείτου φόνῳ δεινοπαθοῦντα ... Ἀλέξανδρον a Alejandro que se quejaba mucho por la muerte de Clito</i> Plu.2.781a, ἐπ' αὐτόν I.<i>AI</i> 1.312, οἱ δὲ ... πρεσβύτεροι δεινοπαθοῦντες ἐπὶ τῷ τὸν ... ἀδελφὸν ... μετέχειν τῆς ἀρχιερωσύνης I.<i>AI</i> 11.306, ὁ δὲ ἐπὶ τούτῳ δεινοπαθήσας Aesop.51.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0538.png Seite 538]] Schreckliches erdulden, u. über sein Leid heftig klagen, Dem. 40, 53; Pol. 12, 16, 9 u. Sp.; ἐπί τινι D. Sic. 19, 75.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0538.png Seite 538]] Schreckliches erdulden, u. über sein Leid heftig klagen, Dem. 40, 53; Pol. 12, 16, 9 u. Sp.; ἐπί τινι D. Sic. 19, 75.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''δεινοπᾰθέω''': (παθεῑν) μεγαλοφώνως παραπονοῦμαι διὰ τὰ παθήματά μου, Δημ. 1023, ἐν τέλ., Πολύβ. 12. 6, 9· ἐπί τινι Διόδ. 19. 75, Πλούτ. 2.781Α. ― Τὸ οὐσιαστ. δεινοπάθεια κατακρίνεται ὡς εὐτελὲς ὑπὸ τοῦ [[Πολυδ]]. Ϛ΄, 201, πρβλ. Σουΐδ. ἐν λ. [[τραγῳδία]].
|btext=[[δεινοπαθῶ]] :<br /><i>seul. prés., impf. et ao.</i><br />subir de mauvais traitements, être maltraité <i>ou</i> lésé ; se plaindre avec véhémence.<br />'''Étymologie:''' [[δεινός]], [[πάθος]].
}}
{{elnl
|elnltext=δεινοπαθέω &#91;[[δεινός]], [[πάθος]]] [[zijn leed klagen]].
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=-ῶ :<br /><i>seul. prés., impf. et ao.</i><br />subir de mauvais traitements, être maltraité <i>ou</i> lésé ; se plaindre avec véhémence.<br />'''Étymologie:''' [[δεινός]], [[πάθος]].
|elrutext='''δεινοπᾰθέω:'''<br /><b class="num">1</b> [[тяжело страдать]], [[быть глубоко потрясенным]] (ἐπί τινι Plut., Diod.);<br /><b class="num">2</b> [[горько сетовать]], [[возмущаться]], [[негодовать]] Dem., Polyb.
}}
}}
{{DGE
{{grml
|dgtxt=[[quejarse con vehemencia]] acompañado de cuasi sinón. σχετλιάζων καὶ δεινοπαθῶν D.40.53, οὐκ ἔκλαιε καὶ ἐδεινοπάθει Teles p.58, cf. D.H.4.85, Ps.Callisth.132.8, Procop.<i>Arc</i>.10.6, παρὼν καὶ δεινοπαθῶν D.S.12.24, cf. I.<i>AI</i> 1.312, Anon.<i>in Rh</i>.247.32, πρὸς μηδὲν ἀγανακτικῶς διατιθέμενον μηδὲ δεινοπαθοῦντα M.Ant.11.13, ἐδεινοπάθει καὶ ὠδύρετο D.C.46.53.3<br /><b class="num"></b>gener. τοῦ δὲ νεανίσκου δεινοπαθοῦντος Plb.12.16.9, κάρτα δὲ δεινοπαθέων Luc.<i>Syr.D</i>.24, μᾶλλον ... ἐδεινοπάθει Ach.Tat.6.5.3<br /><b class="num"></b>c. ἐπί y dat. [[quejarse mucho por]] ἐπὶ τῷ Κλείτου φόνῳ δεινοπαθοῦντα ... Ἀλέξανδρον a Alejandro que se quejaba mucho por la muerte de Clito</i> Plu.2.781a, ἐπ' αὐτόν I.<i>AI</i> 1.312, οἱ δὲ ... πρεσβύτεροι δεινοπαθοῦντες ἐπὶ τῷ τὸν ... ἀδελφὸν ... μετέχειν τῆς ἀρχιερωσύνης I.<i>AI</i> 11.306, ὁ δὲ ἐπὶ τούτῳ δεινοπαθήσας Aesop.51.
|mltxt=(AM δεινοπαθῶ [[δεινοπαθέω]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[υφίσταμαι]] [[δεινά]], ταλαιπωρούμαι [[φοβερά]]<br /><b>μσν.</b><br />στενοχωριέμαι<br /><b>αρχ.</b><br />[[παραπονιέμαι]] με φωνές για τα παθήματά μου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δεινός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>παθώ</i> <span style="color: red;"><</span> -<i>παθής</i> <span style="color: red;"><</span> [[πάθος]]. Η μαρτυρούμενη αρχ. λ. [[δεινοπαθής]] [[είναι]] μτγν.].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δεινοπᾰθέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[παθεῖν]]), [[παραπονιέμαι]] μεγαλόφωνα για τις δυστυχίες μου, σε Δημ.
|lsmtext='''δεινοπᾰθέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[παθεῖν]]), [[παραπονιέμαι]] μεγαλόφωνα για τις δυστυχίες μου, σε Δημ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''δεινοπᾰθέω:'''<br /><b class="num">1)</b> тяжело страдать, быть глубоко потрясенным (ἐπί τινι Plut., Diod.);<br /><b class="num">2)</b> горько сетовать, возмущаться, негодовать Dem., Polyb.
|lstext='''δεινοπᾰθέω''': (παθεῑν) μεγαλοφώνως παραπονοῦμαι διὰ τὰ παθήματά μου, Δημ. 1023, ἐν τέλ., Πολύβ. 12. 6, ἐπί τινι Διόδ. 19. 75, Πλούτ. 2.781Α. ― Τὸ οὐσιαστ. δεινοπάθεια κατακρίνεται ὡς εὐτελὲς ὑπὸ τοῦ Πολυδ. Ϛ΄, 201, πρβλ. Σουΐδ. ἐν λ. [[τραγῳδία]].
}}
}}
{{elnl
{{mdlsj
|elnltext=δεινοπαθέω [δεινός, πάθος] zijn leed klagen.
|mdlsjtxt=[[παθεῖν]]<br />to [[complain]] [[loudly]] of sufferings, Dem.
}}
}}

Latest revision as of 12:55, 8 May 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δεινοπᾰθέω Medium diacritics: δεινοπαθέω Low diacritics: δεινοπαθέω Capitals: ΔΕΙΝΟΠΑΘΕΩ
Transliteration A: deinopathéō Transliteration B: deinopatheō Transliteration C: deinopatheo Beta Code: deinopaqe/w

English (LSJ)

complain loudly of sufferings, D.40.53, Telesp.58H., Plb.12.16.9, Luc.Syr.D.24; ἐπί τινι D.S.19.75, Plu.2.781a.

Spanish (DGE)

quejarse con vehemencia acompañado de cuasi sinón. σχετλιάζων καὶ δεινοπαθῶν D.40.53, οὐκ ἔκλαιε καὶ ἐδεινοπάθει Teles p.58, cf. D.H.4.85, Ps.Callisth.132.8, Procop.Arc.10.6, παρὼν καὶ δεινοπαθῶν D.S.12.24, cf. I.AI 1.312, Anon.in Rh.247.32, πρὸς μηδὲν ἀγανακτικῶς διατιθέμενον μηδὲ δεινοπαθοῦντα M.Ant.11.13, ἐδεινοπάθει καὶ ὠδύρετο D.C.46.53.3
gener. τοῦ δὲ νεανίσκου δεινοπαθοῦντος Plb.12.16.9, κάρτα δὲ δεινοπαθέων Luc.Syr.D.24, μᾶλλον ... ἐδεινοπάθει Ach.Tat.6.5.3
c. ἐπί y dat. quejarse mucho por ἐπὶ τῷ Κλείτου φόνῳ δεινοπαθοῦντα ... Ἀλέξανδρον a Alejandro que se quejaba mucho por la muerte de Clito Plu.2.781a, ἐπ' αὐτόν I.AI 1.312, οἱ δὲ ... πρεσβύτεροι δεινοπαθοῦντες ἐπὶ τῷ τὸν ... ἀδελφὸν ... μετέχειν τῆς ἀρχιερωσύνης I.AI 11.306, ὁ δὲ ἐπὶ τούτῳ δεινοπαθήσας Aesop.51.

German (Pape)

[Seite 538] Schreckliches erdulden, u. über sein Leid heftig klagen, Dem. 40, 53; Pol. 12, 16, 9 u. Sp.; ἐπί τινι D. Sic. 19, 75.

French (Bailly abrégé)

δεινοπαθῶ :
seul. prés., impf. et ao.
subir de mauvais traitements, être maltraité ou lésé ; se plaindre avec véhémence.
Étymologie: δεινός, πάθος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δεινοπαθέω [δεινός, πάθος] zijn leed klagen.

Russian (Dvoretsky)

δεινοπᾰθέω:
1 тяжело страдать, быть глубоко потрясенным (ἐπί τινι Plut., Diod.);
2 горько сетовать, возмущаться, негодовать Dem., Polyb.

Greek Monolingual

(AM δεινοπαθῶ δεινοπαθέω)
νεοελλ.
υφίσταμαι δεινά, ταλαιπωρούμαι φοβερά
μσν.
στενοχωριέμαι
αρχ.
παραπονιέμαι με φωνές για τα παθήματά μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δεινός + -παθώ < -παθής < πάθος. Η μαρτυρούμενη αρχ. λ. δεινοπαθής είναι μτγν.].

Greek Monotonic

δεινοπᾰθέω: μέλ. -ήσω (παθεῖν), παραπονιέμαι μεγαλόφωνα για τις δυστυχίες μου, σε Δημ.

Greek (Liddell-Scott)

δεινοπᾰθέω: (παθεῑν) μεγαλοφώνως παραπονοῦμαι διὰ τὰ παθήματά μου, Δημ. 1023, ἐν τέλ., Πολύβ. 12. 6, 9· ἐπί τινι Διόδ. 19. 75, Πλούτ. 2.781Α. ― Τὸ οὐσιαστ. δεινοπάθεια κατακρίνεται ὡς εὐτελὲς ὑπὸ τοῦ Πολυδ. Ϛ΄, 201, πρβλ. Σουΐδ. ἐν λ. τραγῳδία.

Middle Liddell

παθεῖν
to complain loudly of sufferings, Dem.